Δημήτρης Μηλάκας
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, όπως υποστηρίζει σε κάθε ευκαιρία ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, «είναι καλύτερες από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στο παρελθόν». Η ελληνική κυβέρνηση –αφήνοντας κατά μέρος την «αριστερή της φυσιογνωμία» και προβάλλοντας τον κυβερνητικό της ρεαλισμό– εμφανίζει ως επίτευγμά της τη στρατηγική αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Ωστόσο, για να έχει κάποιος μια σαφή εικόνα των δεδομένων που χαρακτηρίζουν το τρέχον ελληνοαμερικανικό ειδύλλιο, θα πρέπει να λάβει υπόψη μια ακόμη παράμετρο που διαμορφώνει ένα τοπίο κινούμενης άμμου στην περιοχή: Ουδέποτε στο παρελθόν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είχαν βρεθεί στο χαμηλό επίπεδο που βρίσκονται σήμερα.
Τα προβλήματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις άρχισαν να καταγράφονται δημοσίως από το 2003, όταν η τουρκική ηγεσία αρνήθηκε να προσφέρει το έδαφος της χώρας ως ορμητήριο για την από Βορράν έφοδο κατά του Ιράκ. Με το πέρασμα του χρόνου οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις υπονομεύτηκαν από το βάρος της προσπάθειας του Ερντογάν να διεκδικήσει για τον εαυτό του και τη χώρα του αυτονομία κινήσεων έναντι της Ουάσιγκτον.
Αξίζει να σημειωθούν οι αμερικανικές προσπάθειες υπονόμευσης του καθεστώτος Ερντογάν υποθάλποντας εσωτερικές λαϊκές κινητοποιήσεις, πιέζοντας την τουρκική οικονομία και ενδεχομένως (όπως τουλάχιστον πιστεύει η πλειονότητα του τουρκικού λαού) υποκινώντας το πραξικόπημα το καλοκαίρι του 2017.
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, όπως υποστηρίζει σε κάθε ευκαιρία ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, «είναι καλύτερες από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στο παρελθόν». Η ελληνική κυβέρνηση –αφήνοντας κατά μέρος την «αριστερή της φυσιογνωμία» και προβάλλοντας τον κυβερνητικό της ρεαλισμό– εμφανίζει ως επίτευγμά της τη στρατηγική αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Ωστόσο, για να έχει κάποιος μια σαφή εικόνα των δεδομένων που χαρακτηρίζουν το τρέχον ελληνοαμερικανικό ειδύλλιο, θα πρέπει να λάβει υπόψη μια ακόμη παράμετρο που διαμορφώνει ένα τοπίο κινούμενης άμμου στην περιοχή: Ουδέποτε στο παρελθόν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είχαν βρεθεί στο χαμηλό επίπεδο που βρίσκονται σήμερα.
Τα προβλήματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις άρχισαν να καταγράφονται δημοσίως από το 2003, όταν η τουρκική ηγεσία αρνήθηκε να προσφέρει το έδαφος της χώρας ως ορμητήριο για την από Βορράν έφοδο κατά του Ιράκ. Με το πέρασμα του χρόνου οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις υπονομεύτηκαν από το βάρος της προσπάθειας του Ερντογάν να διεκδικήσει για τον εαυτό του και τη χώρα του αυτονομία κινήσεων έναντι της Ουάσιγκτον.
Αξίζει να σημειωθούν οι αμερικανικές προσπάθειες υπονόμευσης του καθεστώτος Ερντογάν υποθάλποντας εσωτερικές λαϊκές κινητοποιήσεις, πιέζοντας την τουρκική οικονομία και ενδεχομένως (όπως τουλάχιστον πιστεύει η πλειονότητα του τουρκικού λαού) υποκινώντας το πραξικόπημα το καλοκαίρι του 2017.
Μη φιλική χώρα
Καμία, μέχρι στιγμής, από τις αμερικανικές προσπάθειες δεν έφερε το επιθυμητό για την Ουάσιγκτον αποτέλεσμα. Αντίθετα, με το πέρασμα του χρόνου, ο Ερντογάν και το σύστημα εξουσίας του εμφανίζονται σήμερα πανίσχυροι και, το κυριότερο, αυτονομημένοι και ανεξάρτητοι από την Ουάσιγκτον.
Αυτήν ακριβώς την περίοδο αποτυπώνεται ένα ακόμη –ενδεχομένως το καθοριστικό– επεισόδιο της αμερικανοτουρκικής αντιπαράθεσης, το οποίο πιθανότατα στην εξέλιξή του θα αναδιαμορφώσει τις ισορροπίες στην περιοχή, αφού η κόντρα Ουάσιγκτον - Άγκυρας αφορά την ουσία των «δεσμών» που συγκρατούσαν «κοντά» τις δύο χώρες.
Η σύγκρουση, η οποία τελικά είναι η αναμενόμενη κατάληξη της τουρκικής προσπάθειας να διεκδικήσει την αυτόνομη πορεία της ως περιφερειακής δύναμης, έχει να κάνει με την αμφισβήτηση του πλέγματος των στρατιωτικών σχέσεων των δύο χωρών διμερώς και εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ.
Η απόφαση του Ερντογάν –η οποία δεν φαίνεται να κάμπτεται, παρά την ασφυκτική αμερικανική πίεση– να στραφεί στη ρωσική πολεμική βιομηχανία και να εφοδιάσει τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις με το εξελιγμένο ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400 υποχρεώνει την Ουάσιγκτον να προχωρήσει τους σχεδιασμούς της στην περιοχή αντιμετωπίζοντας την Τουρκία ως μη φιλική χώρα.
Ήδη η αμερικανική κυβέρνηση (ο εκπρόσωπος Τύπου του Πενταγώνου Τσαρλς Σάμερς) υπογράμμισε δημοσίως: «Μπορώ να σας πω ότι, αν η Τουρκία πάρει τους S-400, θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες στο θέμα της αμυντικής μας συνεργασίας μαζί τους. Αν αποκτήσουν τους S-400, δεν πρόκειται να πάρουν F-35 και Patriot».
Οι Αμερικανοί, έχοντας προεξοφλήσει τις κινήσεις Ερντογάν προς τη Μόσχα, άρχισαν να δημιουργούν εναλλακτικές λύσεις για την αναδιάταξη / αναδίπλωση των δυνάμεών τους. Ο «ξαφνικός» ελληνοαμερικανικός έρωτας εξηγείται από την έντονη αμερικανική ανάγκη να βρει απαντήσεις στην απώλεια της Τουρκίας. Τελικά, η αμερικανική «πειθώ» επέτρεψε στον Αλέξη Τσίπρα να βρει τον Πρόεδρο Τραμπ «διαβολικά καλό» και να ενταχθεί άνετα στο αμερικανικό άρμα προσφέροντας σημαντική συνδρομή (ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ), ελπίζοντας σε βοήθειες και ανταλλάγματα από την Ουάσιγκτον.
Ένα πιόνι στη σκακιέρα
Κάτι που επίσης συμπίπτει με την εκδήλωση του ελληνοαμερικανικού ειδυλλίου και την αποσάθρωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η κλιμάκωση των εντάσεων στα ελληνοτουρκικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι συμπίπτει με τη γενικότερη αναδιάταξη των αμερικανικών θέσεων στην περιοχή (εξ αιτίας και της επαπειλούμενης κατάρρευσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων), καθώς και με την έναρξη του μεγάλου ενεργειακού παιχνιδιού στην ανατολική Μεσόγειο.
Σ’ αυτό το παιχνίδι θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα (ανεξάρτητα από το ποια είναι η κυβέρνηση) αξιοποιείται σαν πιόνι. Θα πρέπει να μην μας διαφεύγει ότι τον περιβόητο άξονα συμμαχίας Αθηνών - Λευκωσίας - Τελ Αβίβ άρχισε να τον διαμορφώνει –κατόπιν αμερικανικών παραινέσεων και υποδείξεων– η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η κυβέρνηση των Σαμαρά - Βενιζέλου, οι οποίοι εργάστηκαν για την ικανοποίηση των αμερικανικών στρατιωτικών διευκολύνσεων σε ελληνικά εδάφη. Αυτήν ακριβώς τη «δουλειά» ολοκλήρωσε η «αριστερή» κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Κοιτάζοντας τις εξελίξεις αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σημείο τριβής ισχυρότατων συμφερόντων, όπου αναδιατάσσονται και διαμορφώνονται συμμαχίες οι οποίες προετοιμάζονται να υπερασπιστούν ή να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Δυο πικρές αλήθειες
Η απομάκρυνση της Τουρκίας από την αμερικανική αγκάλη και η επιλογή της να διεκδικήσει τον ρόλο του μεγάλου περιφερειακού παίκτη πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα, επειδή:
- Υπάρχουν ήδη οι ελληνοτουρκικές συνοριακές διαφορές σε θαλάσσιες περιοχές στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
- Η χρεοκοπημένη Ελλάδα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μόνη τη θηριώδη στρατιωτική ανάπτυξη της Τουρκίας.
- Η αμερικανική προστασία, στην οποία επενδύει (και) η σημερινή κυβέρνηση, μετατρέπει τη χώρα σε πιθανό γεωπολιτικό αντάλλαγμα στο παζάρι που εξελίσσεται στην περιοχή μεταξύ των μεγάλων παικτών
Πολλοί, ανάμεσά τους και η κυβέρνηση, είναι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η συγκυρία ευνοεί τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς οι αμερικανοτουρκικές τριβές αναβαθμίζουν τη σημασία της Ελλάδας για την Ουάσιγκτον. Παραγνωρίζουν, ωστόσο, οι αισιόδοξοι δύο γενικές «αλήθειες». Πρώτον, ότι κανείς δεν πρόκειται να προστατεύσει ότι δεν είσαι σε θέση να προασπίσεις μόνος σου. Δεύτερον, καμία συμμαχία δεν μπορεί να λειτουργήσει ευνοϊκά αν δεν είσαι ισότιμο μέλος της και αν δεν έχεις ένα επεξεργασμένο «σχέδιο» στη βάση μιας συμπεφωνημένης (τουλάχιστον μεταξύ των κομμάτων εξουσίας) εθνικής εξωτερικής πολιτικής.
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου