Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου: το «γκουλάγκ» της Ελλάδας

Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού



Στις τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου και στις αρχές Νοεμβρίου του 1940 το μικρό ηπειρώτικο χωριό Καλπάκι έγινε γνωστό σ’ όλον τον ελληνισμό, γιατί ήταν ο τόπος όπου οι μονάδες της 8ης Μεραρχίας αναχαίτισαν τους Ιταλούς εισβολείς. Δέκα περίπου χρόνια νωρίτερα, με αφορμή μια δίκη στρατιωτών στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, είχε γίνει γνωστό για τα μαρτύρια που υφίσταντο οι στρατιώτες στον εκεί Πειθαρχικό ουλαμό.

Η στρατιωτική μονάδα είχε ιδρυθεί το 1924. Σ’ αυτή στέλνονταν γενικά οι «απείθαρχοι»: όσοι είχαν το θάρρος να διαμαρτυρηθούν για την αθλιότητα του συσσιτίου, όσοι είχαν καταγγείλει καταχρήσεις αξιωματικών σε βάρος του Δημοσίου, όσοι είχαν αρνηθεί να χτυπήσουν απεργούς, όσοι αντιτάχθηκαν σε βασανιστήρια που έκαναν βαθμοφόροι σε βάρος στρατιωτών. Κοντά σ’ αυτούς στέλνονταν και ναύτες, όταν πλέον καταργήθηκε το κάτεργο – ναυτοφυλακή «Αιγαίο», η «Μαρμάρω», όπως το αποκαλούσαν όσοι «φιλοξενήθηκαν» σ’ αυτό για κάποια παραπτώματα. Όλοι αυτοί χαρακτηρίζονταν (οι περισσότεροι ήταν) κομμουνιστές και έπαιρναν την άγουσα για το Καλπάκι.

Μια δεύτερη κατηγορία στρατιωτών που επάνδρωναν τον Πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου ήταν διάφορα κοινωνικά ναυάγια, όπως χασικλήδες και άνθρωποι της «κάμας», αλλά και ορισμένοι που είχαν λιποτακτήσει, για να συντηρήσουν το λιμασμένο από την πείνα σπιτικό τους (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 23ης Ιανουαρίου 1929).

Τη διοίκηση του ουλαμού την είχε αρχικά (ως το 1928) ένα ανθρωπόμορφο τέρας, ο ανθυπολοχαγός Χρήστος Ι. Παπαχρήστος ή Παπαχρήστου. Οι αντιδράσεις ακόμα και αξιωματικών (ελάχιστων βέβαια) της στρατιωτικής διοίκησης Ιωαννίνων για τα μαρτύρια, στα οποία υπέβαλλε τους στρατιώτες του, ανάγκασαν το ΙΙ Γραφείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού να τον αντικαταστήσει το 1929 με τον εξ ίσου βίαιο ανθυπολοχαγό Φατούρο (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 18ης Δεκεμβρίου 1930).

Ο ουλαμός είχε περισσότερο τη μορφή «στρατοπέδου συγκέντρωσης» παρά στρατιωτικής μονάδας. Καμιά τριανταριά σκηνές σκόρπιες δεξιά και αριστερά και μια καλοφτιαγμένη καλύβα, το διοικητήριο του λόχου, αποτελούσαν το κολαστήριο του Καλπακίου. Μερικοί Αρβανίτες στρατιώτες και ορισμένοι χασικλήδες υπαξιωματικοί, πειθήνια όργανα του Παπαχρήστου και αργότερα του Φατούρου, φρόντιζαν να συμμορφώσουν και να φέρουν στον ίσιο δρόμο τους παραστρατημένους, τους «πειθαρχούμενους», όπως τους έλεγαν. Πολλοί από αυτούς πέθαιναν από φυματίωση ή από τις βουρδουλιές των βασανιστών τους δεμένοι επί 24ωρα σε δέντρα, άλλοι πάθαιναν αιμοπτύσεις κι άλλοι τρελαίνονταν από τον ξυλοδαρμό. Τους έβαζαν να ποτίζουν επί ώρες τηλεγραφόξυλα, να κόβουν νύχτα – μέρα ξύλα από τα παρακείμενα δάση για τις ανάγκες των μονάδων της 8ης Μεραρχίας, να δουλεύουν σκληρά στα ασβεστοκάμινα, να μαζεύουν βελανίδια, να σκάβουν για τη διάνοιξη δρόμων (όπως αυτόν Καλπακίου – Μονής Βελλάς), να σπάνε πέτρες και μάλιστα νηστικοί, ψειριασμένοι, γυμνοί και ανυπόδητοι. Ακόμη και άρρωστοι έπρεπε να πάνε για δουλειά.

Ορισμένοι στρατιώτες – ουσιαστικά κρατούμενοι – παρακινημένοι από την απελπισία τους προσπαθούσαν να αποδράσουν από το κολαστήριο του Καλπακίου. Οι περισσότεροι όμως συλλαμβάνονταν και τότε υφίσταντο τα πάνδεινα. Άλλοι αντιδρούσαν δυναμικά. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1928 μειώθηκε κάπως η τρομοκρατία λόγω της αποφασιστικής στάσης των κρατούμενων στρατιωτών τον Ιούνιο (του 1928), οι οποίοι εξεγέρθηκαν κατά του τότε διοικητή και των οργάνων του. Μάλιστα ένας στρατιώτης, ο Γιάννης Μωραΐτης, αποπειράθηκε να σκοτώσει με κλαδευτήρι έναν Αρβανίτη φρουρό, όργανο του ανθυπολοχαγού Χ. Παπαχρήστου (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 1ης Φεβρουαρίου 1929).

Η μεγαλύτερη εξέγερση των κολασμένων του Καλπακίου έγινε την 1η Σεπτεμβρίου 1930. Ο τότε διοικητής του Πειθαρχικού ουλαμού Φατούρος αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό έστειλε τους «πειθαρχούμενους» στη δουλειά. Ένας από αυτούς, ο Βλατάς, διαμαρτυρήθηκε και ο διοικητής τον έκλεισε στο μπουντρούμι. Οι φρουροί ένοπλοι επιτέθηκαν στους υπόλοιπους, έγινε σύγκρουση και συνέπειά της ήταν η σκηνοθεσία της κατηγορίας ότι οι στρατιώτες διέπραξαν τα αδικήματα της βιαιοπραγίας κατ’ ανωτέρου (του διοικητή Φατούρου),της ανυποταξίας και της εξύβρισης. Σύμφωνα με το ψευδές κατηγορητήριο δικάστηκαν από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων και καταδικάστηκαν οι φαντάροι Μαρκοβίτης, Πανούσης, Γαμβέτας, Βλατάς, Τσακίρης, Αδαμόπουλος και Κορδέλης σε βαρύτατες ποινές. Οι δύο πρώτοι σε θάνατο, ο τρίτος σε ισόβια, τρεις σε πέντε χρόνια φυλακή κι ένας σε δίχρονη φυλάκιση. Επιπρόσθετα καταδικάστηκαν όλοι σε πέντε χρόνια για εξύβριση του διοικητή της φυλακής Ακραίου (στα Γιάννινα), ενώ ο Μαρκοβίτης και σε άλλα οχτώ χρόνια για εξύβριση των στρατοδικών.

Μετά την καταδίκη τους μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αίγινας. Το γεγονός είχε προκαλέσει συγκίνηση τόσο σε πνευματικούς ανθρώπους όσο και σε μερίδα του τύπου, ακόμα και του συντηρητικού. Στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 17ης Δεκεμβρίου 1930) ένας δημοσιογράφος συνέκρινε τον Πειθαρχικό ουλαμό του Καλπακίου με τα βασανιστήρια που υφίσταντο οι αντιφρονούντες στη Σιβηρία: «Οι φυλακές της Αίγινας φιλοξενούν εδώ και πέντε μέρες τους επτά καταδικασθέντες από το Στρατοδικείον Ιωαννίνων, άλλους σε θάνατο, άλλους σε ισόβια και άλλους σε πρόσκαιρα δεσμά. Για την καταδίκη των δύο από αυτούς σε θάνατο, των Πανούση και Μαρκοβίτη, μία μεγάλη μερίς της κοινής γνώμης εξηγέρθη με επικεφαλής μίαν ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων και της επιστήμης. Σε τι τάχα διαφέρουμε από την Σιβηρία; Ανθρώπινα ράκη στο Σολόβσκυ της παγωμένης Σιβηρίας, ανθρώπινα ράκη και στον πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου. Στη Σιβηρία της Ρωσίας στέλνονται και ένοχοι, ενώ στο Καλπάκι του ελληνικού στρατού πηγαίνουν άνθρωποι τις περισσότερες φορές αθώοι ή, κι αν είναι ένοχοι, είναι ένοχοι μιας πίστεως προς μίαν ιδεολογίαν (= την κομμουνιστική) που δεν αξίζουν τα ακατανόμαστα και άθλια μέσα των ανθρώπων του πειθαρχικού ουλαμού του Καλπακίου».

Ακολούθως ο δημοσιογράφος τόνιζε την ανάγκη να κλείσει το κολαστήριο αυτό παρουσιάζοντας τις συνέπειες του τρόπου λειτουργίας του: «Είναι πέντε χρόνια τώρα που ο πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου δρα, υπάρχει και δέχεται τα θύματά του, κάτω από τις ευλογίες και τα συγχαρητήρια των ανθρώπων του πολιτισμού και της δικαιοσύνης. Αλλά τι κάμνει αυτός ο ουλαμός; Γιατί υπάρχει; Τι γίνεται εκεί πάνω; Κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε το θάρρος να το πει. Οι ψευτοανθρωπισταί, οι «περίφημοι» διανοούμενοι τον θυμήθηκαν τώρα με την καταδίκη του Πανούση και του Μαρκοβίτη. Το Καλπάκι πρέπει να λείψει. Όσοι έτυχε να πάνε για διάφορους λόγους εκεί επάνω, στην κόλαση των αλβανικών συνόρων, μιλούν με ντροπή για τα ακατανόμαστα και τραγικά μαρτύρια των στρατιωτών του ουλαμού. Το ξύλο, οι βρισιές, ο εκφυλισμός των αξιωματικών και υπαξιωματικών εις βάρος των δυστυχών θυμάτων των, η 15ωρος εργασία για την κατασκευή δρόμων, την μεταφοράν νερού και το σπάσιμο χαλικιών αποτελούν μια πολύ φτωχική και ελλιπή περιγραφή της κολάσεως του Καλπακίου. Υπάρχουν άνθρωποι που έτυχε να έχουν υπηρετήσει στον απαίσιον αυτόν ουλαμόν, παιδιά οικογενειών ή και τίμιοι, ηθικοί εργάται και οι οποίοι σήμερα έχουν τρελαθεί από τα βασανιστήρια και την αγωνία που τράβηξαν εκεί πάνω».

Οι εφτά καταδικασμένοι έκαναν έφεση κατά της αποφάσεως του Στρατοδικείου Ιωαννίνων, η οποία εκδικάστηκε στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών. Τόσο κατά την έναρξη της δίκης (τη 12η Ιανουαρίου 1931) όσο και κατά της επόμενες τέσσερις ημέρες που διήρκεσε ξεσηκώθηκαν οι εργαζόμενοι και οι διανοούμενοι της χώρας και έγιναν συγκεντρώσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό υπέρ των καταδικασμένων στρατιωτών. Μάλιστα προσήλθαν για να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης ο διαπρεπής εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πολιτικός Δημήτρης Γληνός και ο δικηγόρος Λεούσης, εκπρόσωπος της Ένωσης Νομικών (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 14ης Ιανουαρίου 1931). Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο μετρίασε την ποινή των καταδικασθέντων σε θάνατο στρατιωτών. Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης, όταν κατά τη δίκη έγιναν γνωστά τα βασανιστήρια που γίνονταν στο Καλπάκι, θορύβησαν και ορισμένους βουλευτές, οι οποίοι ζήτησαν από τον τότε υπουργό των Στρατιωτικών την κατάργηση του Πειθαρχικού ουλαμού (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλα της 27ης Ιανουαρίου 1931 και της 29ης Ιανουαρίου 1931).Όμως το «σωφρονιστήριο» του Καλπακίου διατηρήθηκε. Τη διοίκησή του την ανέλαβε το 1933 ο υπολοχαγός Κ. Πάστρας, ο οποίος με το παραμικρό έστελνε τους «απείθαρχους» στρατιώτες στο Στρατοδικείο.

Επιλογικά ο Πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου λειτούργησε από το 1924 έως το 1934. Ήταν το πρώτο πείραμα «σωφρονισμού» ή «αναμόρφωσης» κομμουνιστών και γενικότερα «απείθαρχων» στρατιωτών που διέσυρε διεθνώς τη χώρα. Έκλεισε μετά τις έντονες διαμαρτυρίες πολιτικών προσωπικοτήτων από την Ελλάδα και τη Γαλλία και τις εκκλήσεις που υπέγραψαν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Άγγελος Τερζάκης κ. ά. 

 Πηγή: chronontoulapo.wordpress.com



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου