Δημήτρης Χριστόπουλος
Για το ψαράκι και πάλι. Άραγε επέζησε; Κι αν ναι, πόσο; Που κάποια στιγμή άψυχο κύλησε σε μια λεκάνη κι έπειτα κατέληξε στα πια βρώμικα νερά του Σαρωνικού. Που ο Μάριος Χάκκας το έβαλε στο βάθρο του λογοτεχνικού συμβόλου κι έπειτα και άλλοι πολλοί μίλησαν γι’ αυτό. Ξανά και ξανά.
Που ο Ταξιάρχης –Τρομάρας για τους φίλους του- αποφάσισε, Νοέμβρη μήνα με νοτιά αγριεμένο, να ρίξει δόλωμα μήπως ξεγελάσει τίποτα ψαράκια κασκαντέρ στα βράχια της Πειραϊκής. Και για μια στιγμή δίχως να το καταλάβει βρίσκεται ένα βήμα από την άκρη της θάλασσας που βρυχάται μανιασμένη. Τώρα που νιώθει τα κύματα να ραπίζουν το πρόσωπο, τα χέρια, τα πόδια του και εύχεται να ήτανε σουπιά που απλώνει το μελάνι της ή εκείνο το ψάρι με τα μεγάλα βελόνια που κανείς δεν πλησιάζει.
Στέκομαι παράμερα και τον παρατηρώ. Βάζει το χέρι στην τσέπη και πιάνει το τελευταίο του κέρμα γι’ αυτό το μήνα. Όπως κι ίδιος, ένα κέρμα στο χέρι του Θεού.
Τριάντα χρόνια χαμάλης, και τώρα στα εξήντα πέντε του δεν μπορεί να κουβαλήσει καλά καλά ούτε το σώμα του που κάθε μέρα βαραίνει όλο και πιο πολύ. Τρύπια βάρκα που μπάζει νερά. Τρύπια βάρκα, και τα ποντίκια λάκισαν. Καλύτερα λοιπόν, σκέφτεται, ψάρι ή τροφή για τα πλάσματα της θάλασσας. Μπλουμ! Τίποτα, θαρρείς και λέει σ’ ένα γλάρο που κρώζει πάνω απ’ το κεφάλι του. Τρομάρα μου -τρύπια βάρκα. Όπως και τότε που φοιτητή στο Χημικό τον σάπιζαν στο ξύλο για βδομάδες γιατί, λέει, μοίραζε μαζί με άλλους προκηρύξεις κάτω στο λιμάνι την ώρα που φεύγανε τα πλοία. Και πιο μετά, το καλοκαίρι του ’74 στην Κύπρο. Που από παντού σκάγανε βλήματα. Τα ρούχα κολλημένα στο σώμα. Γονάτισε. Φίλια πυρά, είπαν στο νοσοκομείο. Η σφαίρα μπήκε από τη μια μπάντα της κεφαλής και βγήκε από την άλλη. Τίποτα δεν πείραξε. Εξ ου και το παρανόμι. Μόνο τη μιλιά του έχασε.
Από Τρομάρας τρομαγμένος, μονολογεί και ζαρώνει, λες και έχει μαντέψει αυτό που οι άλλοι δεν βλέπουν, την ντροπή που ροκανίζει αργά και σταθερά τα τσακισμένα μυαλά, τα άνεργα χέρια, τους χιλιάδες σαν αυτόν που έχουν ήδη περάσει τη διαχωριστική γραμμή, ένας κόσμος που ολοένα συρρικνώνεται και σε λίγο θα χωρά ολάκερος σε μια βάρκα, μια τρύπια βάρκα που κάποια στιγμή θα την αφήσουν ακυβέρνητη στο πέλαγος. Σαν την πατρίδα του κι αυτή που σε ξένα χέρια ξεμακραίνει και ξεμακραίνει.
Και από τότε κάθε Νοέμβρη, το έχει συνήθειο, ένα μεγάλο κύκλο να διαγράφει από Κορυδαλλό ίσαμε την Πειραϊκή, μέχρι να καταλήξει στον Σταυρό και ψαράκια κασκαντέρ να πιάσει.
Το κέρμα αναπηδά και προσγειώνεται στην ανάστροφη της παλάμης του. Κλείνει κι ανοίγει δυο φορές τα μάτια του που τα ραντίζει του πελάγου η αλισάχνη. Η καρδιά του χτυπά δυνατά. Κουρδίζεται με τις ριπές του ανέμου. Διστάζει.
Νυχτώνει γρήγορα. Αποφασίζω να τον αφήσω στην ησυχία του. Black Friday σήμερα κι ο κόσμος σαν τα ποντίκια λακίζει.
Μια σκέψη μού τρυπά από ώρα το μυαλό. Για το ψαράκι και πάλι. Άραγε επέζησε; Κι αν ναι, πόσο; Που κάποια στιγμή άψυχο κύλησε σε κάποια λεκάνη κι έπειτα κατέληξε στα πια βρώμικα νερά του Σαρωνικού. Που ο Μάριος Χάκκας το έβαλε στο βάθρο του λογοτεχνικού συμβόλου κι έπειτα και άλλοι πολλοί μίλησαν γι’ αυτό. Ξανά και ξανά. Black Friday -για λίγο ακόμα.
Για τις τρύπιες βάρκες μιλώ.
Πηγή: artinews.gr
Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Για το ψαράκι και πάλι. Άραγε επέζησε; Κι αν ναι, πόσο; Που κάποια στιγμή άψυχο κύλησε σε μια λεκάνη κι έπειτα κατέληξε στα πια βρώμικα νερά του Σαρωνικού. Που ο Μάριος Χάκκας το έβαλε στο βάθρο του λογοτεχνικού συμβόλου κι έπειτα και άλλοι πολλοί μίλησαν γι’ αυτό. Ξανά και ξανά.
Που ο Ταξιάρχης –Τρομάρας για τους φίλους του- αποφάσισε, Νοέμβρη μήνα με νοτιά αγριεμένο, να ρίξει δόλωμα μήπως ξεγελάσει τίποτα ψαράκια κασκαντέρ στα βράχια της Πειραϊκής. Και για μια στιγμή δίχως να το καταλάβει βρίσκεται ένα βήμα από την άκρη της θάλασσας που βρυχάται μανιασμένη. Τώρα που νιώθει τα κύματα να ραπίζουν το πρόσωπο, τα χέρια, τα πόδια του και εύχεται να ήτανε σουπιά που απλώνει το μελάνι της ή εκείνο το ψάρι με τα μεγάλα βελόνια που κανείς δεν πλησιάζει.
Στέκομαι παράμερα και τον παρατηρώ. Βάζει το χέρι στην τσέπη και πιάνει το τελευταίο του κέρμα γι’ αυτό το μήνα. Όπως κι ίδιος, ένα κέρμα στο χέρι του Θεού.
Τριάντα χρόνια χαμάλης, και τώρα στα εξήντα πέντε του δεν μπορεί να κουβαλήσει καλά καλά ούτε το σώμα του που κάθε μέρα βαραίνει όλο και πιο πολύ. Τρύπια βάρκα που μπάζει νερά. Τρύπια βάρκα, και τα ποντίκια λάκισαν. Καλύτερα λοιπόν, σκέφτεται, ψάρι ή τροφή για τα πλάσματα της θάλασσας. Μπλουμ! Τίποτα, θαρρείς και λέει σ’ ένα γλάρο που κρώζει πάνω απ’ το κεφάλι του. Τρομάρα μου -τρύπια βάρκα. Όπως και τότε που φοιτητή στο Χημικό τον σάπιζαν στο ξύλο για βδομάδες γιατί, λέει, μοίραζε μαζί με άλλους προκηρύξεις κάτω στο λιμάνι την ώρα που φεύγανε τα πλοία. Και πιο μετά, το καλοκαίρι του ’74 στην Κύπρο. Που από παντού σκάγανε βλήματα. Τα ρούχα κολλημένα στο σώμα. Γονάτισε. Φίλια πυρά, είπαν στο νοσοκομείο. Η σφαίρα μπήκε από τη μια μπάντα της κεφαλής και βγήκε από την άλλη. Τίποτα δεν πείραξε. Εξ ου και το παρανόμι. Μόνο τη μιλιά του έχασε.
Από Τρομάρας τρομαγμένος, μονολογεί και ζαρώνει, λες και έχει μαντέψει αυτό που οι άλλοι δεν βλέπουν, την ντροπή που ροκανίζει αργά και σταθερά τα τσακισμένα μυαλά, τα άνεργα χέρια, τους χιλιάδες σαν αυτόν που έχουν ήδη περάσει τη διαχωριστική γραμμή, ένας κόσμος που ολοένα συρρικνώνεται και σε λίγο θα χωρά ολάκερος σε μια βάρκα, μια τρύπια βάρκα που κάποια στιγμή θα την αφήσουν ακυβέρνητη στο πέλαγος. Σαν την πατρίδα του κι αυτή που σε ξένα χέρια ξεμακραίνει και ξεμακραίνει.
Και από τότε κάθε Νοέμβρη, το έχει συνήθειο, ένα μεγάλο κύκλο να διαγράφει από Κορυδαλλό ίσαμε την Πειραϊκή, μέχρι να καταλήξει στον Σταυρό και ψαράκια κασκαντέρ να πιάσει.
Το κέρμα αναπηδά και προσγειώνεται στην ανάστροφη της παλάμης του. Κλείνει κι ανοίγει δυο φορές τα μάτια του που τα ραντίζει του πελάγου η αλισάχνη. Η καρδιά του χτυπά δυνατά. Κουρδίζεται με τις ριπές του ανέμου. Διστάζει.
Νυχτώνει γρήγορα. Αποφασίζω να τον αφήσω στην ησυχία του. Black Friday σήμερα κι ο κόσμος σαν τα ποντίκια λακίζει.
Μια σκέψη μού τρυπά από ώρα το μυαλό. Για το ψαράκι και πάλι. Άραγε επέζησε; Κι αν ναι, πόσο; Που κάποια στιγμή άψυχο κύλησε σε κάποια λεκάνη κι έπειτα κατέληξε στα πια βρώμικα νερά του Σαρωνικού. Που ο Μάριος Χάκκας το έβαλε στο βάθρο του λογοτεχνικού συμβόλου κι έπειτα και άλλοι πολλοί μίλησαν γι’ αυτό. Ξανά και ξανά. Black Friday -για λίγο ακόμα.
Για τις τρύπιες βάρκες μιλώ.
Πηγή: artinews.gr
Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου