Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Αφράτο χιόνι

Αρχοντία Κάτσουρα


Μέρες τώρα προετοιμαζόταν. Είχε καθαρίσει το γραφείο και τα συρτάρια, είχε πετάξει παλιά σωληνάρια με χρώμα που είχε στεγνώσει και αχρηστευτεί.

Επιθεώρησε τα πινέλα, τα τελάρα, τα μπλοκ ακουαρέλας, τα λάδια και τα παστέλ, βρήκε και τέσσερα σωληνάρια ακριλικά σε μεταλλικές αποχρώσεις –είχε μεγάλο απόθεμα σε όλα, απομεινάρια μιας άλλης, περισσότερο ανέμελης εποχής. Τότε που ονειρευόταν ένα μεγάλο δωμάτιο-ατελιέ με χώρο για υπερμεγέθη καβαλέτα, όχι σαν το επιτραπέζιο που είχε.

Μετά βρήκε και μερικά μεγάλα κομμάτια χαρτόνι, από αυτά που φύλαγε –ποτέ δεν ξέρεις αν θα χρειαστούν. Θα χρειάζονταν, γιατί ποτέ δεν της είχε φύγει από τον νου η επιστροφή.

Και ένα Σάββατο με ρεπό και πολύ κρύο και με το μυαλό λίγο πιο ήρεμο κάθισε στην καρέκλα. Θαύμασε πόσο τακτοποιημένο ήταν το γραφείο και παρά τον φόβο –σαν αυτόν του ανθρώπου που επιστρέφει στον έρωτα έπειτα από καιρό απραξίας και κάμποσες πληγές που άργησαν να κλείσουν- ήλπισε σε λίγες ώρες να είναι αγνώριστο και παραγωγικό.

Εβαλε και το ραδιόφωνο, για συντροφιά.

Από το συρτάρι έβγαλε δύο μικρά τελάρα. Διαστάσεις 7x10 εκατοστά. Σαν πλακέ πακέτα από τσιγάρα ή σαν μικρές ατζέντες τηλεφώνων. Είχε ακόμη δύο.

Αφησε το ένα στην άκρη και το άλλο το ακούμπησε πάνω στο χαρτόνι που θα προστάτευε το ξύλο από τις απροσεξίες και τις αστοχίες. Εβγαλε και τη φωτογραφία μιας χιονισμένης λίμνης που τόσο της είχε αρέσει και τόσο ταίριαζε με την εποχή. Λευκό τοπίο, πεύκα βαριά από το χιόνι, ήρεμο νερό και δύο πάπιες που δεν έδιναν σημασία στον καιρό και απολάμβαναν τη βόλτα τους στο νερό.

«Αρχίζω από τα δύσκολα» παραδέχτηκε. «Θα μπορέσω να αποδώσω την αφρατοσύνη του χιονιού, τη γαλήνη που μου γεννά η εικόνα;». Αρχικά φοβήθηκε. Μετά δεν την πείραζε. Μικρό το τελάρο, αν δεν έβγαινε καλό, μικρό και το κακό. Και άρχισε να σκιτσάρει.

Πρώτα τα δύο μεγάλα πεύκα που έγερναν πάνω από το νερό, μετά τον φράκτη και την απέναντι ακτή. Ακόμη ένα πεύκο στο βάθος και ύστερα, τελευταία, μία πάπια –μπορεί να ήταν και κύκνος, λευκός, αφράτος, ταιριαστός με το τοπίο- να κολυμπά αμέριμνα. Αυτά χωρούσαν. Εφταναν.

Εντυπωσιάστηκε όταν διαπίστωσε ότι θυμόταν τις αναλογίες διαλυτικού και λαδιού για να αραιώσει τα χρώματα, που βρήκε γρήγορα το κατάλληλο πινέλο για κάθε επιφάνεια, που έφτιαξε τα χρώματα-οδηγούς για να πατήσει μετά με το παχύ στρώμα, αυτό που θα έκανε την εικόνα πίνακα –αν και η λέξη πίνακας ήταν μάλλον υπερβολή, λόγω των διαστάσεών του.

Η πρώτη εντύπωση ήταν μικτή –λεπτές γκριζωπές στρώσεις χρώματος και μια εικόνα σαν παιδική ζωγραφιά που ξέφυγε από τα περιθώρια. Τρομοκρατήθηκε λίγο. Μπορεί όμως να έφταιγε και το δελτίο ειδήσεων που διέκοψε το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Αυτό κι αν ήταν τρομακτικό –δεν ήθελε να ακούσει άλλο. Το έκλεισε. Μπορούσε και χωρίς αυτό. Τίποτα δεν θα τη σταματούσε.

Και πήρε πάλι στο χέρι τα πινέλα, άνοιξε ξανά τα σωληνάρια και αφέθηκε. Πρώτα τα φόντα, σταδιακά τα προβεβλημένα σημεία, η πάπια ταυτόχρονα και παράλληλα με το νερό της λίμνης. Στο τέλος τα φωτεινά σημεία, οι χιονισμένες φούντες από πευκοβελόνες, η κίτρινη και πορτοκαλί μύτη της πάπιας και οι ελάχιστες πινελιές καθαρού λευκού –θα ’ταν δεν θα ‘ταν δέκα- για να αποκτήσουν όλα προοπτική και βάθος.

Οταν το ολοκλήρωσε, σχεδόν δεν το πίστευε. Το πρώτο πράγμα που είχε ζωγραφίσει εδώ και ούτε που θυμόταν από πότε, ήταν έτοιμο. Της φάνηκε όμορφο, ότι απέκτησε ζωή δική του, πέρα από την αρχική φωτογραφία, και ότι, τελικά, άξιζε τον κόπο. Και να μην ήταν έτσι δεν την ένοιαζε. Μπορούσε ακόμα να παίζει με τα χρώματα, της έφτανε.

Πήρε μια οδοντογλυφίδα, τη βούτηξε στο κίτρινο και πορτοκαλί χρώμα και υπέγραψε με το μονόγραμμά της.

Μετά το άφησε κοντά στο καλοριφέρ για να στεγνώσει.

Πηγή: efsyn.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου