Ελλάδα
Η φράση έχει τις ρίζες της στα καφενεία της εποχής της τουρκοκρατίας, όπου οι θαμώνες κάπνιζαν ναργιλέ.
Ναργιλές είναι συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης, με την οποία ο εισπνεόμενος καπνός ψύχεται σε νερό, και το Τουμπεκί (στην τούρκικη γλώσσα toumbeki / ιταλ. tabacco) σημαίνει καπνός για τον ναργιλέ.
Τον ναργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων (αυτοί έφτιαχναν και τον καφέ), οι οποίοι, αφού μούσκευαν τον καπνό, μετά τον έκοβαν σε ψιλά κομματάκια και τον χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για το ναργιλέ.
Οσο πιο «ψιλό» το έκοβε, τόσο πιο τεχνίτης ήταν ο ταμπής, και όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί, τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του.
Οι ταμπήδες όμως κάθε φορά που πρόσφεραν ναργιλέ σε κάποιον πελάτη, συνήθως έπιαναν και την κουβέντα μαζί του, με αποτέλεσμα να καθυστερούν την παραγγελία του επόμενου πελάτη. Εκείνος τότε αναγκαζόταν να φωνάξει “κάνε τουμπεκί” για να εκτελεστεί γρηγορότερα η παραγγελία του.
Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα» και οι φλυαρίες, επειδή σε πολλές περιπτώσεις μέσα στο χαρμάνι του τουμπεκί ο ταμπής πρόσθετε και λιγάκι χασίς. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά τον καπνό τους, που σιγόκαιγε στο λούλα. Γι’ αυτό και αν κάποιος από τους υπόλοιπους θαμώνες προσπαθούσε να ανοίξει κουβέντα ή μιλούσε ακατάπαυστα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: «Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς.
Στις μέρες σημαίνει “σώπα και μη μιλάς” και συνήθως το λέμε όταν κάποιος έχει άδικο ή λέει ανοησίες.
Η φράση έχει τις ρίζες της στα καφενεία της εποχής της τουρκοκρατίας, όπου οι θαμώνες κάπνιζαν ναργιλέ.
Ναργιλές είναι συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης, με την οποία ο εισπνεόμενος καπνός ψύχεται σε νερό, και το Τουμπεκί (στην τούρκικη γλώσσα toumbeki / ιταλ. tabacco) σημαίνει καπνός για τον ναργιλέ.
Τον ναργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων (αυτοί έφτιαχναν και τον καφέ), οι οποίοι, αφού μούσκευαν τον καπνό, μετά τον έκοβαν σε ψιλά κομματάκια και τον χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για το ναργιλέ.
Οσο πιο «ψιλό» το έκοβε, τόσο πιο τεχνίτης ήταν ο ταμπής, και όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί, τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του.
Οι ταμπήδες όμως κάθε φορά που πρόσφεραν ναργιλέ σε κάποιον πελάτη, συνήθως έπιαναν και την κουβέντα μαζί του, με αποτέλεσμα να καθυστερούν την παραγγελία του επόμενου πελάτη. Εκείνος τότε αναγκαζόταν να φωνάξει “κάνε τουμπεκί” για να εκτελεστεί γρηγορότερα η παραγγελία του.
Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα» και οι φλυαρίες, επειδή σε πολλές περιπτώσεις μέσα στο χαρμάνι του τουμπεκί ο ταμπής πρόσθετε και λιγάκι χασίς. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά τον καπνό τους, που σιγόκαιγε στο λούλα. Γι’ αυτό και αν κάποιος από τους υπόλοιπους θαμώνες προσπαθούσε να ανοίξει κουβέντα ή μιλούσε ακατάπαυστα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: «Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς.
Στις μέρες σημαίνει “σώπα και μη μιλάς” και συνήθως το λέμε όταν κάποιος έχει άδικο ή λέει ανοησίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου