Ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα τόσο δα μικρούλι μαγαζάκι που σέρβιρε τσάι. Τα πάντα μέσα εκεί ήταν στις απαλές αποχρώσεις του κίτρινου, του λιλά και του πράσινου της μέντας. Σέρβιραν όλων των ειδών τις γεύσεις τσαγιού και όλων των ειδών τις πολύχρωμες τηγανίτες, καθώς επίσης και τον παραδοσιακό αγγλικό χυλό βρώμης. Η ζάχαρη ήταν μόνο σε κύβους, το γάλα μόνο χλιαρό, το λεμόνι μόνο φρεσκοκομμένο.
Όλοι οι πελάτες έμοιαζαν να ξεχνούν τις έγνοιες τους ακριβώς τη στιγμή που περνούσαν την πόρτα και άκουγαν το μικρό κρυστάλλινο καμπανάκι της να ηχεί. Κανένας πόλεμος, καμία φτώχια, κανένας λιμός, καμία δίψα, καμιά επιδημία. Τίποτα δεν ήταν ικανό να διαταράξει την ηρεμία αυτού του μέρους, παρά μόνο οι μικροί, απαλοί ήχοι που άφηναν τα κουταλάκια καθώς φιλούσαν τις άκρες των φλυτζανιών του τσαγιού.
Τα αρωματικά τσάγια μπορούσαν να τα απολαύσουν μόνο με μικρές ρουφηξιές και με τα μάτια κλειστά. Το ίδιο ίσχυε και για τις τηγανίτες – σε μικρές μπουκίτσες και το χυλό σε μικρές κουταλιές. Μετά από κάθε ρουφηξιά, ύστερα από κάθε δαγκωνιά, στο τέλος κάθε κουταλίτσας, ένα πλατύ χαμόγελο απόλαυσης ήταν το λιγότερο που αναμενόταν. Μερικές φορές, ένας μικρός αναστεναγμός θεωρούταν ως απολύτως απαραίτητος.
Θυμήθηκε το τόσο δα μικρούλι αυτό μαγαζάκι, που σέρβιρε τσάι, με τόση τεράστια νοσταλγία! Το είχε επισκεφθεί με τη γυναίκα του όταν ήταν φρεσκοπαντρεμένοι. Ακόμα μπορούσε ν’ ακούσει το γέλιο της. Ακόμα μπορούσε να μυρίσει τις τηγανίτες. Ω! Με πόσο ενθουσιασμό ευχήθηκε να είχε μια κούπα μαύρο τσάι της μάρκας «Αγγλικό πρωινό»!
Αποφάσισε να ψάξει και να βρει το τόσο δα μικρούλι αυτό μαγαζάκι, που σέρβιρε τσάι. Έμεινε επίτηδες πιο πίσω, αφήνοντας σιγά-σιγά μια απόσταση να τον χωρίζει από τους συντρόφους του. Τελικά, κατάφερε να ξεκόψει από τη διμοιρία του. Και μετά άρχισε να τρέχει προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Παρότι δεν είχε υπήρχε πια ούτε ένα κτίριο που να έχει παραμείνει ακέραιο, εκείνος θα μπορούσε να πάρει όρκο πως είχε δει τη μικρή μεταλλική πινακίδα εισόδου του μαγαζιού να λάμπει «Τσαγερί», μόλις δυο τετράγωνα πιο πίσω.
Έτρεχε πραγματικά πολύ γρήγορα, λες και ολόκληρη η ζωή του να κρεμόταν από το πόσο γρήγορα μπορούσε να τρέξει. Κι όμως, στ’ αλήθεια, απ’ αυτό εξαρτιόταν. Μπορούσε ν’ ακούσει τις αδέσποτες σφαίρες να σφυρίζουν στριφογυρίζοντας παντού γύρω του. Όμως αν κατάφερνε να μπει στην Τσαγερί, τότε θα ήταν ασφαλής. Τίποτα δεν θα μπορούσε να τον βλάψει εκεί μέσα.
Ξαφνικά, είδε τη γυναίκα του να περπατάει ήρεμα, μόλις μερικά μέτρα μπροστά από εκείνον.
«Μπεατρίς!», ούρλιαξε.
Εκείνη γύρισε προς το μέρος του. Του χαμογέλασε. Ω! Πόσο πολύ του είχε λείψει αυτό το χαμόγελο!
«Έλα!», του έγνεψε και συνέχισε να περπατά.
Εκείνος την ακολούθησε. Ο ήλιος ήταν ζεστός. Πουλιά κελαηδούσαν. Ανάσες φρέσκου αέρα χτύπησαν τα ρουθούνια του. Μπορούσε να αισθανθεί μια δροσερή αύρα να στεγνώνει τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα κι άφησε την Μπεατρίς να μπει στην Τσαγερί πρώτη. Κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, όπως είχαν καθίσει χρόνια πριν. Επιτέλους, ήταν πάλι μαζί. Μαζί κι ευτυχισμένοι. Κανένας πόλεμος, καμία φτώχια, κανένας λιμός, καμία δίψα, καμιά επιδημία.
Σήκωσε το χέρι του και χαμογέλασε ευγενικά στον νεαρό άντρα που στεκόταν πίσω από τον πάγκο.
«Αγγλικό πρωινό για δύο, παρακαλώ!», παρήγγειλε.
*
Η διμοιρία του τον βρήκε κατά τη διάρκεια της νυχτερινής περιπόλου. Ήταν ολόκληρος καλυμμένος με σκόνη και ξεραμένο αίμα – τα συνήθη απάνθρωπα υπολείμματα που αφήνουν οι βόμβες πίσω τους… Φορούσε ένα πλατύ χαμόγελο και μια μισό-σπασμένη κούπα τσαγιού ήταν ακόμα αφημένη επάνω στην παγωμένη του παλάμη. Καθότανε σε μια μεταλλική φερ-φοζέ καρέκλα, ανάμεσα στα χαλάσματα. Ολομόναχος, ανάμεσα σε ό,τι είχε απομείνει από το τόσο δα μικρούλι μαγαζάκι, που σέρβιρε τσάι. Νεκρός, επιτέλους
Πηγή:www.logografis.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου