Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Ο πρώτος νόμος της θερμοδυναμικής

Γελωτοποιός


«Η ενέργεια δεν μπορεί να δημιουργηθεί ούτε να καταστραφεί, μπορεί μόνο να μετατραπεί απ’ τη μια μορφή στην άλλη».

~~~~

«Έχεις δει την πιο γνωστή φωτογραφία του Βόγιατζερ;»

«Μμ, δεν ξέρω… Είναι πονηρή;»

Του λέει αυτό κι ανοίγει τα πόδια της αργά. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού κι εκείνος απέναντι, σε μια καρέκλα με το λογότυπο του ξενοδοχείου.

Φοράει κοντή δερμάτινη φούστα που την έχει ανεβάσει όσο γίνεται. Το εσώρουχο της είναι ένα λεπτό σχοινί.

«Εξαρτάται πώς θα το δεις», της λέει.

«Εσύ πώς το βλέπεις;»

Του λέει αυτό και κατεβάζει το χέρι της, παραμερίζει το σχοινί και αφήνει να φανεί το christina-piercing.

«Αστράφτει», λέει εκείνος.

«Μπορείς να παίξεις μαζί του.»

«Αλλά είναι ένας μικροσκοπικός κόκκος.»

«Η κλειτορίδα μου;»

«Η Γη.»

Τον κοιτάει.

Εκείνος λέει:

«Ο Βόγιατζερ είναι το μόνο ανθρώπινο κατασκεύασμα που βγήκε απ’ το ηλιακό μας σύστημα. Εκτοξεύτηκε το 1977. Έφτασε στα όρια του συστήματος το 1990. Τότε γύρισαν την κάμερα και τράβηξαν φωτογραφίες απ’ αυτό που άφηνε.»

Εκείνη κλείνει τα πόδια της κι ανάβει τσιγάρο. Εκείνος συνεχίζει.

«Σε μια απ’ αυτές φαίνεται η Γη. Τυχαία έγινε, τον Ήλιο φωτογράφιζαν. Ε, λοιπόν, ο Ήλιος από δέκα δισεκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά μοιάζει με φως τόσο λαμπρό όσο αυτή η λάμπα.»

Της δείχνει τη λάμπα που φωτίζει ασθενικά το δωμάτιο.

«Έχει και κόκκινη», λέει εκείνη. «Αν πατήσουμε αυτό…»

«Κι η Γη ξέρεις πώς φαίνεται;» τη διακόπτει.

«Ανυπομονώ ν’ ακούσω», του λέει βαριεστημένα.

«Είναι ένας κόκκος, μια pale blue dot, ένα πίξελ, άντε δύο, χαμένος μέσα στο απόλυτο μηδέν, στην απόλυτη ψυχρότητα του διαστήματος.»

«Μη μου λες για κρύο. Αμέσως τσιτώνουν οι ρώγες μου.»

Τραβάει λίγο το μπλουζάκι της και του δείχνει. Έχει μεγάλο στήθος, αληθινό. Οι ρώγες της είναι σκούρες.

«Να σου πω κι εγώ λίγες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις;» τον ρωτάει.

«Τι πράγμα;»

«Το ξέρεις ότι οι ρώγες είναι το ίδιο χρώμα με τα χείλη του μουνιού; Σε κάθε γυναίκα. Γι’ αυτό και πρέπει να βάζουμε τέτοιο κραγιόν, σ’ αυτό το χρώμα. Για να ξέρετε ότι αυτό που θα φιλήσετε πάνω θα το φιλήσετε και κάτω.»

Γελάει και δοκιμάζει το Κοσμοπόλιταν που της έφεραν. Της το έχουν φτιάξει με χυμό βύσσινο. Δεν της αρέσει. Εκείνος πίνει Λαγκαβούλιν με μια σταγόνα νερό. Δεν καπνίζει.

«Είχε παρουσιάσει τη φωτογραφία ο Καρλ Σάγκαν», συνεχίζει.

«Κάπου τον ξέρω αυτόν.»

«Μπορεί, ήταν και στην τηλεόραση κάποτε.»

«Ε, ναι, από κει. Ηθοποιός είναι;»

«Κι έλεγε ο Σάγκαν ότι αυτή η χαμένη στο διάστημα μπλε κουκίδα είναι το σπίτι όλων των ανθρώπων.»

«Ωραίο», κάνει εκείνη αδιάφορα.

Σηκώνεται και πάει στον καθρέφτη του δωματίου. Κοιτιέται και φτιάχνει το μακιγιάζ της.

«Κι είχε πει ο Σάγκαν: Όλες οι επαναστάσεις κι οι πόλεμοι, έγιναν πάνω σ’ αυτή την κουκκίδα. Όλα τα αριστουργήματα κι όλα τα εγκλήματα έγιναν εκεί. Οπότε, τι σημασία έχουν για το σύμπαν όσα κάνουμε;»

Σταματάει και περιμένει την αντίδραση της.

«Παντρεμένος είσαι;» τον ρωτάει.

«Τι σχέση… Γιατί; Παίζει κάποιο ρόλο αυτό;»

«Όχι και πολύ. Όταν πληρώνεις δεν παίζει κανέναν ρόλο.»

«Νομίζεις ότι είμαι κάποιος κακομοίρης που θέλει μόνο να μιλήσει, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι ακούγεται.»

«Μην ανησυχείς. Θα σε γαμήσω κανονικά. Γι’ αυτό πληρώνω.»

«Αλλά πληρώνεις με την ώρα.»

«Κι εσύ βιάζεσαι;»

«Καθόλου. Αλλά κι ο Σήγκαλ, να το ξέρεις, πιάνεται στην ώρα.»

«Σάγκαν.»

«Ταρλαντάμ Ταρλαντούμ, whatever.»

«Δεν σου αρέσουν αυτά που λέω;»

«Εσένα δεν σου αρέσουν αυτά που βλέπεις;»

Σκύβει πάνω στο έπιπλο του καθρέφτη και σηκώνει τη φούστα. Τουρλώνει τον κώλο της και λυγίζει ελαφρά το ένα γόνατο. Γυρνάει και τον κοιτάζει. Δαγκώνει τα χείλη της και δίνει ένα χτύπημα στον κώλο της.

«Έλα, δε θες να το κάνεις κι εσύ;»

«Θα ήθελα… να μάθω το αληθινό σου όνομα», της λέει χωρίς να σηκωθεί απ’ την καρέκλα.

«Μαίρη-Ανν, στο είπα.»

«Το αληθινό.»

«Το πήρα απ’ το αγαπημένο μου βιβλίο. Είναι μια υπηρέτρια. Αλλά είναι δικό μου. Σε νοιάζει;»

«Πολύ.»

«Εσένα δηλαδή είν’ αληθινό; Ορλάντο; Έλα τώρα.»

«Μπορεί να το πήρα κι εγώ από βιβλίο. Έλα, ξάπλωσε στο κρεβάτι.»

«Να γδυθώ;»

«Όχι ακόμα.»

Η Μαίρη-Ανν ξαπλώνει.

«Θες να κάνω ότι κοιμάμαι;»

«Όχι. Θέλω να το κάνεις μόνη σου.»

«Να χαϊδευτώ και να με βλέπεις;»

«Ναι, το θέλω.»

«Να χώσω τα δάκτυλα μου στο μουνάκι μου, αυτό θέλεις;»

«Ναι, το θέλω.»

«Τι άλλο θες; Πες μου.»

«Το όνομα σου, το κανονικό.»

«Αυτό θα σε φτιάξει;»

«Ναι.»

«Χέβενλι.»

«Χέβενλι;»

«Ναι, έτσι με λένε: Χέβενλι.»


ΠΡΩΤΟΣ ΝΟΜΟΣ

Ο Κ.Π. βρέθηκε νεκρός στο εξοχικό του. Το θύμα είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι, σχεδόν εξ επαφής.
Τα μάγουλα του είχαν κοπεί με αιχμηρό αντικείμενο, έτσι ώστε να σχηματίζεται στο πρόσωπο του κάτι σαν χαμόγελο.

Ο Κ.Π. ήταν ένας απ’ τους βασικούς μάρτυρες της υπόθεσης ROON2, του φορτηγού πλοίου που μετέφερε 3 τόνους ηρωίνης.

Η αστυνομία ερευνά την υπόθεση.


«Σταμάτα!» της λέει ο Ορλάντο.

«Τι έγινε;»

«Δεν το κάνεις πειστικά.»

«Δεν το κάνω…» Γελάει και σηκώνεται. «Μωρό μου, άνετα θα ‘παιρνα όσκαρ αυνανισμού.»

Εκείνος δεν πείθεται. Της κάνει νόημα να σταματήσει. Η Χέβενλι τσαντίζεται. Κάθεται οκλαδόν στο κρεβάτι κι ανάβει τσιγάρο. Κοιτάει απ’ την άλλη.

«Τι σ’ αρέσει να σου κάνουν;» τη ρωτάει.

«Να με πληρώνουν», λέει η Χέβενλι κοιτώντας πάντα απ’ την άλλη.

«Σωστό. Όλοι αυτό κάνουμε.»

Η Χέβενλι τον κοιτάει.

«Εσένα σ’ αρέσει η δουλειά σου; Τι κάνεις;»

Δείχνει τον Mont Blanc Sartorial χαρτοφύλακα.

«Αυτός κάνει ενάμιση χιλιάρικο, σίγουρα. Και το ρολόι… Hublot;»

«Omega Constellation», λέει ο Ορλάντο.

«Ουάου! Εφτά χιλιάρικα στο νερό. Οκέι, τραπεζικός δεν είσαι.»

«Όχι.»

«Δικηγόρος ίσως. Ή… μάνατζερ;»

«Είμαι φιλόσοφος.»

Η Χέβενλι περιμένει για λίγο, να δει αν της κάνει πλάκα. Μετά γελάει τρανταχτά, κάπως πρόστυχα. Σηκώνεται και πιάνει το κινητό της.

«Πέρασε η πρώτη ώρα, κύριε… φιλόσοφε.»

«Δε με πειράζει.»

«Πειράζει εμένα. Αν θες να συνεχίσουμε άλλα εκατό. Τώρα.»

Ο Ορλάντο δεν ταράζεται. Ανοίγει τον Sartorial, βγάζει το πορτοφόλι του και ξεχωρίζει ένα κίτρινο χαρτονόμισμα. Της το δίνει.

«Για άλλες δυο ώρες», της λέει.

«Εκατόν είκοσι λεπτά, εφτά χιλιάδες διακόσια δευτερόλεπτα… Εφτά χιλιάδες εκατόν ενενήντα εννιά, εφτά χιλιάδες εκατόν ενενήντα οκτώ, να παραγγείλω άλλο ένα ποτάκι; Κερνάς; Ναι; Εσύ θες;»

«Είμαι καλά.»

«Σε λένε Ορλάντο κι είσαι καλά, ε;»

Παίρνει τη ρεσεψιόν. Ζητάει ένα κοσμοπόλιταν με χυμό κράνμπερι, το τονίζει, κράνμπερι. Περιμένει να ρωτήσουν την κοπέλα-στο-μπαρ. Μετά της λένε ότι δεν έχουν κράνμπερι. Η Χέβενλι τσαντίζεται. Τους λέει ότι είναι ξενοδοχείο του κώλου. Ζητάει διπλή βότκα, Rammstein, με λεμόνι. Χυμό λεμόνι, σε χαμηλό, όχι λεμονίτα. Τους το κλείνει.

«Δεν είσαι από ‘δω», της λέει ο Ορλάντο.

«Όχι, σπουδάζω. Πού το ξέρεις;»

«Είπες λεμονίτα. Εδώ τη λένε λεμονάδα.»

«Λεμονίτα, λεμονάδα, τι διαφορά έχει;»

«Κάθε λέξη έχει σημασία.»

Η Χέβελνι κάνει μια κίνηση απαξίωσης. Πάει στο παράθυρο και κοιτάει έξω.

«Πάντα αναρωτιόμουν τι κάνουν οι φιλόσοφοι. Τι κάνετε; Ψάχνετε για το νόημα της ζωής;»

«Η ζωή δεν έχει νόημα. Pale blue dot.»

«Τι έχει; Ο θάνατος;»

Ο Ορλάντο χαμογελάει. Για πρώτη φορά.

«Ναι. Θα μπορούσες να το πεις αυτό. Ναι, κάποιες φορές, ίσως πάντα, ο θάνατος έχει πιο μεγάλη σημασία απ’ τη ζωή. Ζούμε κάθε μέρα. Και νύχτα. Τόσα χρόνια, τόσες μέρες, τόσες ώρες.»

«Και λεπτά.»

«Ναι. Και ποτέ δεν σκεφτόμαστε ότι ζούμε. Μετά πεθαίνεις, μια στιγμή κρατάει, και φωνάζεις: Πωπω, πεθαίνω!»

Αυτό το τελευταίο το λέει δυνατά, κουνώντας τα χέρια του κωμικά.

«Whatever. Μόνο μην αυτοκτονήσεις τις επόμενες δυο ώρες.»

«Δεν το είχα σκοπό.»

«Λέω… Δεν θέλω να μπλέκω με μπατσαρίες.»

«Τι σπουδάζεις;»

Η Χέβενλι πάει να του πει. Αλλάζει γνώμη. Σουφρώνει τα χείλη και τον κοιτάει προκλητικά.

«Lap dance. Να σου χορέψω;»

Βάζει μουσική στο κινητό της, το Partition της Μπιγιονσέ. Ξεκινάει να χορεύει. Κάνει μια αργή στροφή και βάζει τα χέρια της στα γόνατα του. Σκύβει χαμηλά μέχρι κάτω. Μετά γυρνάει πίσω τη μέση της και λικνίζεται σαν φίδι. Τον καβαλάει για λίγο. Μετά του γυρνάει την πλάτη και σκύβει μέχρι που το κεφάλι της ν’ αγγίξει το πάτωμα. Του χώνει τον κώλο της στο πρόσωπο του.

«Πιάσε με», λέει στον Ορλάντο. «Είμαι δική σου.»

Εκείνος σηκώνει το αριστερό χέρι.

Μετά, απότομα, τη σπρώχνει και βάζει το χέρι του μέσα στη Sartorial, ακριβώς τη στιγμή που ακούγεται χτύπημα στην πόρτα.

[Φωνή απέξω] «Η παραγγελία σας απ’ το μπαρ.»

«Χαλάρωσε, φιλόσοφε», κάνει η Χέβενλι. «Μου φέραν το ποτό, χαλάρωσε.»

Φτιάχνει τα ρούχα της, πηγαίνει στην πόρτα κι ανοίγει τη μισή, παίρνει το ποτό της, «το τιπς στο τρίτο», του λέει, κλείνει την πόρτα, κλειδώνει, ανάβει τσιγάρο, δοκιμάζει το ποτό.

«Καλό», λέει στον καθρέφτη. Μετά στον Ορλάντο: «Εσύ σίγουρα είσαι παντρεμένος, ε;»

«Γιατί το λες;»

«Πολύ τρομάζεις. Δεν το ‘χεις ξανακάνει;»

«Ποιο;»

«Να νοικιάσεις συνοδό.»

«Έτσι αυτοαποκαλείσαι;»

«Με εκατό ευρώ την ώρα αποκαλούμαι όπως θες, γλύκα.»

«Πουτάνα;»

Η Χέβενλι χάνει την ψυχραιμία της για λίγο, για μια αστραπή. Μετά χαμογελάει πάλι, ψεύτικα, σαν να υποκρίνεται οργασμό.

«Whatever. Εσύ πληρώνεις, εσύ αποφασίζεις, εσύ έχεις τον έλεγχο.»

«Τον έχω;»

«Φιλόσοφος είσαι. Σκέψου. Κι εγώ θα σου χορεύω.»

Πίνει το μισό ποτό μονορούφι. Έπειτα αφήνει το ποτήρι και βάζει μουσική στο κινητό. Whenever, Wherever, της Σακίρα. Χορεύει διαφορετικά, πιο ανατολίτικα.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΟΜΟΣ

Ταυτοποιήθηκε η σωρός του Δ.Ζ, του φορτηγατζή που βρέθηκε δολοφονημένος σε πάρκινγκ της Εγνατίας Οδού.

Το πτώμα του Δ.Ζ. βρέθηκε ακέφαλο.

Το κεφάλι ανακαλύφτηκε μετά από εκτεταμένες έρευνες, 8 χιλιόμετρα μακριά, πάνω σ’ ένα δέντρο.
Αιτία θανάτου: Πυροβολισμός εξ επαφής στο κεφάλι.

Ο αποκεφαλισμός έγινε μετά.


Η Χέβενλι είναι στο κρεβάτι και αυνανίζεται. Ο Ορλάντο την κοιτάει, απ’ την καρέκλα. Είναι ακόμα ντυμένος, αλλά έχει ιδρώσει, οι κόρες των ματιών του έχουν ανοίξει διάπλατα, βαριανασαίνει.

«Έλα, θέλω να με γαμήσεις, έλα.»

Ο Ορλάντο δεν αποκρίνεται.

«Σε θέλω, τώρα.»

«Θέλω να σε δω να τελειώνεις.»

«Μόνη μου; Έλα.»

«Θέλω να σε δω να τελειώνεις.»

Η Χέβενλι συνεχίζει, με περισσότερη ένταση. Σαλιώνει τα δάχτυλα του αριστερού χεριού. Κλείνει τα μάτια. Δεν υποκρίνεται. Βγάζει μερικούς μικρούς ήχους, σαν παγιδευμένο ζώο, μετά ξεκινάει να χτυπιέται, σαν ηλεκτροσόκ, και να μουγκρίζει, ώσπου φωνάζει και τελειώνει.

Ο Ορλάντο την κοιτάζει χωρίς να παίρνει τα μάτια του.

Έπειτα η Χέβενλι χαλαρώνει, γελάει.

«Αυτό ήταν ωραίο», λέει στον Ορλάντο.

«Le petit mort.»

«Παρντόν;»

«Έτσι το λένε στα γαλλικά. Le petit mort.»

«Το μόνο που ξέρω στα γαλλικά είναι το voulez vous couchez avec moi».

«Ο μικρός θάνατος. Έτσι το λένε.»

Η Χέβενλι του γυρίζει την πλάτη. Ψάχνει για τα τσιγάρα της στο κομοδίνο. Ελέγχει και την ώρα στο κινητό.

«Η μεγάλη ζωή, έτσι θα ‘πρεπε να το λένε.»

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή, σκέψου ‘το, φιλόσοφε. Υπάρχει τίποτα πιο μεγάλο απ’ τον οργασμό;»

«Η σκέψη.»

«Καλό! Χαχα.»

«Πόσων χρονών είσαι;»

«Πόσο θες να ‘μαι;»

Ο Ορλάντο σηκώνεται και πηγαίνει προς την τουαλέτα. Κοντοστέκεται.

«Σπουδάζεις οικονομικά. Κάνεις χορό από μικρή. Είσαι απ’ την Πελοπόννησο, ίσως Κορινθία. Ο πατέρας σου έχει πεθάνει. Η μητέρα σου δουλεύει τι; Καθαρίστρια; Κάτι τέτοιο. Κάτι για τρία ευρώ την ώρα. Είσαι είκοσι δύο.»

Μπαίνει στην τουαλέτα και κλείνει την πόρτα. Ακούγεται να κατουράει. Η Χέβενλι σηκώνει το κινητό της και στέλνει ένα μήνυμα. Μετά πηγαίνει στον χαρτοφύλακα του Ορλάντο. Τον ανοίγει και κοιτάει μέσα.


ΤΡΙΤΟΣ ΝΟΜΟΣ

Βρέθηκε το πτώμα άντρα στον Αξιό ποταμό.

Το θύμα, άγνωστης ταυτότητας, είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι πριν ριχτεί στο νερό.

Η βαλιστική εξέταση έδειξε ότι το έγκλημα έγινε με το ίδιο όπλο που είχαν γίνει δύο προηγούμενες δολοφονίες.

Η αστυνομία ερευνά το ενδεχόμενο κατά συρροή δολοφόνου.


Ο Ορλάντο βγαίνει απ’ την τουαλέτα σκουπίζοντας τα χέρια του.

«Ξέρεις τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής;» τη ρωτάει.

«Δεν είναι τόσο ωραίος όσο ο τέταρτος.»

«Α, φυσική σπουδάζεις.»

«Πού το κατάλαβες;»

«Δεν υπάρχει τέταρτος νόμος.»

«Βάζεις στοίχημα;»

Η Χέβενλι πάει στον καθρέφτη. Βγάζει το κραγιόν της και γράφει πάνω του μια εξίσωση.

«Δεν σε λένε Χέβενλι.»

«Ούτε εσένα Ορλάντο.»

«Ποιο είναι το αγαπημένο σου ευαγγέλιο;»

«Του Ιωάννη. Εν αρχή ην ο Λόγος.»

«Κι αγαπημένη γεύση παγωτού;»

«Τσιχλόφουσκα.»

«Πάρε μου μια πίπα.»

Η Χέβενλι σκύβει μπροστά του. Του ξεκουμπώνει το παντελόνι. Του κατεβάζει το μποξεράκι. Βλέπει ένα ξυρισμένο μουνί. Προσποιείται ότι του παίρνει πίπα, κάνοντας τις κινήσεις στον αέρα. Ο Ορλάντο βογκάει. Η Χέβενλι το κάνει όλο και πιο γρήγορα. Ο Ορλάντο λέει: Γαμώ τον Χάμπντι Ντάμπντι. Και προσποιείται ότι χύνει. Η Χέβενλι καταπίνει φανταστικά χύσια και μετά σκουπίζει τα χείλη της. Ο Ορλάντο κάθεται στην καρέκλα.

«Γιατί κουβαλάς όπλο;» του λέει δείχνοντας προς την Sartorial. «Φθόνος του πέους;»

«Ψυχολογία σπουδάζεις;»

«Σπάνια.»

«Και πιο συχνά τι;»

«Διαμεσολαβητής.»

«Μέντιουμ;»

«Δεν υπάρχουν φαντάσματα.»

Η Χέβενλι πάει στην τουαλέτα. Δεν κλείνει την πόρτα. Κάθεται στη λεκάνη.

«Πες μου μια ιστορία», λέει στον Ορλάντο. «Μ’ αρέσει να διαβάζω στην τουαλέτα.»

«Θες να σου πω τα συστατικά ενός σαμπουάν;»

«Όχι, κάτι για φαντάσματα.»

«Εντάξει. Στη Νέα Γουινέα είχαν πάει Άγγλοι θαλασσοπόροι. Οι αυτόχθονες πρώτη φορά έβλεπαν λευκούς. Φοβήθηκαν. Νόμιζαν ότι είναι φαντάσματα. Τους έστρωσαν τραπέζι. Το επόμενο πρωί τους περίμεναν να πάνε να χέσουν. Τότε, αφού τα κάνανε, πήγε ο μάγος της φυλής και μύρισε τα σκατά τους. Εντάξει, είπε, άνθρωποι είναι, τα σκατά τους μυρίζουν σαν τα δικά μας.»

«Και τους σκότωσαν;»

«Τους έφαγαν μάλλον.»

Η Χέβενλι σηκώνεται και σκουπίζεται. Κοιτιέται στον καθρέφτη του μπάνιου. Παίρνει ένα ξυραφάκι και ξυρίζει τα φρύδια της. Μετά, με το μολύβι, φτιάχνει δυο λεπτές γραμμές.

«Να με λες Μάρλεν», λέει όταν βγαίνει.

«Κι εσύ τότε να με λες Αλίκη.»

«Δεν θες αντρικό όνομα; Προφέσορ Ούνρατ.»

«Μπα. Οι άντρες είναι βαρετοί. Μπλα μπλα μπλα. Στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη ηλίθιοι.»

«Χρήσιμοι ηλίθιοι.»

Η Μάρλεν παίρνει τηλέφωνο.

«Γεια σας, κωδικός 1431. Θα ήθελα να μου στείλετε έναν άντρα, τώρα, στη διεύθυνση που σας έστειλα πριν. Πώς να είναι; Ψηλός, ξανθός, γυμνασμένος και καβλωμένος. Μουσάτος, αν έχετε. Αλλά να ‘ρθει τώρα.»

Το κλείνει

«Θα γαμηθείς μαζί του;» ρωτάει η Αλίκη.

«Πρωκτικό μόνο.»

«Μην τον αφήσεις να σε γλείψει αν έχει μούσια.»

«Αν δεν έχει;»

«Αν δεν έχει πυροβόλησε τον.»

«Πολύ χαζό. Μας είδαν.»

«Είδαν έναν γκριζομάλλη Ορλάντο κι ένα πορνίδιο Χέβενλι. Θα φύγει μια αυστηρή Μάρλεν κι η κόρη της.»

Η Αλίκη βγάζει το αντρικό πουκάμισο. Δεν φοράει σουτιέν. Έχει μικρό στήθος και στις ρώγες ένα Χ με μονωτική ταινία.

«Σωστά», κάνει η Μάρλεν. «Αλλάξαμε.»

«Όλα αλλάζουν. Πρώτος νόμος της θερμοδυναμικής.»

«Κι όλα τα ίδια μένουν.»

«Τέταρτος νόμος;»

«Παπάζογλου.»

«Ωσαννά.»

Βγάζει και το παντελόνι. Μένει με το μποξεράκι.

«Αυτό θα το κρατήσεις;» της λέει η Μάρλεν δείχνοντας το αντρικό εσώρουχο.

«Όχι, με καταπιέζει πατριαρχικά», κάνει η Αλίκη και γελάει. Το βγάζει.

Η Μάρλεν ανοίγει την τσάντα της και βγάζει μια κοντή μαθητική φούστα, άσπρες μακριές κάλτσες κι ένα μπλουζάκι που μοιάζει με ναυτικό.

«Να κάνεις και κοτσιδάκια», λέει η Μάρλεν.

«Τοποτάμι, τοποτάμι», κάνει η Αλίκη αστεία, ενώ τραβάει τα μάτια της να γίνουν σχιστά.

Ντύνεται σαν γιαπωνέζα μαθήτρια. Η Μάρλεν καπνίζει.

Ακούγεται χτύπημα στην πόρτα. Ανοίγει η Μάρλεν. Μπαίνει ένας ψηλός, μουσάτος, μελαχροινός.

«Γεια σας, κορίτσια. Με στείλανε απ’ το γραφείο.»

Χαμογελάει πονηρά κι αυτάρεσκα.

Η Μάρλεν τσαντίζεται.

«Είπα ξανθός! ΞΑΝΘΟΣ!»

Ανοίγει την Sartorial. Βγάζει ένα Μακάροφ με σιγαστήρα και του το κολλάει στο μέτωπο. Εκείνος παγώνει στη θέα του όπλου.

«Σκέψου γρήγορα», του λέει. «Τι κοινό έχουν ένα κοράκι κι ένα γραφείο;»

«Μα…» κάνει ο άντρας, ενώ κάτουρα τρέχουν απ’ το παντελόνι του.

«Μίλα ή πεθαίνεις!» του φωνάζει η Μάρλεν. «Πες ό,τι ανοησία σου ‘ρθει στο μυαλό. Τι κοινό έχουν ένα κοράκι κι ένα γραφείο; »

«Το κοράκι δεν ξέρει ποδήλατο. Το γραφείο είναι ξύλινο. Το ποδήλατο δεν ξέρει γραφείο.»

Η Μάρλεν οπλίζει φωνάζοντας: «ΚΑΙ; ΚΑΙ;»

Ο μουσάτος συμπληρώνει: «Το κοράκι δεν είναι ξύλινο.»

Και κλείνει τα μάτια.

Η Αλίκη αρχίζει να χειροκροτάει. Αργά στην αρχή, κανονικά μετά.

«Μα τις χίλιες γλώσσες των ψόφιων Βρετανών! Το βρήκε!»

«Το βρήκε», λέει κι η Μαρλέν. «Το βρήκε.»

Ο μουσάτος ανοίγει τα μάτια. Η Μάρλεν του τινάζει το κεφάλι. Τον κοιτάνε για λίγο στο πάτωμα.

«Θα μπορούσε να κάνει πολλά στη ζωή του», λέει η Αλίκη.

«Πολλά λάθη.»

«Αλλά και σωστά.»

«Να βρει τον πέμπτο νόμο της θερμοδυναμικής;»

«Θα μπορούσε.»

«Θα μπορούσε, αν είχε το μυαλό του μες στο κεφάλι του.»

«Αλόνζ ανφάντ ντε λα πατρί εξετερά και τα λοιπά.»

Η Αλίκη του βάζει ένα λευκό τριαντάφυλλο στη τρύπα που έχει στο μέτωπο.

Η Μάρλεν πετάει το όπλο στο κρεβάτι και βγάζει τα ρούχα της.


Τέταρτος Νόμος

Βρέθηκε τέταρτο θύμα του κατά συρροή δολοφόνου, που ο τύπος του έδωσε το όνομα Λούις Κάρολ, αφού όλες οι δολοφονίες σχετίζονται με το βιβλίο του Βρετανού συγγραφέα «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων».

Ο νεκρός V.K. είναι Πακιστανός πολίτης, που διέμενε νόμιμα στη χώρα μας.

Το πτώμα του βρέθηκε σε διαμέρισμα, στην περιοχή του Βαρδάρη.

Είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι εξ επαφής.

Στο στόμα του είχαν τοποθετηθεί (πιθανότατα μετά τον θάνατο του) φέτες μπέικον και μεγάλη ποσότητα από πιπέρι.

Η αστυνομία ερευνά την υπόθεση.


Η Μάρλεν έχει φορέσει ένα στενό και αυστηρό ταγιέρ, σαν να πρόκειται να πάρει μέρος στη σημαντικότερη δίκη της καριέρας της.

«Ήμουν άτακτη μαθήτρια», της λέει η Αλίκη.

«Πάντα είσαι», λέει η Μάρλεν.

«Θα με τιμωρήσεις;»

«Θα πάθεις αυτό που σου αξίζει», λέει και της δίνει ένα χαστούκι.

«Μόνο αυτό;»

Η Μάρλεν πάει στον χαρτοφύλακα και βγάζει ένα spanking-paddle.

«Πάρε θέση, μικρή αμαρτωλή. Κι όσο θα σε τιμωρώ να προσεύχεσαι στον Θεό να σε συγχωρήσει.»

Η Αλίκη σκύβει μπροστά κι ακουμπάει τα χέρια της στον τοίχο. Η Μάρλεν της σηκώνει τη φούστα.

«Μέτρα μαζί μου. Ένα.»

Την χτυπάει στον κώλο. Εκείνη βογκάει.

«Η ενέργεια δεν μπορεί να δημιουργηθεί ούτε να καταστραφεί, μπορεί μόνο να μετατραπεί απ’ τη μια μορφή στην άλλη. Πες το!»

«Η ενέργεια δεν μπορεί…»

Τη χτυπάει ξανά.

«Πιο δυνατά! Δύο: Δεν υπάρχουν αεικίνητα.»

Τη χτυπάει.

«Δύο! Όχι αεικίνητα.»

«Τρίτος νόμος. Η εντροπία στο απόλυτο μηδέν είναι μηδέν. Πες το.»

Τη χτυπάει.

Η Αλίκη κλαίει και λέει ψιθυριστά τον τρίτο νόμο.

«Μην κλαις πολύ, γιατί θα πνιγείς μέσα στα δάκρυα σου, Αλίκη. Αυτή η μπλε κουκκίδα, με τ’ αριστουργήματα και τα εγκλήματα, δεν είναι για κλαψιάρικα κοριτσάκια.»

Τη χτυπάει πάλι.

«Πες το!»

«Μην κλαις πολύ…»

Τη χτυπάει.

«Πες: Τα παιδιά κάτω στον κάμπο κυνηγάνε τον τρελό. Πες το!»

«Τα παιδιά κάτω στον…»

Ακούγεται χτύπημα στην πόρτα.

Φωνή απέξω: «Είμαι ο υποδιευθυντής του ξενοδοχείου.»

«Υποδιευθυντής», κάνει η Μάρλεν. «Αδιανόητο. Η Αλεξάντρα ντελ Λάγκο δεν μιλάει με υποδιευθυντές ξενοδοχείων. Ούτε με διευθυντές καν. Ίσως με ιδιοκτήτες.»

Φωνή απέξω: «Μας κάνουν παράπονα για υπερβολικό θόρυβο και… Παράξενο θόρυβο.»

Η Αλίκη τσαντίζεται: «Παράξενο θόρυβο… Δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτό. Τι είναι ο παράξενος θόρυβος;»

Πηγαίνει στο κρεβάτι και παίρνει το όπλο.

«Δικός μου», της λέει η Μαρλέν.

Παίρνει το όπλο, το κρύβει πίσω απ’ την πλάτη της κι ανοίγει λίγο, μισή, την πόρτα.

«Τι πρόβλημα έχεις, υποδιευθυντή;»

«Να», κάνει εκείνος ενώ την κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω. «Μας είπαν ότι…»

«Ποιοι; Ποιοι σας είπαν ότι;»

«Οι πελάτες. Ότι…»

«Ποιοι πελάτες ότι;»

«Οι πελάτες…»
«Ξέρετε με ποια μιλάτε;»

«Ορίστε;»

«Είμαι η πριγκίπισσα Κοσμονόπολις.»

«Ποια;»

Η Αλίκη φωνάζει από μέσα:

«Το γλυκό πουλί της νιότης, ηλίθιε.»

«Τι;» κάνει ο διευθυντής.

Η Αλίκη εξαγριώνεται. Αρπάζει το όπλο απ’ την Μάρλεν και ανοίγει την πόρτα διάπλατα. Ο υποδιευθυντής βλέπει την γιαπωνέζα μαθήτρια. Μετά βλέπει στο πάτωμα τον ψηλό, μουσάτο, μελαχρινό, χωρίς μυαλό στο κεφάλι. Κάνει ένα βήμα πίσω.

«Τένεσι Ουίλιαμς», του λέει και του κολλάει το όπλο στο μέτωπο.

«Σας παρακαλώ, έχω οικογένεια.»

«Έχει οικογένεια», λέει η Αλίκη στη Μάρλεν.

«Και δυο παιδιά.»

«Έχει και παιδιά», λέει η Αλίκη στη Μάρλεν.

«Σκύλο έχεις;» τον ρωτάει η Μάρλεν.

«Έχω, έχω», κάνει ο διευθυντής.

«Τους μισώ τους σκύλους», λέει η Αλίκη.

Και τον πυροβολεί.

Ανοίγει μια πόρτα στο διάδρομο. Ένας μεγαλόσωμος τύπος βγάζει το κεφάλι του. Η Αλίκη πάει κατά πάνω του, με το όπλο να τον σημαδεύει.

«Μήπως έχεις κι εσύ σκύλο;» του λέει.

Εκείνος το αρνείται κουνώντας το κεφάλι.

«Γάτα;»

Εκείνος το παραδέχεται, πάλι κουνώντας το κεφάλι.

«Τυχερός είσαι. Πήγαινε να δεις το casa de papel.»

Ο άντρας μπαίνει στο δωμάτιο του.

«Λοιπόν», κάνει η Μάρλεν κοιτώντας τον νεκρό υποδιευθυντή. «Είναι σαν το δεύτερο νόμο.»

«Το ξέρω. Δεν γίνεται αφαίρεση θερμότητας κι απορρόφηση ίσης ποσότητας.»

«Ώρα να γίνουμε αεικίνητες.»

Μπαίνουν μέσα και μαζεύουν τα πράγματα τους. Κοιτιούνται στον καθρέφτη, ενώ στέκονται δίπλα δίπλα.

«Τι βαθμό παίρνω;» ρωτάει η Αλίκη.

«Δεκαεννιά.»

«Δεκαεννιά; Όχι είκοσι.»

«Μη γκρινιάζεις. Καλό είναι και το δεκαεννιά.»

«Έστω.»

Πάνε στην πόρτα. Η Μάρλεν της λέει να περιμένει μια στιγμή.

«Τι έπαθες;»

«Πρέπει ν’ αφήσουμε τιπς.»

«Τιπς;»

«Ναι, η βότκα ήταν πολύ καλή.»

Αφήνει εκατό ευρώ, με σημείωμα: «Για την μπαργούμαν».

«Τόσο καλή;» ρωτάει η Αλίκη.

«Σχεδόν άριστη. Δεκαεννιά.»

«Εντάξει, έστω.»

Στέκονται πάνω απ’ τον υποδιευθυντή. Η Μάρλεν βγάζει μια τράπουλα. Ξεχωρίζει την ντάμα κούπα και την αφήνει στο στήθος του.

Πάνε στο ασανσέρ. Όσο το περιμένουν να ‘ρθει η Μάρλεν σιγοψιθυρίζει έναν σκοπό.

«Shakira;» ρωτάει η Αλίκη.

«Μαζί με Beyonce. Beautiful liar.»

«Μ’ αρέσει.»

Μπαίνουν στο ασανσέρ. Γυρνάνε προς την πόρτα και περιμένουν να κλείσει.

«Κι αύριο; Τι κάνουμε;»

«Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα, Σκάρλετ.»

«Α! Όσα παίρνει ο …»

Η πόρτα του ασανσέρ κλείνει.


Πηγή: sanejoker.info



Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου