Του Πέτρου Κατσάκου
Άπό την ΑΥΓΗ
Φάε, πουλάκι μου, το φαΐ σου. Φάε το μίσος σου να μεγαλώσεις.
«Φάε, πουλάκι μου», το φαΐ σου. Άνοιξε την τηλεόραση και πάρε για επιδόρπιο το σμήνος των «ιπτάμενων αναρχικών» που σου σερβίρουν οι ασφαλίτες της ενημέρωσης και Κυριακή απόγευμα πάρε την κοπέλα σου τη Λόλα από το χέρι και βρες ένα παγκάκι καθαρό από χημικά και μολότοφ και φίλα την ώς το επόμενο δείπνο των οκτώ. Μόνο στην Κυψέλη μην την πας, γιατί εκεί τα παγκάκια είναι πιασμένα από αλλόφυλους. Ούτε στο Σύνταγμα να πάτε, εκεί έχει κατασκηνώσει η πιο φτηνή αισθητική της Ανατολής. Πιο χαμηλά έχει ή δεν έχει, Λόλα; Να το πάρει το Ποτάμι λοιπόν αφού δεν απαντάς. Έχει και παραέχει.
Εκεί, στην παράλληλη κοινωνία που εκτονώνει το άγγιγμα της κρίσης πετώντας τραπέζια στους αφρώδεις βάρδους της Ριβιέρας μας. Εκεί που τις νύχτες τα αστραφτερά θύματα της δημοσιονομικής σταθερότητας νερώνουν τον πασιφισμό τους στα κρυστάλλινα ποτήρια μιας τερατώδους μικρότητας για να μην πνιγούν στον ίδιο τους τον εμετό.
Φάε, πουλάκι μου, το φαΐ σου. Φάε το μίσος σου να μεγαλώσεις. Κατάπιε την οργή σου εσύ κι άσε τους άλλους να ξερνούν την μπαγιάτικη υπευθυνότητα που κακοφορμίζει στο πεπτικό τους σύστημα. Αγάπα το κελλί σου, πουλάκι μου. Κι άσε τα αηδόνια του αυτοκράτορα να κελαηδούν χαρούμενα τη μελωδία της ευτυχίας τους σε σι ματζόρε. Άκου πώς κροταλίζουν αρμονικά τα καλάσνικοφ της έντεχνης πλαστικότητας. Κοίτα ποιοι είναι αυτοί που σου κρατάνε τα σαγόνια και σου τσακίζουν τα δόντια με το κουτάλι της εκδίκησης.
Είναι οι χθεσινοί δεκαεξάρηδες που κάποτε τραγουδούσαν σε κάτι παγκάκια πως «σας γαμώ τα λύκεια», αυτοί που σήμερα σε τραβάνε απ' το μανίκι βαθιά μέσα στο κώμα της απολιτικής ακινησίας. Είναι οι ίδιοι που κάποτε σιγομουρμούριζαν ότι «ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα», αυτοί που σήμερα στέκονται υπομονετικά στην ουρά μπροστά σε ΑΤΜ και TEDX. Είναι αυτοί που αφού έφαγαν και χόρτασαν την οργισμένη εφηβεία τους ώς την τελευταία της μπουκιά, μεγάλωσαν και πήραν το μπόι του οργανικού σεκιουριτά που ξαγρυπνά περιμένοντας μια «συνωμοσία του καλού» που θα έρθει να εξαγνίσει τα αμαρτήματα της νιότης τους.
Ώς τότε θα βουτούν τις πένες τους στα κοκτέιλ της στρατευμένης ουδετερότητας, ξορκίζοντας τη βία και τη μαμή που ξεγεννά οργισμένα βουτυρόπαιδα βορείων προαστίων. Θα ξεγράφουν και θα ξαναγράφουν την ιστορία οι παρέες τους θρηνώντας τα μουτζουρωμένα μάρμαρα και τις σπασμένες τζαμαρίες που τους θυμίζουν αυτό που περισσότερο μίσησαν στη ζωή τους. Τον ίδιο τους τον εαυτό.
«Φάε, πουλάκι μου», το φαΐ σου. Άνοιξε την τηλεόραση και πάρε για επιδόρπιο το σμήνος των «ιπτάμενων αναρχικών» που σου σερβίρουν οι ασφαλίτες της ενημέρωσης και Κυριακή απόγευμα πάρε την κοπέλα σου τη Λόλα από το χέρι και βρες ένα παγκάκι καθαρό από χημικά και μολότοφ και φίλα την ώς το επόμενο δείπνο των οκτώ. Μόνο στην Κυψέλη μην την πας, γιατί εκεί τα παγκάκια είναι πιασμένα από αλλόφυλους. Ούτε στο Σύνταγμα να πάτε, εκεί έχει κατασκηνώσει η πιο φτηνή αισθητική της Ανατολής. Πιο χαμηλά έχει ή δεν έχει, Λόλα; Να το πάρει το Ποτάμι λοιπόν αφού δεν απαντάς. Έχει και παραέχει.
Εκεί, στην παράλληλη κοινωνία που εκτονώνει το άγγιγμα της κρίσης πετώντας τραπέζια στους αφρώδεις βάρδους της Ριβιέρας μας. Εκεί που τις νύχτες τα αστραφτερά θύματα της δημοσιονομικής σταθερότητας νερώνουν τον πασιφισμό τους στα κρυστάλλινα ποτήρια μιας τερατώδους μικρότητας για να μην πνιγούν στον ίδιο τους τον εμετό.
Φάε, πουλάκι μου, το φαΐ σου. Φάε το μίσος σου να μεγαλώσεις. Κατάπιε την οργή σου εσύ κι άσε τους άλλους να ξερνούν την μπαγιάτικη υπευθυνότητα που κακοφορμίζει στο πεπτικό τους σύστημα. Αγάπα το κελλί σου, πουλάκι μου. Κι άσε τα αηδόνια του αυτοκράτορα να κελαηδούν χαρούμενα τη μελωδία της ευτυχίας τους σε σι ματζόρε. Άκου πώς κροταλίζουν αρμονικά τα καλάσνικοφ της έντεχνης πλαστικότητας. Κοίτα ποιοι είναι αυτοί που σου κρατάνε τα σαγόνια και σου τσακίζουν τα δόντια με το κουτάλι της εκδίκησης.
Είναι οι χθεσινοί δεκαεξάρηδες που κάποτε τραγουδούσαν σε κάτι παγκάκια πως «σας γαμώ τα λύκεια», αυτοί που σήμερα σε τραβάνε απ' το μανίκι βαθιά μέσα στο κώμα της απολιτικής ακινησίας. Είναι οι ίδιοι που κάποτε σιγομουρμούριζαν ότι «ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα», αυτοί που σήμερα στέκονται υπομονετικά στην ουρά μπροστά σε ΑΤΜ και TEDX. Είναι αυτοί που αφού έφαγαν και χόρτασαν την οργισμένη εφηβεία τους ώς την τελευταία της μπουκιά, μεγάλωσαν και πήραν το μπόι του οργανικού σεκιουριτά που ξαγρυπνά περιμένοντας μια «συνωμοσία του καλού» που θα έρθει να εξαγνίσει τα αμαρτήματα της νιότης τους.
Ώς τότε θα βουτούν τις πένες τους στα κοκτέιλ της στρατευμένης ουδετερότητας, ξορκίζοντας τη βία και τη μαμή που ξεγεννά οργισμένα βουτυρόπαιδα βορείων προαστίων. Θα ξεγράφουν και θα ξαναγράφουν την ιστορία οι παρέες τους θρηνώντας τα μουτζουρωμένα μάρμαρα και τις σπασμένες τζαμαρίες που τους θυμίζουν αυτό που περισσότερο μίσησαν στη ζωή τους. Τον ίδιο τους τον εαυτό.
Άπό την ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου