Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Παίζοντας (και) με το Σύνταγμα

Γιώργου Π. Τερζή 

Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ εκπέμπει ηττοπάθεια. Τι πιο λογικό, αν θεωρείς ότι θα κερδίσεις τις εκλογές, από το να επιθυμείς να αλλάξεις τη διάταξη με την άνεση των 151 ψήφων και όχι αναζητώντας 180;

Εικόνα πρώτη: Ιούλιος 2016. Με φόντο τη Βουλή ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζει το μεγαλόπνοο σχέδιό του για τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Σχέδιο που περιλαμβάνει τη συγκρότηση ειδικής επιτροπής που θα εισηγηθεί αλλαγές και, παράλληλα, θα διοργανώσει εκδηλώσεις ανά την Ελλάδα για τη λαϊκή συμμετοχή στη διαδικασία. Κάνει λόγο για μία «επανάσταση της Δημοκρατίας», υπό την έννοια της αναθεώρησης από τα... κάτω, που λένε και στην Αριστερά.

Εικόνα δεύτερη: Φεβρουάριος 2019. Στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής, πλέον, η νέα πλειοψηφία που συγκροτήθηκε μετά τη ρήξη του Αλ. Τσίπρα με τον Π. Καμμένο μοιάζει να δίνει μάχες πολιτικών οπισθοφυλακών με το βλέμμα όχι στην αναθεώρηση αλλά στις κοινοβουλευτικές ισορροπίες μετά την πιθανή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες.

Οι δύο εικόνες έχουν προφανείς διαφορές αλλά και έναν ορατό πολιτικό ιστό που τις ενώνει. Κι αυτός δεν είναι άλλος από τη βούληση του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει τη συνταγματική αναθεώρηση όχι ως αυτό που είναι στον πυρήνα της, μία μεγάλης σημασίας και υψηλού συμβολισμού θεσμική πρωτοβουλία, αλλά ως αυτό που η Κουμουνδούρου θα ήθελε να είναι, δηλαδή ένα ακόμη πεδίο κομματικής άσκησης.

Προφανώς και οι προτάσεις των κομμάτων για τις διατάξεις του Συντάγματος έχουν ιδεολογικό πρόσημο. Άλλωστε, ο καταστατικός χάρτης της χώρας (κάθε χώρας) αποτελεί και αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών, των πολιτικών τάσεων και των ιδεολογικών ηγεμονιών σε κάθε περίοδο διαμόρφωσής του. Ουδείς, συνεπώς, μπορεί να κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ για την αρχική του, τουλάχιστον, επιδίωξη να εισάγει στο Σύνταγμα ακόμη και μπολιβαριανά στοιχεία.

Από την άλλη, μοιάζει ανεπίτρεπτο το κόμμα που ομνύει στη Δημοκρατία και τη λαϊκή βούληση να εμφανίζει τόσο μεγάλη δυσανεξία στο ενδεχόμενο μία επόμενη Βουλή, με φρέσκια λαϊκή εντολή, να αποφασίσει για το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων.

Η βούληση της κυβέρνησης να εγκλωβίσει τη διαδικασία αποτυπώθηκε ήδη από την άρνησή της να αποδεχθεί την πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Ακόμη κι αν κάποιος δεχθεί ότι, ιδεολογικά – πολιτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει ιδιωτική παιδεία (σ.σ. Αλλά τα ιδιωτικά σχολεία επιτρέπονται...) τί πιο δημοκρατικό από το να κριθεί αναθεωρητέο το άρθρο και να ζητηθεί από τους πολίτες, με την επιλογή τους στις κάλπες, να αποφασίσουν τι πραγματικά θέλουν; Η στάση προκαλεί έκπληξη, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι ο Πρωθυπουργός δεν απέκλειε ακόμη και το ενδεχόμενο διεξαγωγής συμβουλευτικού δημοψηφίσματος για το περιεχόμενο του Συντάγματος. Και, τώρα, δεν το θέτει καν στην κρίση των πολιτών, μέσω των εθνικών εκλογών.

Η ίδια τάση χειραγώγησης της αναθεώρησης επιβεβαιώθηκε και από όσα είπε – και αργότερα αναγκάστηκε να διαψεύσει – ο Γ. Κατρούγκαλος στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες. Τι είπε; Ότι επειδή η Ν.Δ. κάνει την «πονηριά» να υπερψηφίσει πχ το άρθρο για μη διάλυση της Βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρο της Δημοκρατίας, «μας αναγκάζουν να κάνουμε πράγματα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν μη συμβατά και θα αξιολογούνταν διαφορετικά». Ποιά ερμηνεία υπάρχει για τα λεγόμενά του; Ότι... όλως τυχαίως κάποιοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να απουσιάσουν από την ψηφοφορία ώστε το εν λόγω άρθρο να λάβει λιγότερους από 180 ψήφους σε αυτή τη Βουλή ώστε για την αναθεώρησή του, στην επόμενη Βουλή, να απαιτείται η ειδική πλειοψηφία των 180 βουλευτών και, συνεπώς, να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη θέση της αντιπολίτευσης, που θα μπορεί να ελέγξει τη διαδικασία.

Στην προσπάθεια αυτή, η πλειοψηφία έριξε και το όπλο της κατεύθυνσης που θα πρέπει να δώσει η υπάρχουσα Βουλή στην επόμενη για το περιεχόμενο της Αναθεώρησης. Ωστόσο, οι ρόλοι είναι σαφείς από το ίδιο το Σύνταγμα: η πρώτη Βουλή είναι αυτή που αποφασίζει την ανάγκη για την αναθεώρηση και στέλνει στην επόμενη ορισμένες διατάξεις και η επόμενη Βουλή αποφασίζει το περιεχόμενο. Έτσι έχει γίνει μέχρι τώρα, χωρίς ουδείς – μέχρι σήμερα – το έχει αμφισβητήσει.

Πέραν του γεγονότος ότι η στάση του ΣΥΡΙΖΑ εκπέμπει ηττοπάθεια (τι πιο λογικό, αν θεωρείς ότι θα κερδίσεις τις εκλογές, από το να επιθυμείς να αλλάξεις τη διάταξη με την άνεση των 151 ψήφων και όχι αναζητώντας 180;), ο τακτικισμός δείχνει ότι η πλειοψηφία δεν διστάζει, χάριν του κομματικού ή πολιτικού συμφέροντος της, να προχωρήσει σε διαδικασίες που συνιστούν ευτελισμό των θεσμών. Βεβαίως, ο κ. Κατρούγκαλος, μετά την κατακραυγή, αναγκάστηκε να διαψεύσει τον εαυτό του (σ.σ. το εν λόγω απόσπασμα των αναφορών του δημοσιεύτηκε όχι μόνον από «αντιπολιτευόμενα» ΜΜΕ αλλά και από το ΑΠΕ) και κατηγόρησε τη Ν.Δ. για υποκρισία, διαστρέβλωση και υπόσκαψη του κύρους της Βουλής (συνέντευξη στο Κόκκινο).

Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι ο κ. Κατρούγκαλος δεν συνειδητοποίησε τη ζημία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι αναφορές του. Χαλαρότητα; Αφέλεια; Έπαρση, υπό την ψευδαίσθηση ότι αυτή η κυβέρνηση μπορεί να κάνει τα πάντα; Ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα τι κρύβεται πίσω από όσα είπε. Το μόνον βέβαιο είναι ότι απέδειξε ότι, και στο θέμα της Αναθεώρησης, η κυβέρνηση παίζει εν ου παικτοίς.

Πηγή:newpost.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου