Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού
Το Παγκράτι από τα μέσα του 20ου αιώνα έγινε μια από τις πιο πυκνοδομημένες συνοικίες της Αθήνας. Όπως ήταν φυσικό, για να αντιμετωπιστεί το οξύ στεγαστικό πρόβλημα, γκρεμίστηκαν τα παραδοσιακά μονώροφα και διώροφα σπίτια και με το θεσμό «της αντιπαροχής» χτίστηκαν στη θέση τους πολυώροφες πολυκατοικίες. Έτσι «εξαφανίστηκαν» και τα λιγοστά δένδρα που υπήρχαν στις άκρες των πεζοδρομίων και στις αυλές των παλιών μονοκατοικιών. Αντίθετα, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου η περιοχή ήταν καταπράσινη, όπως πληροφορούμαστε από δημοσίευμα της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 22ας Μαΐου 1939): «Δέκα λεπτά έξω από το κέντρο της συνοικίας υπάρχει το γνωστό Αλεποβούνι και γύρω από τον Προφήτη Ηλία εδώ και τριάντα χρόνια εκυνηγούσαν λαγούς».
Η πλούσια βλάστηση του Παγκρατίου ήταν απόρροια των ποταμών που το διέσχιζαν. Από ένα κοίλωμα στη δασώδη τότε περιοχή του ναού του Προφήτη Ηλία ξεκινούσε ο Ελάσσων ή Αλάσσωνας. Έφθανε στην αρχή της οδού Φρύνης και στη συνέχεια μέσω των οδών Σπύρου Μερκούρη, Αρχελάου και Αμύντα ενωνόταν με τον Ιλισό, ο οποίος έρρεε στη σημερινή λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Κοντά στις όχθες του Ιλισού, στην περιοχή γύρω από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και το Στάδιο, είχε συγκροτηθεί οικιστικά το Βατραχονήσι. Οι κάτοικοί του (200 περίπου οικογένειες το 1895) ήταν κυρίως άνθρωποι των λαϊκών τάξεων. Πολλοί από αυτούς εργάζονταν ως φύλακες του Ζαππείου ή ως κηπουροί στο Βασιλικό Κήπο. Εικόνα της συνοικίας στα τέλη του 19ου αιώνα μάς δίνει ένας δημοσιογράφος αθηναϊκής εφημερίδας: «Διέτρεξα τους λασποβουτηγμένους δρόμους του Βατραχονησίου και εκεί μακράν, όπου δεν υπάρχουν πλέον δρόμοι αλλά πρασινισμένων οικοπέδων ανωμαλία, βόσκουν παντός είδους κατοικίδια ζώα και φύονται ονάκανθοι (= γαϊδουράγκαθα)» (ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 25ης Νοεμβρίου 1895).
Τα περισσότερα σπίτια της συνοικίας ήταν πλινθόκτιστα. Φυσικά δεν γίνεται λόγος για ρυμοτομικό σχέδιο. Από τις οδούς της δυο μόνον είχαν όνομα (η οδός Βακχυλίδου και η οδός Ησιόδου). Λόγω της γειτνίασής της όμως με το ανάκτορο του διαδόχου ( το σημερινό Προεδρικό μέγαρο στην οδό Ηρώδου του Αττικού) είχαν χτιστεί εστιατόρια, καφενεία (όπως αυτό του Νικολάου Πολίτη δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο) και άλλα κέντρα, όπου σύχναζαν εύποροι Αθηναίοι (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλα της 16ης και 17 Νοεμβρίου 1896). Η πρόσβαση των κατοίκων του Βατραχονησίου στο κέντρο των Αθηνών εξασφαλιζόταν χάρη στη γέφυρα που ένωνε τις δυο όχθες του Ιλισού, η οποία είχε κατασκευαστεί με δαπάνη του ευεργέτη Ζάππα.
Η γειτνίαση με τον Ιλισό σε συνδυασμό με την αδιαφορία της πολιτείας για τη δημιουργία έργων υποδομής απειλούσαν την υγεία, ακόμη και τη ζωή των κατοίκων της συνοικίας. Το αποκορύφωμα ήταν η καταστροφική πλημμύρα που έγινε στις 14 Νοεμβρίου 1896. Λόγω ισχυρής βροχόπτωσης ο ποταμός υπερχείλισε, με αποτέλεσμα να πνιγούν πολλοί άνθρωποι, να καταρρεύσουν σπίτια και να γκρεμιστεί ακόμα και η γέφυρα που βρισκόταν μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ανάλογη πλημμύρα έγινε το Νοέμβριο του 1899, αλλά ευτυχώς τη φορά αυτή δεν υπήρχαν θύματα.
Με τον καιρό η περιοχή άλλαξε. Το 1939 άρχισαν τα έργα για την κάλυψη της κοίτης του Ιλισού. Όμως ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η οικονομική καχεξία της μεταπολεμικής Ελλάδας συντέλεσαν στην καθυστέρηση ολοκλήρωσής τους επί μια τουλάχιστον εικοσαετία. Τελικά την τετραετία 1959 – 1963 κατασκευάστηκε η λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ακόμη το Βατραχονήσι σταδιακά ενώθηκε πολεοδομικά με το Παγκράτι. Το τοπωνύμιο όμως διατηρήθηκε χάρη στους στίχους ενός ερωτικού τραγουδιού που είχε συντεθεί στα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20ου αιώνα:
Πάρε με, Αδριάνα μου, να σε βοηθώ στην πλύση
και να σου κουβαλώ νερό απ’ το Βατραχονήσι.
Σημείωση: Το Βατραχονήσι είχε και παρωνύμιο· το έλεγαν και «καφέ τσουράπι» από ένα καφενείο που λειτουργούσε εκεί κατά την οθωνική περίοδο. Σ’ αυτό συγκεντρώνονταν αντιμοναρχικοί που σχεδίαζαν την ανατροπή του Όθωνα. Η σύζυγος του καφετζή είχε επωμισθεί το καθήκον να παρακολουθεί την κίνηση έξω από το κατάστημα, για να ειδοποιήσει τους θαμώνες σε περίπτωση εμφάνισης της αστυνομίας. Για να επιτελεί το έργο της με φυσικότητα, στεκόταν μόνιμα στην είσοδο του καφενείου και έπλεκε ένα τσουράπι (= κάλτσα) [Την πληροφορία αυτή την άντλησα από το έργο του Πάνου Ν. Αβραμόπουλου «Βατραχονήσι – Καφέ Τσουράπι, Λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας»» http./www. panosavramopoulos.blogspot.gr.]
Το Βατραχονήσι ήταν μία από τις πρώτες συνοικίες των Αθηνών που άρχισαν να σχηματίζονται δίπλα στον Ιλισό. Στα μισά της διαδρομής του ποταμού, απέναντι από το λόφο του Αρδηττού, ο Ιλισός χωριζόταν στα δύο σχηματίζοντας μια επίπεδη νησίδα, το Βατραχονήσι. Εκεί που σήμερα είναι η είσοδος του Παγκρατίου, η οδός Αγίου Σπυρίδωνος. Το ονόμασαν έτσι αφού στα νερά του κάθε μέρα πλατσούριζαν βατράχια. Και η περιοχή γύρω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, αριστερά του Αρδηττού, ονομάστηκε Βατραχονήσι.
Ο Ιλισός στο ύψος του Βατραχονησιού ήταν η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη νέα πόλη των εύπορων επήλυδων και στα λαϊκά στρώματα. Από τη μια μεριά το παλάτι και τα μέγαρα των ευγενών. Από την άλλη, κάτω από τη γέφυρα, φτωχικά σπίτια του Βατραχονησιού.
Εκεί στην κοίτη του Ιλισού, που ήταν αρκετά πλατιά και αρκετά βαθιά, οι Αθηναίοι έκαναν την μπουγάδα τους. Μάζευαν στο μπουγαδοκόφινο αποβραδίς τα άπλυτα και το πρωί με το κοφίνι και το καζάνι επ' ώμου ξεκινούσαν. Συνήθως ήταν παρέες, δυο τρεις νοικοκυρές μαζί ή παραδουλεύτρες. Οταν έφταναν, πρώτη δουλειά, άναβαν φωτιά για να έχουν καυτό νερό και αλισίβα. Η αλισίβα ήταν απαραίτητη για το πλύσιμο των ασπρόρουχων. Στο νερό που έβραζε έριχναν 2-3 χούφτες κοσκινισμένη στάχτη. Με το βράσιμο η στάχτη καθότανε στον πάτο και έτσι δημιουργούνταν η αλισίβα, το σταχτόνερο. Αφού πλένανε τα ασπρόρουχα καλά με αλισίβα και σαπούνι τα βάζανε στο κοφίνι, τα σκέπαζαν με ένα λευκό πανί και πάνω του έριχναν δύο χούφτες κοσκινισμένη στάχτη. Με ένα δοχείο ρίχνανε χλιαρή αλισίβα πάνω στην μπουγάδα σιγά σιγά, ώστε να περάσει από όλα τα ρούχα και τα αφήνανε έτσι για μερικές ώρες. Κάποιες φορές μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας. Στη συνέχεια τα ξεπλένανε με άφθονο νερό. Με αυτόν τον τρόπο τα ρούχα γίνονταν κάτασπρα, μαλακά και μοσχοβολούσανε. Η αλισίβα πέραν από τις ιδιότητες του λευκαντικού και του μαλακτικού των ρούχων, μαλάκωνε το νερό, με αποτέλεσμα το σαπούνι να βγάζει περισσότερη σαπουνάδα και έτσι τα ρούχα να πλένονται καλύτερα. Για το πλύσιμο των χοντρών μάλλινων ρούχων, των κουρελούδων, των κουβερτών κλπ. χρησιμοποιούσαν τον κόπανο. Τα άφηναν πρώτα να μουλιάσουν στο νερό και στη συνέχεια τα έβαζαν λίγα λίγα τα ρούχα πάνω σε μια πέτρα πλατιά και γερή και τα κοπάνιζαν δυνατά να φύγει η βρωμιά. Στο τέλος τα ξεπλένανε με άφθονο νερό. Ο κόπανος ήταν ένα ξύλο μήκους 70 εκ. περίπου, το μισό ήταν φαρδύ περίπου 10 εκ. για να χτυπά τα ρούχα και το υπόλοιπο κατέληγε πιο λεπτό και κυκλικό για να πιάνεται με το χέρι.
Πηγή:rizospastis.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Το Παγκράτι από τα μέσα του 20ου αιώνα έγινε μια από τις πιο πυκνοδομημένες συνοικίες της Αθήνας. Όπως ήταν φυσικό, για να αντιμετωπιστεί το οξύ στεγαστικό πρόβλημα, γκρεμίστηκαν τα παραδοσιακά μονώροφα και διώροφα σπίτια και με το θεσμό «της αντιπαροχής» χτίστηκαν στη θέση τους πολυώροφες πολυκατοικίες. Έτσι «εξαφανίστηκαν» και τα λιγοστά δένδρα που υπήρχαν στις άκρες των πεζοδρομίων και στις αυλές των παλιών μονοκατοικιών. Αντίθετα, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου η περιοχή ήταν καταπράσινη, όπως πληροφορούμαστε από δημοσίευμα της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 22ας Μαΐου 1939): «Δέκα λεπτά έξω από το κέντρο της συνοικίας υπάρχει το γνωστό Αλεποβούνι και γύρω από τον Προφήτη Ηλία εδώ και τριάντα χρόνια εκυνηγούσαν λαγούς».
Η πλούσια βλάστηση του Παγκρατίου ήταν απόρροια των ποταμών που το διέσχιζαν. Από ένα κοίλωμα στη δασώδη τότε περιοχή του ναού του Προφήτη Ηλία ξεκινούσε ο Ελάσσων ή Αλάσσωνας. Έφθανε στην αρχή της οδού Φρύνης και στη συνέχεια μέσω των οδών Σπύρου Μερκούρη, Αρχελάου και Αμύντα ενωνόταν με τον Ιλισό, ο οποίος έρρεε στη σημερινή λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Κοντά στις όχθες του Ιλισού, στην περιοχή γύρω από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και το Στάδιο, είχε συγκροτηθεί οικιστικά το Βατραχονήσι. Οι κάτοικοί του (200 περίπου οικογένειες το 1895) ήταν κυρίως άνθρωποι των λαϊκών τάξεων. Πολλοί από αυτούς εργάζονταν ως φύλακες του Ζαππείου ή ως κηπουροί στο Βασιλικό Κήπο. Εικόνα της συνοικίας στα τέλη του 19ου αιώνα μάς δίνει ένας δημοσιογράφος αθηναϊκής εφημερίδας: «Διέτρεξα τους λασποβουτηγμένους δρόμους του Βατραχονησίου και εκεί μακράν, όπου δεν υπάρχουν πλέον δρόμοι αλλά πρασινισμένων οικοπέδων ανωμαλία, βόσκουν παντός είδους κατοικίδια ζώα και φύονται ονάκανθοι (= γαϊδουράγκαθα)» (ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 25ης Νοεμβρίου 1895).
Τα περισσότερα σπίτια της συνοικίας ήταν πλινθόκτιστα. Φυσικά δεν γίνεται λόγος για ρυμοτομικό σχέδιο. Από τις οδούς της δυο μόνον είχαν όνομα (η οδός Βακχυλίδου και η οδός Ησιόδου). Λόγω της γειτνίασής της όμως με το ανάκτορο του διαδόχου ( το σημερινό Προεδρικό μέγαρο στην οδό Ηρώδου του Αττικού) είχαν χτιστεί εστιατόρια, καφενεία (όπως αυτό του Νικολάου Πολίτη δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο) και άλλα κέντρα, όπου σύχναζαν εύποροι Αθηναίοι (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλα της 16ης και 17 Νοεμβρίου 1896). Η πρόσβαση των κατοίκων του Βατραχονησίου στο κέντρο των Αθηνών εξασφαλιζόταν χάρη στη γέφυρα που ένωνε τις δυο όχθες του Ιλισού, η οποία είχε κατασκευαστεί με δαπάνη του ευεργέτη Ζάππα.
Η γειτνίαση με τον Ιλισό σε συνδυασμό με την αδιαφορία της πολιτείας για τη δημιουργία έργων υποδομής απειλούσαν την υγεία, ακόμη και τη ζωή των κατοίκων της συνοικίας. Το αποκορύφωμα ήταν η καταστροφική πλημμύρα που έγινε στις 14 Νοεμβρίου 1896. Λόγω ισχυρής βροχόπτωσης ο ποταμός υπερχείλισε, με αποτέλεσμα να πνιγούν πολλοί άνθρωποι, να καταρρεύσουν σπίτια και να γκρεμιστεί ακόμα και η γέφυρα που βρισκόταν μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ανάλογη πλημμύρα έγινε το Νοέμβριο του 1899, αλλά ευτυχώς τη φορά αυτή δεν υπήρχαν θύματα.
Με τον καιρό η περιοχή άλλαξε. Το 1939 άρχισαν τα έργα για την κάλυψη της κοίτης του Ιλισού. Όμως ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η οικονομική καχεξία της μεταπολεμικής Ελλάδας συντέλεσαν στην καθυστέρηση ολοκλήρωσής τους επί μια τουλάχιστον εικοσαετία. Τελικά την τετραετία 1959 – 1963 κατασκευάστηκε η λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ακόμη το Βατραχονήσι σταδιακά ενώθηκε πολεοδομικά με το Παγκράτι. Το τοπωνύμιο όμως διατηρήθηκε χάρη στους στίχους ενός ερωτικού τραγουδιού που είχε συντεθεί στα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20ου αιώνα:
Πάρε με, Αδριάνα μου, να σε βοηθώ στην πλύση
και να σου κουβαλώ νερό απ’ το Βατραχονήσι.
Σημείωση: Το Βατραχονήσι είχε και παρωνύμιο· το έλεγαν και «καφέ τσουράπι» από ένα καφενείο που λειτουργούσε εκεί κατά την οθωνική περίοδο. Σ’ αυτό συγκεντρώνονταν αντιμοναρχικοί που σχεδίαζαν την ανατροπή του Όθωνα. Η σύζυγος του καφετζή είχε επωμισθεί το καθήκον να παρακολουθεί την κίνηση έξω από το κατάστημα, για να ειδοποιήσει τους θαμώνες σε περίπτωση εμφάνισης της αστυνομίας. Για να επιτελεί το έργο της με φυσικότητα, στεκόταν μόνιμα στην είσοδο του καφενείου και έπλεκε ένα τσουράπι (= κάλτσα) [Την πληροφορία αυτή την άντλησα από το έργο του Πάνου Ν. Αβραμόπουλου «Βατραχονήσι – Καφέ Τσουράπι, Λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας»» http./www. panosavramopoulos.blogspot.gr.]
Βατραχονήσι
Μπουγάδα στην κοίτη του Ιλισού, δίπλα στα ερείπια της ρωμαϊκής γέφυρας που κατεδαφίστηκε το 1860. Στο βάθος διακρίνεται το Στάδιο πριν την αναμαρμάρωσή του |
Το Βατραχονήσι ήταν μία από τις πρώτες συνοικίες των Αθηνών που άρχισαν να σχηματίζονται δίπλα στον Ιλισό. Στα μισά της διαδρομής του ποταμού, απέναντι από το λόφο του Αρδηττού, ο Ιλισός χωριζόταν στα δύο σχηματίζοντας μια επίπεδη νησίδα, το Βατραχονήσι. Εκεί που σήμερα είναι η είσοδος του Παγκρατίου, η οδός Αγίου Σπυρίδωνος. Το ονόμασαν έτσι αφού στα νερά του κάθε μέρα πλατσούριζαν βατράχια. Και η περιοχή γύρω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, αριστερά του Αρδηττού, ονομάστηκε Βατραχονήσι.
Ο Ιλισός στο ύψος του Βατραχονησιού ήταν η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη νέα πόλη των εύπορων επήλυδων και στα λαϊκά στρώματα. Από τη μια μεριά το παλάτι και τα μέγαρα των ευγενών. Από την άλλη, κάτω από τη γέφυρα, φτωχικά σπίτια του Βατραχονησιού.
Εκεί στην κοίτη του Ιλισού, που ήταν αρκετά πλατιά και αρκετά βαθιά, οι Αθηναίοι έκαναν την μπουγάδα τους. Μάζευαν στο μπουγαδοκόφινο αποβραδίς τα άπλυτα και το πρωί με το κοφίνι και το καζάνι επ' ώμου ξεκινούσαν. Συνήθως ήταν παρέες, δυο τρεις νοικοκυρές μαζί ή παραδουλεύτρες. Οταν έφταναν, πρώτη δουλειά, άναβαν φωτιά για να έχουν καυτό νερό και αλισίβα. Η αλισίβα ήταν απαραίτητη για το πλύσιμο των ασπρόρουχων. Στο νερό που έβραζε έριχναν 2-3 χούφτες κοσκινισμένη στάχτη. Με το βράσιμο η στάχτη καθότανε στον πάτο και έτσι δημιουργούνταν η αλισίβα, το σταχτόνερο. Αφού πλένανε τα ασπρόρουχα καλά με αλισίβα και σαπούνι τα βάζανε στο κοφίνι, τα σκέπαζαν με ένα λευκό πανί και πάνω του έριχναν δύο χούφτες κοσκινισμένη στάχτη. Με ένα δοχείο ρίχνανε χλιαρή αλισίβα πάνω στην μπουγάδα σιγά σιγά, ώστε να περάσει από όλα τα ρούχα και τα αφήνανε έτσι για μερικές ώρες. Κάποιες φορές μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας. Στη συνέχεια τα ξεπλένανε με άφθονο νερό. Με αυτόν τον τρόπο τα ρούχα γίνονταν κάτασπρα, μαλακά και μοσχοβολούσανε. Η αλισίβα πέραν από τις ιδιότητες του λευκαντικού και του μαλακτικού των ρούχων, μαλάκωνε το νερό, με αποτέλεσμα το σαπούνι να βγάζει περισσότερη σαπουνάδα και έτσι τα ρούχα να πλένονται καλύτερα. Για το πλύσιμο των χοντρών μάλλινων ρούχων, των κουρελούδων, των κουβερτών κλπ. χρησιμοποιούσαν τον κόπανο. Τα άφηναν πρώτα να μουλιάσουν στο νερό και στη συνέχεια τα έβαζαν λίγα λίγα τα ρούχα πάνω σε μια πέτρα πλατιά και γερή και τα κοπάνιζαν δυνατά να φύγει η βρωμιά. Στο τέλος τα ξεπλένανε με άφθονο νερό. Ο κόπανος ήταν ένα ξύλο μήκους 70 εκ. περίπου, το μισό ήταν φαρδύ περίπου 10 εκ. για να χτυπά τα ρούχα και το υπόλοιπο κατέληγε πιο λεπτό και κυκλικό για να πιάνεται με το χέρι.
Ανδριάνα
Με το Βατραχονήσι και τον Ιλισό είναι συνδεδεμένο το χιλιοτραγουδισμένο λαϊκό άσμα «Ανδριάνα»:
Πάρε με Ανδριάνα μου / να σε βοηθώ στην πλύση και να σου κουβαλώ νερό / απ' το Βατραχονήσι ωωωωχ
Ανδριάνα μου γλυκιά / απ' το Βατραχονήσι, Γιατί να βασανίζεσαι / ασπριδερή μου χήνα με λίγδες και με κάρβουνα / μέσα εις την κουζίνα ωωωωχ
Ακούω τα πιάτα που βροντούν / όταν τα θερμοπλένεις κι εγώ νομίζω πως σιγά / τη σκάλα κατεβαίνεις ωωωωχ
Δεν είναι κρίμα κι άδικο / σε νια χαριτωμένη στο μαγεριό ξυπόλυτη / το ντεντζερέ να πλένει ωωωωχ.
Η ωραία των Αθηνών, η Ανδριάνα, ήταν υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στην Αθήνα στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και το όνομά της συνδέθηκε με τον Ιλισό και το Βατραχονήσι. Η Ανδριάνα, ξακουστή για την ομορφιά αλλά και τη νοικοκυροσύνη, ήταν πλύστρα σε αρχοντικό της Πλάκας. Κουβαλούσε νερό για την πλύση από το Βατραχονήσι και στο διάβα της όσοι τη βλέπανε θαύμαζαν την ομορφιά της. Αρκετοί προσφέρονταν να της κουβαλούν το νερό. Κάποιος Αθηναίος (κοσμηματογράφος κατά πώς λένε) την ερωτεύτηκε και εξέφρασε το ντέρτι του με το παραπάνω τραγούδι, το οποίο ως επιδημία μεταδόθηκε αμέσως στη διψασμένη για λαϊκά τραγούδια Αθήνα. Ο ύμνος της Ανδριάνας για πρώτη φορά βρέθηκε καταγεγραμμένος σε φυλλάδια του 1860, ενώ ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 1910 στην Κωνσταντινούπολη. Ηταν το «σουξέ» της περίφημης τραγουδίστριας κιορ Κατίνας στα τέλη του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα δημοφιλές στα καφέ σαντάν.
Σύμφωνα με τις κακές γλώσσες η Ανδριάνα ούσα ζωηρούλα ήξερε να εκμεταλλεύεται τα προσόντα της. Είχε αναπτύξει στενές φιλίες με αρκετούς υπουργούς και παντρεύτηκε έναν πλούσιο θαυμαστή της. Απόκτησε τιμές κυρίας και κατάφερε να ξεφύγει από την προηγούμενη μίζερη ζωή της. Σύντομα όμως γίνεται ερωμένη ενός πασά Αιγύπτιου, ο οποίος επειδή υποπτευόταν πως δεν του ήταν πιστή, τυφλωμένος από τη ζήλια του την παραμόρφωσε.
Σκεπάστηκε ο Ιλισός, σταμάτησε ο κοασμός των βατράχων, ξεχάστηκε και η Ανδριάνα...
Πάρε με Ανδριάνα μου / να σε βοηθώ στην πλύση και να σου κουβαλώ νερό / απ' το Βατραχονήσι ωωωωχ
Ανδριάνα μου γλυκιά / απ' το Βατραχονήσι, Γιατί να βασανίζεσαι / ασπριδερή μου χήνα με λίγδες και με κάρβουνα / μέσα εις την κουζίνα ωωωωχ
Ακούω τα πιάτα που βροντούν / όταν τα θερμοπλένεις κι εγώ νομίζω πως σιγά / τη σκάλα κατεβαίνεις ωωωωχ
Δεν είναι κρίμα κι άδικο / σε νια χαριτωμένη στο μαγεριό ξυπόλυτη / το ντεντζερέ να πλένει ωωωωχ.
Η ωραία των Αθηνών, η Ανδριάνα, ήταν υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στην Αθήνα στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και το όνομά της συνδέθηκε με τον Ιλισό και το Βατραχονήσι. Η Ανδριάνα, ξακουστή για την ομορφιά αλλά και τη νοικοκυροσύνη, ήταν πλύστρα σε αρχοντικό της Πλάκας. Κουβαλούσε νερό για την πλύση από το Βατραχονήσι και στο διάβα της όσοι τη βλέπανε θαύμαζαν την ομορφιά της. Αρκετοί προσφέρονταν να της κουβαλούν το νερό. Κάποιος Αθηναίος (κοσμηματογράφος κατά πώς λένε) την ερωτεύτηκε και εξέφρασε το ντέρτι του με το παραπάνω τραγούδι, το οποίο ως επιδημία μεταδόθηκε αμέσως στη διψασμένη για λαϊκά τραγούδια Αθήνα. Ο ύμνος της Ανδριάνας για πρώτη φορά βρέθηκε καταγεγραμμένος σε φυλλάδια του 1860, ενώ ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 1910 στην Κωνσταντινούπολη. Ηταν το «σουξέ» της περίφημης τραγουδίστριας κιορ Κατίνας στα τέλη του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα δημοφιλές στα καφέ σαντάν.
Σύμφωνα με τις κακές γλώσσες η Ανδριάνα ούσα ζωηρούλα ήξερε να εκμεταλλεύεται τα προσόντα της. Είχε αναπτύξει στενές φιλίες με αρκετούς υπουργούς και παντρεύτηκε έναν πλούσιο θαυμαστή της. Απόκτησε τιμές κυρίας και κατάφερε να ξεφύγει από την προηγούμενη μίζερη ζωή της. Σύντομα όμως γίνεται ερωμένη ενός πασά Αιγύπτιου, ο οποίος επειδή υποπτευόταν πως δεν του ήταν πιστή, τυφλωμένος από τη ζήλια του την παραμόρφωσε.
Σκεπάστηκε ο Ιλισός, σταμάτησε ο κοασμός των βατράχων, ξεχάστηκε και η Ανδριάνα...
Ιλισός
Εκεί που κάποτε κυλούσε ο Ιλισός σήμερα είναι η Μιχαλακοπούλου, η Βασιλέως Κωνσταντίνου, η Αρδηττού και η Καλλιρρόης (καλή ροή). O Ιλισός ήταν το δεύτερο μεγάλο ποτάμι της Αθήνας. Πήγαζε από τις πλαγιές του Υμηττού και στον Ταύρο ενωνόταν με τον Κηφισό και χύνονταν στο Φαληρικό Ορμο, στην περιοχή Τζιτζιφιές. Στέρευε το καλοκαίρι, αγρίευε το χειμώνα και πλημμύριζαν τη γύρω περιοχή τα ορμητικά νερά του. Μπροστά από το «Μετς» (μπιραρία στον Αρδηττό), ο ποταμός σχημάτιζε και μικρές υδατοπτώσεις, τους «καταρράκτες του Ιλισού», όπως τους αποκαλούσαν.
Το ένα από τα δύο ρεύματα του Ιλισού επιχωματώθηκε το 1897, ύστερα από μια μεγάλη πλημμύρα. Η αντίστροφη μέτρηση έχει πλέον αρχίσει. Οι κάτοικοι της Αθήνας αυξάνονταν και αργά αλλά σταθερά η κοίτη του ποταμού σκεπαζόταν. Το ακάλυπτο τμήμα του είχε μετατραπεί σε θλιβερό σκουπιδότοπο. Το 1962 καλύφτηκε και το τελευταίο κομμάτι του, το τμήμα μεταξύ Σταδίου και Λεωφόρου Συγγρού. Τέλος εποχής για τον ποταμό, αλλά και την παλιά πόλη, ή
Εκεί που κάποτε κυλούσε ο Ιλισός σήμερα είναι η Μιχαλακοπούλου, η Βασιλέως Κωνσταντίνου, η Αρδηττού και η Καλλιρρόης (καλή ροή). O Ιλισός ήταν το δεύτερο μεγάλο ποτάμι της Αθήνας. Πήγαζε από τις πλαγιές του Υμηττού και στον Ταύρο ενωνόταν με τον Κηφισό και χύνονταν στο Φαληρικό Ορμο, στην περιοχή Τζιτζιφιές. Στέρευε το καλοκαίρι, αγρίευε το χειμώνα και πλημμύριζαν τη γύρω περιοχή τα ορμητικά νερά του. Μπροστά από το «Μετς» (μπιραρία στον Αρδηττό), ο ποταμός σχημάτιζε και μικρές υδατοπτώσεις, τους «καταρράκτες του Ιλισού», όπως τους αποκαλούσαν.
Το ένα από τα δύο ρεύματα του Ιλισού επιχωματώθηκε το 1897, ύστερα από μια μεγάλη πλημμύρα. Η αντίστροφη μέτρηση έχει πλέον αρχίσει. Οι κάτοικοι της Αθήνας αυξάνονταν και αργά αλλά σταθερά η κοίτη του ποταμού σκεπαζόταν. Το ακάλυπτο τμήμα του είχε μετατραπεί σε θλιβερό σκουπιδότοπο. Το 1962 καλύφτηκε και το τελευταίο κομμάτι του, το τμήμα μεταξύ Σταδίου και Λεωφόρου Συγγρού. Τέλος εποχής για τον ποταμό, αλλά και την παλιά πόλη, ή
«...με άλλα λόγια θα στο πω/ κι έναν ανάπηρο σκοπό/ απ' το '50 και μετά/ μας έχουν πνίξει τα μπετά/ να δεις τι σου 'χω για μετά!/ μπαίνουμε σ' άλλη εποχή/ πιο "στέρεο" και γιωταχί...».
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου