Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ξέρεις τι είναι η έρημος αγάπη μου; Μια θάλασσα πεθαμένη

Της Μαρίας Στριγκου


Θα σπάσω _ είπες

Ασκητεύω στα πεζούλια των πόθων που σε γέννησαν. Αντάρτης στρατοκόπος των ενστίκτων που ελλοχεύουν γίνομαι. Πλάνητας και πλανεμένος αστερισμός σε ουρανό νυχτωμένο δίχως φλέβες.

Τρίζουν μέσα μου οι χθόνιες φωνές και το αίμα, που ησυχία δεν έχει. Μουρμουρίζουν οι κρυφές νεροσυρμές και τα περάσματα τα μυστικά του νερού σου. Τις νύχτες πάντα με καλούν. Εσύ το ξέρεις; Συγκοινωνούντα δοχεία οι ψυχές των ανθρώπων που ανταμώνουν στη φωτιά. Κι όσο πυρώνουν τα κάρβουνα τόσο χοχλακίζουν οι λέξεις.

Στην έρημο γεννήθηκα θυμάσαι; Με φάσκιωσε η μοίρα με αγκαθάκια ψιλά και φθονερά, σαν ερπετού δοντάκια. Όσο μ’ έσφιγγες τόσο μάτωνα. Όσο με ξέχναγες τόσο πονούσα. Κι ύστερα με απίθωσε να κοιμηθώ στο χώμα. Μ’ αλαφροίσκιωτα όνειρα νανουρισμένος ξημέρωνα και στου νερού τη χρεία εθισμένος κοιμόμουν.

Πόση απαντοχή! Και πόση αγρύπνια!

/Ξέρεις τι είναι η έρημος αγάπη μου; Μια θάλασσα πεθαμένη/

Ολόκληρο τον κόσμο δρασκέλισα στο ύστερα. Με του σκορπιού το τσίμπημα στα χείλια και της παρθένου την ευχή στην δεξιά μου παλάμη. Σε ζητούσα, διπλά στραβωμένος απ’ του κόσμου το απέραντο κι απ’ των υδάτων την πλούσια ποικιλία.

Μα η δίψα δεν μ’ άφηνε.

Στις ησυχίες τις μεγάλες του κορμιού μου, άκουγα της οδύνης το τύμπανο. Να καταμετρά καθαρά και ξάστερα τις αγίνωτες ώρες που φεύγαν. Πριν απ’ του τέλους τη σπορά και πριν απ’ του δεσίματος την ώρα. Τότε που κοπάδια πουλιά με χιονισμένο φτέρωμα ροβολούσαν αγριεμένα για τις ζέστες του Νοτιά. Κανένα δεν μ’ έπαιρνε μαζί του εμένα.

Και τότε σε ζητούσα κι ας μη σ’ ήξερα. Κι ας έδενα ποτάμια και λίμνες στων χεριών μου τους καρπούς για μια ώρα – αναγκεμένη - της ξηρασίας.

Κι ας σκάλιζα καραβάκια στα δέντρα που με προσπερνούσαν για να ‘χω να θυμάμαι τι ζητώ. Και να βλέπω, τι, η ζωή, μου φέρνει μπροστά.

Σα να ‘θελε να παίξει κι αυτή μου φαινότανε.

Κανένα δεν μ’ έπαιρνε μαζί του εμένα. Αειθαλής η φωτιά που κουβαλάω εντός μου βλέπεις. Ποτέ της δεν μερώνει. Κι ας τη φωνάζω «πράσινη» για να την καλοπιάσω.

Στο μεγάλο αντηχείο του κόσμου συναντηθήκανε οι παλμικές μας δονήσεις. Κι ας παίζαμε σε ασπρόμαυρο ταμπλό σιωπηλές μελωδίες.

Η γιορτή είχε ήδη ξεκινήσει χωρίς να ερωτηθούμε από κανέναν κριτή.

Μ’ άκουσες _ Διψώ είπα

Σ’ άκουσα _ Θα σπάσω είπες

Σπάνε ποτέ οι θάλασσες; Μονάχα φουρτουνιάζουν αγάπη μου.

Ήρθε ο καιρός να ωριμάσουν οι Αιώνες.

/Να χύνεσαι και να με πνίγεις. Να σε πίνω για να ζω./