Κώστας Γκιώνης
Ο Μικέλης (Μιχαήλ) γνωστότερος ως Μικελάκης Άβλιχος, γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1844 στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς, προερχόμενος από μια εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια, εμπόρων και ιδιοκτητών καϊκιών πού εισήγαγαν οι ίδιοι τα εμπορεύματά τους από την Τεργέστη. Λέγεται ότι στον πιο εμπορικό δρόμο του Αργοστολίου πού λέγεται Λιθόστρωτο, οι επιχειρήσεις τους εκτείνονταν από την Καθολική εκκλησία έως και την Καμπάνα.
Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Άβλιχος του Θεοδώρου και μητέρα του η Ειρήνη Κουρούκλη του Σπυρίδωνος. Σε ένα από τα ταξίδια του προς τη Τεργέστη, ο πατέρας του χάνεται για πάντα με το καΐκι του, γι’ αυτό και ο μεγαλύτερος του αδελφός κατά δύο χρόνια, παίρνει το όνομα του πατέρα του, Γεώργιος.
Ας δούμε παρακάτω ένα μικρό βιογραφικό του Μικελάκη Άβλιχου από το ποιητή μας Κωστή Παλαμά:
Ποιητής γεννηθείς εν Ληξουρίω το 1844. Εξέμαθε τα πρώτα γράμματα εν τω εκεί Πετριτσείω Λυκείω. Οι βιογράφοι του αναφέρουν αορίστως πως ότι ετέλειωσε τας σπουδάς του εν τω Πανεπιστημίω της Βέρνης και διήλθε εκ Ζυρίχης, Βενετίας, Παρισίων. Άν και εταξίδευσε, παρέμεινε πάντοτε ο τύπος παραστατικού ανθρώπου, ο οποίος πραγματοποιεί εν τή ζωή του τήν ευχήν τού Γάλλου ποιητού να γεννηθή, να ζήση, και να αποθάνη έν τή αυτή οικία. Εσυνέχισε και συνεπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτου του Λασκαράτου, μετά μεγαλυτέρας ησυχίας, αθορύβως, μετά περισσοτέρας συστολής και συμπαθητικώτερον. Την δριμύτηταν της σατιρικής αυτού αντενέργειας αμβλύνει η ελεγειακή τρυφερότης. Εδέχθη έν Βέρνη το δόγματα του περίφημου Μπακούνιν, η δε διάθεσίς του υπήρξε επαναστατική. Διέκειτο δυσμενώς προς το υφιστάμενον κοινωνικόν καθεστώς και εμίσει την στρατοκρατίαν και τον πόλεμον. Είς τα πρόσωπα των πρωτεργατών δημοτικιστών δεν έλειψε να χαιρετίση το προμήνυμα της αναγεννήσεως. Ουδεμία κατεβλήθη φροντίς, όπως τα ποιήματα του, ολίγα και δυσεύρετα συλλεγώσιν είς βιβλίου. Ο Άβλιχος ήτο ποιητής ανώτερος του άσματός του, τον συμβολίζουν δε οί ακόλουθοι στίχοι του:
Μα εγώ είμαι έρημου βράχου μιά βρυσούλα,
πού έρμη ρέει σ’ έρημο γιαλό
Καί μόνο νύχτα, μέρα, βράδυ αυγούλα
Κρένει μέ του πέλαου το βογγητό,
Κι άν έρθει φτερωτός νά πιή διαβάτης.
Απέθανε καί ετάφη έν Ληξουρίω τον Νοέμβριον 1917. Το φέρετρόν του εκράτουν άντιπρόσωποι της νεολαίας και τον συνώδευσαν τα δάκρυα όλων και γενική συμπάθεια. (Βλέπε «Νουμάς», 9 Μαίου 1920, αφιερωμένον είς τόν Άβλιχον).
Κ.Π. (Κωστής Παλαμάς) Λεξικόν Έλευθερουδάκη 1925
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του, το νησί του, η Κεφαλονιά συνταράσσεται από τις λαϊκές ταραχές του 1843 και την εξέγερση του 1848 κατά της Αγγλοκρατίας και συγκεκριμένα κατά των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του Άγγλου Αρμοστή Jo Seaton (1843-1849), από την άνθιση του ριζοσπαστικού κινήματος, από τις σκληρές διώξεις ριζοσπαστών ηγετών και την ίδρυση της λέσχης των ριζοσπαστών «Αναγνωστήριον Η Ομόνοια», με πολύ σημαντική προσφορά στο αντιβρετανικό και ενωτικό αγώνα, απ’ όπου αναδείχθηκαν αξιόλογοι ριζοσπάστες βουλευτές όπως ο Σταματέλος Πυλαρινός, ο Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος, ο Σταμάτης Παπύρης, ο Γεώργιος Μαντζαβίνος Κολέντης, ο Παπά-Μαρίνος Βαρλάς και ο Ανδρέας Αύλιχος.
Στο Πετρίτσειο Λύκειο που φοιτά ο Άβλιχος, στα χρόνια της μαθητικής του ζωής στο Ληξούρι, επικρατούσε φιλελεύθερο πνεύμα κι αυτό εξαιτίας της φυσιογνωμίας αυτού που το διηύθυνε, του Θεόδωρου Καρούσου, ο οποίος ήταν υπέρμαχος του ενωτικού αγώνα, εγελιανιστής, ριζοσπάστης, που ήξερε να εμπνέει και να φυτεύει σπόρους στα άγουρα μυαλά των μικρών μαθητών του.
Από την παιδική και εφηβική του ηλικία βρίσκεται σε ένα εξαιρετικό περιβάλλον όπου επηρεάζεται από τον αγώνα των ριζοσπαστών, και συγκεκριμένα από τους Ιακωβάτους, τον Ανδρέα Λασκαράτο, τον Ανδρέα και Ιωσήφ Μομφεράτο.
Μόλις τελειώσει τη βασική του εκπαίδευση, θα φύγει και θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης στην Ελβετία. Για αρκετά χρόνια συμπληρώνει την φιλοσοφική του και φιλολογική του μόρφωση σε διάφορα πνευματικά κέντρα της εποχής όπως στο Παρίσι, τη Ζυρίχη, τη Ρώμη, τη Φλωρεντία, το Τορίνο και τη Βενετία, ενώ μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά.
Στη Βέρνη της Ελβετίας θα συναντηθεί με το Ρώσο φιλόσοφο, θεωρητικό του αναρχισμού, Μιχαήλ Μπακούνιν, μια συνάντηση που θα καθορίσει την μετέπειτα ζωή του. Γίνετε μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Εργατών ή πιο γνωστή ως Α΄ Διεθνής. Την ίδια περίοδο συμμετέχει και ένας άλλος Έλληνας στην Α’ Διεθνή ο Εμμανουήλ Δαούδογλου, Σμυρνιός έμπορος και αναρχικός, ο οποίος θα δολοφονηθεί μετά από διαμάχη στη Δημοκρατική Λέσχη στην Αθήνα το 1870!
Στο Παρίσι θα βρεθεί στους κύκλους της Παρισινής Κομμούνας, όπου θα συμμετάσχει στην εξέγερση από το Μάρτη έως και το Μάη του 1871, στις 72 μέρες που σημάδεψαν τον κόσμο, πριν η κυβέρνηση του Λουί Τιερ την πνίξει στο αίμα.
Ο Γ. Φτέρης είναι ένας από αυτούς πού μαρτυράνε για τη συμμετοχή του Μικελάκη Άβλιχου στη Παρισινή Κομμούνα το 1871: «Στο Παρίσι έπειτα εγνώρισε τους κύκλους της Παρισινής Κομμούνας του 1871, θυμόμαστε ότι μιλούσε με ενθουσιασμό για το περίφημο Μπλανκί και ότι ανέφερε ξεχωριστά το ρόλο πού έπαιξε ο ζωγράφος Κουρμπέ στην Πλας Βαντόμ, όταν έριξαν τη στήλη του Ναπολέοντα» (από το «Ο Πολιτικός Μικέλης Αβλιχος», ανίχνευση στοιχείων του Πέτρου Πετράτου, στο περιοδικό Κυμοθόη).
Την ίδια εποχή βρίσκονται στο Παρίσι και συμμετέχουν και άλλοι Έλληνες, όπως κάποιος Σπανδώνης χιώτικης καταγωγής, πού υπηρέτησε ως διευθυντής στο τηλεγραφείο της Κομμούνας, επίσης ο σημαντικός Έλληνας επαναστάτης διεθνιστής και νομικός, που αργότερα θα υπερασπιστεί πολλούς Κομμουνάρους στα δικαστήρια, ο Παύλος Αργυριάδης (Καστοριά 1849 – Παρίσι 1901), ο οποίος ήταν μάλιστα μέλος της κεντρικής επαναστατικής επιτροπής της Κομμούνας, καθώς και η Μαρία Πανταζή (Δαούδογλου), η οποία ήταν γυναίκα του Εμμανουήλ Δαούδογλου, όπου μετά το θάνατο του άνδρα της θα βρεθεί στο Παρίσι, θα γίνει μέλος της ένοπλης ομάδας Petroleuses και θα εκτελεστεί λίγο μετά τη πτώση της Κομμούνας από τους Βερσαλιέρους. Αλλά και ο ίδιος ο Μπακούνιν, ένθερμος υποστηρικτής της εξέγερσης, θα βρεθεί στη Λυών στις 15 Σεπτέμβρη του 1870 όπου έπαιξε ηγετικό ρόλο στη προσπάθεια σοσιαλιστικής ανατροπής του αστικού καθεστώτος, στις 24-25 Σεπτέμβρη εκδίδουν διακήρυξη πού καταργούσε το κράτος και κατορθώνουν να καταλάβουν την εξουσία στις 28 Σεπτέμβρη, συλλαμβάνεται, αλλά μετά από λίγες μέρες αφήνετε ελεύθερος, διαφεύγει στη Μασσαλία και μετά από ένα μήνα πηγαίνει στη Γένοβα και από ‘κει στο Λοκάρνο. Όλο το υπόλοιπο χρόνο και μέχρι τη πτώση της Κομμούνας, είναι υποστηρικτικός στους συντρόφούς του που συμμετέχουν από την Α’ Διεθνή.
Ο Άβλιχος θα επιστρέψει το 1872 στην Αθήνα και το χειμώνα του 1873 θα ξαναφύγει και θα συνεχίσει την περιπλάνηση του, αλλά και τη μόρφωσή του, στην Ιταλία, στην Ελβετία και στη Γαλλία. Το 1877 θα γυρίσει στην Ελλάδα και θα πάει στη Κέρκυρα περισσότερο για λόγους υγείας – λέγετε ότι το πρόβλημα του ήταν οι πεπτικές διαταραχές πού τον ταλαιπωρούσαν χρόνια και του δημιουργούσαν συχνές διάρροιες με συνεχείς αφυδατώσεις του οργανισμού του. Το 1878 θα επιστρέψει οριστικά στη Κεφαλονιά, στο αγαπημένο του Ληξούρι, σχεδόν μέχρι το θάνατό του. Μόνο τον τελευταίο καιρό θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο του Αργοστολίου, όπου στις 28 Νοέμβρη 1917 περίπου στη 1 το μεσημέρι, κάποιος θα του φέρει λουλούδια, και ο Άβλιχος αν και εξαντλημένος από την ασθένεια του, θα σηκωθεί από το κρεβάτι του για να πάει να τα προσφέρει σε μια άρρωστη νοσοκόμα, άξαφνα κλονίσθηκε, και το μόνο πού κατάφερε να πει πριν ταξιδεύσει για πάντα στην αιωνιότητα ήταν: «Το φώς μου σβήωμαι».
Σχεδόν 40 χρόνια θα ζήσει στο Ληξούρι, στο σπίτι του στη συνοικία του Αγ. Δημητρίου, δεν θα δουλέψει ποτέ, θα ζήσει εκποιώντας την κτηματική περιουσία που του άφησε ο πατέρας του. Πίσω από το γραφείο του, είχε δύο εικόνες, από τη μία μεριά η εικόνα του Αγ. Ανδρέα σταυρωμένο ανάποδα, ζωγραφισμένο από τον αδελφό του Γεώργιο Άβλιχο, σπουδαίο ζωγράφο και ποιητή και από την άλλη η φωτογραφία του Μιχαήλ Μπακούνιν.
Με τον αδελφό του είναι γνωστό ότι τους χώριζε απύθμενο μίσος, για περιουσιακούς λόγους, αλλά και πιθανότατα και από ποιητική αντιζηλία, όπως αναφέρει η Δώρα Μαρκάτου στο βιβλίο της «Τα ποιήματα του ζωγράφου Γεωργίου Άβλιχου».
Στο σόι των Αβλιχαίων τα δυο αδέλφια Μικέλης και Γεώργιος θα μείνουν στην οικογενειακή ιστορία ως τεμπέληδες, δεν θα παντρευτούν ποτέ και θα μείνουν άκληροι, όπως μου εξομολογήθηκε ο δισέγγονος Θεόδωρος Άβλιχος, από τον αδελφό του πατέρα του Μικέλη και του Γεώργιου, πού λεγότανε Νικόλαος.
Ποιος ήταν ο άνθρωπος Μικέλης Άβλιχος; Θα γραφτούν διάφορα γι’ αυτόν, ότι ήταν απομονωμένος, με ελάχιστες παρέες, μόνο λίγοι νέοι τον περιτριγύριζαν, ότι ήταν μέγας και φοβερός μισόζωος και μισόκοσμος, η ψυχή του ήταν δηλητηριασμένη από απαισιοδοξία και ότι πίστευε μόνο στο κακό.
Τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια, ήταν ένας άνθρωπος βαθιά ουμανιστής, αντιμιλιταριστής, γεμάτος αγάπη για τους γύρω του, δεν του άρεσε να επιδεικνύεται, θεωρούσε δόξα την αδοξία του και όπως έλεγε ο ίδιος: «ούτε η τωροφημία ούτε η υστεροφημία» τον νοιάζουνε, γι’ αυτό άλλωστε δεν επιδιώκει να εκδώσει τα ποιήματα του, μόνο κάποια από αυτά θα βγουν μεμονωμένα στο περιοδικό «Ζιζάνιο». Τα περισσότερα σώθηκαν όταν λίγο πριν το τέλος της ζωής του τα έδωσε για να τα πετάξει στα σκουπίδια, στο φίλο του και θαυμαστή του που τον βοηθούσε τα τελευταία χρόνια, τον συνονόματο του, Μικέλη Τζανάτο ή Μικέλη του Μικελάκη. Μαζεμένα θα κυκλοφορήσουν 3 χρόνια μετά το θάνατο του στο περιοδικό «Νουμάς» και σε βιβλίο για πρώτη φορά από το Χαράλαμπο Λιναρδάτο το 1959.
Ο περίφημος απομονωτισμός του δεν ήταν μια πράξη δικής του επιλογής, πρέπει να βάλουμε τα δεδομένα στο χώρο και το χρόνο για να αντιληφθούμε τον κοινωνικό αποκλεισμό του ανθρώπου αυτού. Αναρχικός, άθεος, μάλλον μασόνος (υπάρχουν αναφορές για ομιλία του στη Στοά των Αθηνών, αλλά από την έρευνα δεν προέκυψαν επίσημα στοιχεία γιατί οι τέκτονες λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα έκαψαν όλα τα αρχεία τους), σε μια πολύ κλειστή κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα, θα φάνταζε κάτι σαν το τέρας της αποκάλυψης, με δύο κεφάλια πού ξερνάνε αίμα και φωτιά. Ακόμα και στις μέρες μας αυτή η εικόνα δεν φαντάζει νομίζω δραματικά διαφορετική.
Ένας άνθρωπος κοσμοπολίτης πού γυρνάει τα φιλοσοφικά κέντρα της εποχής του, δεν παθαίνει μετάλλαξη ξαφνικά όταν επιστρέφει, τα ποιήματα του μαχαίρι στη καρδιά της τότε συντηρητικής κοινωνίας. Ο ίδιος λέει: «με πίσσα και θειάφι γράφω», τον ταράζει αφάνταστα ο πόλεμος, νοιώθει φρίκη και αποτροπιασμό, βλέποντας μάλιστα ένα αεροπλάνο να πετάει, λέει στους φίλους του στο καφενείο του Ληξουρίου: «Ο άνθρωπος έγινε πουλί και ψάρι (αεροπλάνο και υποβρύχιο) μα ακόμα δεν κατόρθωσε να γίνει άνθρωπος».
Το μίσος του για τον πόλεμο ήταν παροιμιώδες, δεν ήθελε να ακούσει τίποτα γι’ αυτόν, συχνά έλεγε: «Είναι αδύνατον να μην γίνει, αργά η γλήγορα αυτή η απεργία. Να απεργήσει ο στρατός, να αρνηθούν οι στρατιώται να πάνε στα γυμνάσια, στις φρουρές στο πόλεμο.»!
Για τα κράτη έλεγε: «Η πολιτική των κρατών δυστυχώς δεν κανονίζουν τα αισθήματα των λαών, αλλά η διπλωματία η οποία ουδέποτε είχε καρδιά, αλλά εζύγιζε πάντοτε τα συμφέροντα της και μόνον αυτά, όπως ο φαρμακοποιός ζυγίζει είς την μικροσκοπική ζυγαριά του τα διάφορα φάρμακα».
Πολλοί θεωρούσαν ασύμβατο γεγονός την αριστοκρατική του καταγωγή με την αναρχική του καρδιά. Το απαντάει ο ίδιος, όταν μια γνωστή του, του λέει ότι «δεν είσαι αναρχικός αλλά αριστοκράτης». Η απάντηση του ήταν ότι εν μέρει το αποδέχεται και εν μέρει το απορρίπτει, διότι η αναρχία είναι η άκρατος αριστοκρατία. Άλλωστε και ο Μπακούνιν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, όπως και ο έτερος των θεωρητικών του αναρχισμού, ο Πιότρ Κροπότκιν που ήταν πρίγκηπας.
Ας δούμε ένα απόσπασμα από το περιοδικό «Νουμάς», στο φύλλο 683, το Σάββατο 9 Μαΐου 1920, στο αφιέρωμα του, εν ήδη μνημοσύνου: «Ο φιλόσοφος του Υπερανθρώπου είπε κάποτε “Οι από γενετής αριστοκράτες του πνεύματος ούτε βιάζονται ούτε θορυβούν. Τα δημιουργήματα τους ξεπροβάλλουν και πέφτουν από το δέντρο της φαντασίας τους, ήσυχα-ήσυχα, όπως τα χρυσά φύλλα μέσα σε ένα ήρεμο κι ευγενικό βράδυ του φθινοπώρου. Άν είναι κανείς κάτι, αληθινά, δεν έχει ανάγκη να κάμει τίποτα. Γιατί και σ’ αυτό ζεί η ενέργεια του.”
Προτιμούμε ν’ αρχίσουμε με το μότο αυτό το σύντομο άρθρο πού μας ανέθεσε να γράψωμε ο αγαπητός Νουμάς γιά το φιλολογικό μνημόσυνο του Άβλιχου. Είναι η ασφαλέστερη κριτική εξήγηση γιά τη ζωή και το έργο αυτού του στερνού βετεράνου της Επτανησιακής παραδόσεως, με την οποίον έγραψε τον επίλογο της μιά ολόκληρη φιλολογική εποχή. Η φροντίδα του γιά την άγνοια και τη σιωπή, αυτό το κάστρο το ακατανόητο γιά τους άλλους λόγιους, μέσα στο οποίον εφυλάκισε την πνευματική του ζωή περισσότερο από έβδομήντα χρόνια, αυτή η άγρια σχεδόν περιφρόνηση του προς τή δόξα της δημοσιότητας, η αριστοκρατική του αποστροφή του γιά κάθε τι πού του εθύμιζε το μάταιο θόρυβο, ο ασκητισμός, ο αναχωρητισμός, ο ντιλεταντισμός, ένα αίσθημα φόβου με το οποίο κρατούσε το ταλέντο του τυλιγμένο σαν τον ζηλότυπο σύζυγο πού έχει όμορφη γυναίκα, όλα αυτά τα παράξενα πράγματα, είναι στοιχεία για την κριτική.»
Και στο ίδιο αφιέρωμα του περιοδικού ο Χαρίλαος Αντωνάτος λέει: «Ο Άβλιχος μισούσε τη σαπίλα, ιδίως την κοινωνική στηρίζοντας τη γνώμη του στο δίδαγμα: “Πρέπει να είσαι και όχι να ‘χης, γιατί όταν είσαι, έχεις, ενώ όταν έχης, μπορεί να μην είσαι”. Με τα λόγια του και τα τραγούδια του ήτανε μάστιγα σε κάθε σάπιο, σε κάθε έκτροπο, οπουδήποτε το εύρισκε».
Καθαρός και άμωμος στη συνείδηση έδειχνε την απομόνωση του, στη φιλοσοφική του σκέψη και στους στίχους του, προσπαθώντας να χτίσει τα κάστρα και να κρύψει τις ευαισθησίες του:
Τον θάνατο δεν τον φοβότανε μάλλον τον διακωμωδούσε, πριν πεθάνει έλεγε στους φίλους του: «μη κλαίτε ο Μικέλης πάει στη ζωή», όπως και στο ποίημα του «Επίγραμμα 50Α»:
Ο βίος είναι γόρδιος δεσμός
Κι ο θάνατος Αλέξανδρος Μεγάλος
Κι ασύγκριτος χειρούργος και γιατρός
Κόβει το πόδι και περνάει ο κάλος.
Από το βιβλίο τα «Άπαντα του Μικέλη Άβλιχου», του Αριστείδη Ρουχωτά 1976
Ο Μικελάκης Άβλιχος είναι ένας αδικημένος ποιητής, ανώτερος ποιοτικά από πολλούς πού τους θεωρούμε κορυφαίους μας ποιητές, πλήρωσε και πληρώνει την εμμονή του στο δίκαιο και στον αγώνα του για κατάργηση του κράτους, το οποίο θεωρούσε ως βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Ο Κωστής Παλαμάς και γενικότερα οι ποιητικοί κύκλοι τρέφουν μεγάλη εκτίμηση στο Μικελάκη Άβλιχο, ο Παλαμάς μάλιστα γράφει ένα ποίημα αφιερωμένο σε αυτόν:
Στον ποιητή Μικέλη Άβλιχο
Ρεματαριά, η βρυσούλα η ποταμός
Ζωής νάμα το νερό του τραγουδιού
Πότε μιάς Πολιτείας ο ταραμός
Πότε μέρωμα τ’ άγριου λαγκαδιού
Ρέει, κλαίει.Το πίνει ο φτερωτός διαβάτης
Για να υψωθή στ’ αγνά και στ’ ανοιχτά
Η αμαρτωλή ψυχή την παρθενιά της
Μέσα του σα λουστή, ξαναχτυπά
Και στη φήμη και κάτου άπό τη λήθη
Και σα στων Ολυμπίων τα πλευρά
Πάει το τραγούδι. Ο κόσμος παραμύθι
Το τραγούδι τ’ αθάνατο νερό
Κι αν τίποτε δεν ηύρε να ποτίση
Κι αταίριαστο κυλά κ’ ερμαδιακό
Με το δικό του μονάχα μεθύσι
Ζή θεριεμένο η πράο, βασιλικό.
Πηγή: Δρόμος της Αριστεράς (01/06/2019)
Κώστας Γκιώνης: Σχετικά με τον συντάκτη
Ο Μικέλης (Μιχαήλ) γνωστότερος ως Μικελάκης Άβλιχος, γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1844 στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς, προερχόμενος από μια εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια, εμπόρων και ιδιοκτητών καϊκιών πού εισήγαγαν οι ίδιοι τα εμπορεύματά τους από την Τεργέστη. Λέγεται ότι στον πιο εμπορικό δρόμο του Αργοστολίου πού λέγεται Λιθόστρωτο, οι επιχειρήσεις τους εκτείνονταν από την Καθολική εκκλησία έως και την Καμπάνα.
Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Άβλιχος του Θεοδώρου και μητέρα του η Ειρήνη Κουρούκλη του Σπυρίδωνος. Σε ένα από τα ταξίδια του προς τη Τεργέστη, ο πατέρας του χάνεται για πάντα με το καΐκι του, γι’ αυτό και ο μεγαλύτερος του αδελφός κατά δύο χρόνια, παίρνει το όνομα του πατέρα του, Γεώργιος.
Ας δούμε παρακάτω ένα μικρό βιογραφικό του Μικελάκη Άβλιχου από το ποιητή μας Κωστή Παλαμά:
Κρίσεις δια Μικέλη Άβλιχο
Ποιητής γεννηθείς εν Ληξουρίω το 1844. Εξέμαθε τα πρώτα γράμματα εν τω εκεί Πετριτσείω Λυκείω. Οι βιογράφοι του αναφέρουν αορίστως πως ότι ετέλειωσε τας σπουδάς του εν τω Πανεπιστημίω της Βέρνης και διήλθε εκ Ζυρίχης, Βενετίας, Παρισίων. Άν και εταξίδευσε, παρέμεινε πάντοτε ο τύπος παραστατικού ανθρώπου, ο οποίος πραγματοποιεί εν τή ζωή του τήν ευχήν τού Γάλλου ποιητού να γεννηθή, να ζήση, και να αποθάνη έν τή αυτή οικία. Εσυνέχισε και συνεπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτου του Λασκαράτου, μετά μεγαλυτέρας ησυχίας, αθορύβως, μετά περισσοτέρας συστολής και συμπαθητικώτερον. Την δριμύτηταν της σατιρικής αυτού αντενέργειας αμβλύνει η ελεγειακή τρυφερότης. Εδέχθη έν Βέρνη το δόγματα του περίφημου Μπακούνιν, η δε διάθεσίς του υπήρξε επαναστατική. Διέκειτο δυσμενώς προς το υφιστάμενον κοινωνικόν καθεστώς και εμίσει την στρατοκρατίαν και τον πόλεμον. Είς τα πρόσωπα των πρωτεργατών δημοτικιστών δεν έλειψε να χαιρετίση το προμήνυμα της αναγεννήσεως. Ουδεμία κατεβλήθη φροντίς, όπως τα ποιήματα του, ολίγα και δυσεύρετα συλλεγώσιν είς βιβλίου. Ο Άβλιχος ήτο ποιητής ανώτερος του άσματός του, τον συμβολίζουν δε οί ακόλουθοι στίχοι του:
Μα εγώ είμαι έρημου βράχου μιά βρυσούλα,
πού έρμη ρέει σ’ έρημο γιαλό
Καί μόνο νύχτα, μέρα, βράδυ αυγούλα
Κρένει μέ του πέλαου το βογγητό,
Κι άν έρθει φτερωτός νά πιή διαβάτης.
Απέθανε καί ετάφη έν Ληξουρίω τον Νοέμβριον 1917. Το φέρετρόν του εκράτουν άντιπρόσωποι της νεολαίας και τον συνώδευσαν τα δάκρυα όλων και γενική συμπάθεια. (Βλέπε «Νουμάς», 9 Μαίου 1920, αφιερωμένον είς τόν Άβλιχον).
Κ.Π. (Κωστής Παλαμάς) Λεξικόν Έλευθερουδάκη 1925
Η ζωή του ποιητή
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του, το νησί του, η Κεφαλονιά συνταράσσεται από τις λαϊκές ταραχές του 1843 και την εξέγερση του 1848 κατά της Αγγλοκρατίας και συγκεκριμένα κατά των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του Άγγλου Αρμοστή Jo Seaton (1843-1849), από την άνθιση του ριζοσπαστικού κινήματος, από τις σκληρές διώξεις ριζοσπαστών ηγετών και την ίδρυση της λέσχης των ριζοσπαστών «Αναγνωστήριον Η Ομόνοια», με πολύ σημαντική προσφορά στο αντιβρετανικό και ενωτικό αγώνα, απ’ όπου αναδείχθηκαν αξιόλογοι ριζοσπάστες βουλευτές όπως ο Σταματέλος Πυλαρινός, ο Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος, ο Σταμάτης Παπύρης, ο Γεώργιος Μαντζαβίνος Κολέντης, ο Παπά-Μαρίνος Βαρλάς και ο Ανδρέας Αύλιχος.
Στο Πετρίτσειο Λύκειο που φοιτά ο Άβλιχος, στα χρόνια της μαθητικής του ζωής στο Ληξούρι, επικρατούσε φιλελεύθερο πνεύμα κι αυτό εξαιτίας της φυσιογνωμίας αυτού που το διηύθυνε, του Θεόδωρου Καρούσου, ο οποίος ήταν υπέρμαχος του ενωτικού αγώνα, εγελιανιστής, ριζοσπάστης, που ήξερε να εμπνέει και να φυτεύει σπόρους στα άγουρα μυαλά των μικρών μαθητών του.
Από την παιδική και εφηβική του ηλικία βρίσκεται σε ένα εξαιρετικό περιβάλλον όπου επηρεάζεται από τον αγώνα των ριζοσπαστών, και συγκεκριμένα από τους Ιακωβάτους, τον Ανδρέα Λασκαράτο, τον Ανδρέα και Ιωσήφ Μομφεράτο.
Μόλις τελειώσει τη βασική του εκπαίδευση, θα φύγει και θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης στην Ελβετία. Για αρκετά χρόνια συμπληρώνει την φιλοσοφική του και φιλολογική του μόρφωση σε διάφορα πνευματικά κέντρα της εποχής όπως στο Παρίσι, τη Ζυρίχη, τη Ρώμη, τη Φλωρεντία, το Τορίνο και τη Βενετία, ενώ μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά.
Στη Βέρνη της Ελβετίας θα συναντηθεί με το Ρώσο φιλόσοφο, θεωρητικό του αναρχισμού, Μιχαήλ Μπακούνιν, μια συνάντηση που θα καθορίσει την μετέπειτα ζωή του. Γίνετε μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Εργατών ή πιο γνωστή ως Α΄ Διεθνής. Την ίδια περίοδο συμμετέχει και ένας άλλος Έλληνας στην Α’ Διεθνή ο Εμμανουήλ Δαούδογλου, Σμυρνιός έμπορος και αναρχικός, ο οποίος θα δολοφονηθεί μετά από διαμάχη στη Δημοκρατική Λέσχη στην Αθήνα το 1870!
Στο Παρίσι θα βρεθεί στους κύκλους της Παρισινής Κομμούνας, όπου θα συμμετάσχει στην εξέγερση από το Μάρτη έως και το Μάη του 1871, στις 72 μέρες που σημάδεψαν τον κόσμο, πριν η κυβέρνηση του Λουί Τιερ την πνίξει στο αίμα.
Ο Γ. Φτέρης είναι ένας από αυτούς πού μαρτυράνε για τη συμμετοχή του Μικελάκη Άβλιχου στη Παρισινή Κομμούνα το 1871: «Στο Παρίσι έπειτα εγνώρισε τους κύκλους της Παρισινής Κομμούνας του 1871, θυμόμαστε ότι μιλούσε με ενθουσιασμό για το περίφημο Μπλανκί και ότι ανέφερε ξεχωριστά το ρόλο πού έπαιξε ο ζωγράφος Κουρμπέ στην Πλας Βαντόμ, όταν έριξαν τη στήλη του Ναπολέοντα» (από το «Ο Πολιτικός Μικέλης Αβλιχος», ανίχνευση στοιχείων του Πέτρου Πετράτου, στο περιοδικό Κυμοθόη).
Την ίδια εποχή βρίσκονται στο Παρίσι και συμμετέχουν και άλλοι Έλληνες, όπως κάποιος Σπανδώνης χιώτικης καταγωγής, πού υπηρέτησε ως διευθυντής στο τηλεγραφείο της Κομμούνας, επίσης ο σημαντικός Έλληνας επαναστάτης διεθνιστής και νομικός, που αργότερα θα υπερασπιστεί πολλούς Κομμουνάρους στα δικαστήρια, ο Παύλος Αργυριάδης (Καστοριά 1849 – Παρίσι 1901), ο οποίος ήταν μάλιστα μέλος της κεντρικής επαναστατικής επιτροπής της Κομμούνας, καθώς και η Μαρία Πανταζή (Δαούδογλου), η οποία ήταν γυναίκα του Εμμανουήλ Δαούδογλου, όπου μετά το θάνατο του άνδρα της θα βρεθεί στο Παρίσι, θα γίνει μέλος της ένοπλης ομάδας Petroleuses και θα εκτελεστεί λίγο μετά τη πτώση της Κομμούνας από τους Βερσαλιέρους. Αλλά και ο ίδιος ο Μπακούνιν, ένθερμος υποστηρικτής της εξέγερσης, θα βρεθεί στη Λυών στις 15 Σεπτέμβρη του 1870 όπου έπαιξε ηγετικό ρόλο στη προσπάθεια σοσιαλιστικής ανατροπής του αστικού καθεστώτος, στις 24-25 Σεπτέμβρη εκδίδουν διακήρυξη πού καταργούσε το κράτος και κατορθώνουν να καταλάβουν την εξουσία στις 28 Σεπτέμβρη, συλλαμβάνεται, αλλά μετά από λίγες μέρες αφήνετε ελεύθερος, διαφεύγει στη Μασσαλία και μετά από ένα μήνα πηγαίνει στη Γένοβα και από ‘κει στο Λοκάρνο. Όλο το υπόλοιπο χρόνο και μέχρι τη πτώση της Κομμούνας, είναι υποστηρικτικός στους συντρόφούς του που συμμετέχουν από την Α’ Διεθνή.
Ο Άβλιχος θα επιστρέψει το 1872 στην Αθήνα και το χειμώνα του 1873 θα ξαναφύγει και θα συνεχίσει την περιπλάνηση του, αλλά και τη μόρφωσή του, στην Ιταλία, στην Ελβετία και στη Γαλλία. Το 1877 θα γυρίσει στην Ελλάδα και θα πάει στη Κέρκυρα περισσότερο για λόγους υγείας – λέγετε ότι το πρόβλημα του ήταν οι πεπτικές διαταραχές πού τον ταλαιπωρούσαν χρόνια και του δημιουργούσαν συχνές διάρροιες με συνεχείς αφυδατώσεις του οργανισμού του. Το 1878 θα επιστρέψει οριστικά στη Κεφαλονιά, στο αγαπημένο του Ληξούρι, σχεδόν μέχρι το θάνατό του. Μόνο τον τελευταίο καιρό θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο του Αργοστολίου, όπου στις 28 Νοέμβρη 1917 περίπου στη 1 το μεσημέρι, κάποιος θα του φέρει λουλούδια, και ο Άβλιχος αν και εξαντλημένος από την ασθένεια του, θα σηκωθεί από το κρεβάτι του για να πάει να τα προσφέρει σε μια άρρωστη νοσοκόμα, άξαφνα κλονίσθηκε, και το μόνο πού κατάφερε να πει πριν ταξιδεύσει για πάντα στην αιωνιότητα ήταν: «Το φώς μου σβήωμαι».
Σχεδόν 40 χρόνια θα ζήσει στο Ληξούρι, στο σπίτι του στη συνοικία του Αγ. Δημητρίου, δεν θα δουλέψει ποτέ, θα ζήσει εκποιώντας την κτηματική περιουσία που του άφησε ο πατέρας του. Πίσω από το γραφείο του, είχε δύο εικόνες, από τη μία μεριά η εικόνα του Αγ. Ανδρέα σταυρωμένο ανάποδα, ζωγραφισμένο από τον αδελφό του Γεώργιο Άβλιχο, σπουδαίο ζωγράφο και ποιητή και από την άλλη η φωτογραφία του Μιχαήλ Μπακούνιν.
Με τον αδελφό του είναι γνωστό ότι τους χώριζε απύθμενο μίσος, για περιουσιακούς λόγους, αλλά και πιθανότατα και από ποιητική αντιζηλία, όπως αναφέρει η Δώρα Μαρκάτου στο βιβλίο της «Τα ποιήματα του ζωγράφου Γεωργίου Άβλιχου».
Στο σόι των Αβλιχαίων τα δυο αδέλφια Μικέλης και Γεώργιος θα μείνουν στην οικογενειακή ιστορία ως τεμπέληδες, δεν θα παντρευτούν ποτέ και θα μείνουν άκληροι, όπως μου εξομολογήθηκε ο δισέγγονος Θεόδωρος Άβλιχος, από τον αδελφό του πατέρα του Μικέλη και του Γεώργιου, πού λεγότανε Νικόλαος.
Ο άνθρωπος Μικέλακης Άβλιχος
Ποιος ήταν ο άνθρωπος Μικέλης Άβλιχος; Θα γραφτούν διάφορα γι’ αυτόν, ότι ήταν απομονωμένος, με ελάχιστες παρέες, μόνο λίγοι νέοι τον περιτριγύριζαν, ότι ήταν μέγας και φοβερός μισόζωος και μισόκοσμος, η ψυχή του ήταν δηλητηριασμένη από απαισιοδοξία και ότι πίστευε μόνο στο κακό.
Τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια, ήταν ένας άνθρωπος βαθιά ουμανιστής, αντιμιλιταριστής, γεμάτος αγάπη για τους γύρω του, δεν του άρεσε να επιδεικνύεται, θεωρούσε δόξα την αδοξία του και όπως έλεγε ο ίδιος: «ούτε η τωροφημία ούτε η υστεροφημία» τον νοιάζουνε, γι’ αυτό άλλωστε δεν επιδιώκει να εκδώσει τα ποιήματα του, μόνο κάποια από αυτά θα βγουν μεμονωμένα στο περιοδικό «Ζιζάνιο». Τα περισσότερα σώθηκαν όταν λίγο πριν το τέλος της ζωής του τα έδωσε για να τα πετάξει στα σκουπίδια, στο φίλο του και θαυμαστή του που τον βοηθούσε τα τελευταία χρόνια, τον συνονόματο του, Μικέλη Τζανάτο ή Μικέλη του Μικελάκη. Μαζεμένα θα κυκλοφορήσουν 3 χρόνια μετά το θάνατο του στο περιοδικό «Νουμάς» και σε βιβλίο για πρώτη φορά από το Χαράλαμπο Λιναρδάτο το 1959.
Ο περίφημος απομονωτισμός του δεν ήταν μια πράξη δικής του επιλογής, πρέπει να βάλουμε τα δεδομένα στο χώρο και το χρόνο για να αντιληφθούμε τον κοινωνικό αποκλεισμό του ανθρώπου αυτού. Αναρχικός, άθεος, μάλλον μασόνος (υπάρχουν αναφορές για ομιλία του στη Στοά των Αθηνών, αλλά από την έρευνα δεν προέκυψαν επίσημα στοιχεία γιατί οι τέκτονες λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα έκαψαν όλα τα αρχεία τους), σε μια πολύ κλειστή κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα, θα φάνταζε κάτι σαν το τέρας της αποκάλυψης, με δύο κεφάλια πού ξερνάνε αίμα και φωτιά. Ακόμα και στις μέρες μας αυτή η εικόνα δεν φαντάζει νομίζω δραματικά διαφορετική.
Ένας άνθρωπος κοσμοπολίτης πού γυρνάει τα φιλοσοφικά κέντρα της εποχής του, δεν παθαίνει μετάλλαξη ξαφνικά όταν επιστρέφει, τα ποιήματα του μαχαίρι στη καρδιά της τότε συντηρητικής κοινωνίας. Ο ίδιος λέει: «με πίσσα και θειάφι γράφω», τον ταράζει αφάνταστα ο πόλεμος, νοιώθει φρίκη και αποτροπιασμό, βλέποντας μάλιστα ένα αεροπλάνο να πετάει, λέει στους φίλους του στο καφενείο του Ληξουρίου: «Ο άνθρωπος έγινε πουλί και ψάρι (αεροπλάνο και υποβρύχιο) μα ακόμα δεν κατόρθωσε να γίνει άνθρωπος».
Το μίσος του για τον πόλεμο ήταν παροιμιώδες, δεν ήθελε να ακούσει τίποτα γι’ αυτόν, συχνά έλεγε: «Είναι αδύνατον να μην γίνει, αργά η γλήγορα αυτή η απεργία. Να απεργήσει ο στρατός, να αρνηθούν οι στρατιώται να πάνε στα γυμνάσια, στις φρουρές στο πόλεμο.»!
Για τα κράτη έλεγε: «Η πολιτική των κρατών δυστυχώς δεν κανονίζουν τα αισθήματα των λαών, αλλά η διπλωματία η οποία ουδέποτε είχε καρδιά, αλλά εζύγιζε πάντοτε τα συμφέροντα της και μόνον αυτά, όπως ο φαρμακοποιός ζυγίζει είς την μικροσκοπική ζυγαριά του τα διάφορα φάρμακα».
Πολλοί θεωρούσαν ασύμβατο γεγονός την αριστοκρατική του καταγωγή με την αναρχική του καρδιά. Το απαντάει ο ίδιος, όταν μια γνωστή του, του λέει ότι «δεν είσαι αναρχικός αλλά αριστοκράτης». Η απάντηση του ήταν ότι εν μέρει το αποδέχεται και εν μέρει το απορρίπτει, διότι η αναρχία είναι η άκρατος αριστοκρατία. Άλλωστε και ο Μπακούνιν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, όπως και ο έτερος των θεωρητικών του αναρχισμού, ο Πιότρ Κροπότκιν που ήταν πρίγκηπας.
Ας δούμε ένα απόσπασμα από το περιοδικό «Νουμάς», στο φύλλο 683, το Σάββατο 9 Μαΐου 1920, στο αφιέρωμα του, εν ήδη μνημοσύνου: «Ο φιλόσοφος του Υπερανθρώπου είπε κάποτε “Οι από γενετής αριστοκράτες του πνεύματος ούτε βιάζονται ούτε θορυβούν. Τα δημιουργήματα τους ξεπροβάλλουν και πέφτουν από το δέντρο της φαντασίας τους, ήσυχα-ήσυχα, όπως τα χρυσά φύλλα μέσα σε ένα ήρεμο κι ευγενικό βράδυ του φθινοπώρου. Άν είναι κανείς κάτι, αληθινά, δεν έχει ανάγκη να κάμει τίποτα. Γιατί και σ’ αυτό ζεί η ενέργεια του.”
Προτιμούμε ν’ αρχίσουμε με το μότο αυτό το σύντομο άρθρο πού μας ανέθεσε να γράψωμε ο αγαπητός Νουμάς γιά το φιλολογικό μνημόσυνο του Άβλιχου. Είναι η ασφαλέστερη κριτική εξήγηση γιά τη ζωή και το έργο αυτού του στερνού βετεράνου της Επτανησιακής παραδόσεως, με την οποίον έγραψε τον επίλογο της μιά ολόκληρη φιλολογική εποχή. Η φροντίδα του γιά την άγνοια και τη σιωπή, αυτό το κάστρο το ακατανόητο γιά τους άλλους λόγιους, μέσα στο οποίον εφυλάκισε την πνευματική του ζωή περισσότερο από έβδομήντα χρόνια, αυτή η άγρια σχεδόν περιφρόνηση του προς τή δόξα της δημοσιότητας, η αριστοκρατική του αποστροφή του γιά κάθε τι πού του εθύμιζε το μάταιο θόρυβο, ο ασκητισμός, ο αναχωρητισμός, ο ντιλεταντισμός, ένα αίσθημα φόβου με το οποίο κρατούσε το ταλέντο του τυλιγμένο σαν τον ζηλότυπο σύζυγο πού έχει όμορφη γυναίκα, όλα αυτά τα παράξενα πράγματα, είναι στοιχεία για την κριτική.»
Και στο ίδιο αφιέρωμα του περιοδικού ο Χαρίλαος Αντωνάτος λέει: «Ο Άβλιχος μισούσε τη σαπίλα, ιδίως την κοινωνική στηρίζοντας τη γνώμη του στο δίδαγμα: “Πρέπει να είσαι και όχι να ‘χης, γιατί όταν είσαι, έχεις, ενώ όταν έχης, μπορεί να μην είσαι”. Με τα λόγια του και τα τραγούδια του ήτανε μάστιγα σε κάθε σάπιο, σε κάθε έκτροπο, οπουδήποτε το εύρισκε».
Καθαρός και άμωμος στη συνείδηση έδειχνε την απομόνωση του, στη φιλοσοφική του σκέψη και στους στίχους του, προσπαθώντας να χτίσει τα κάστρα και να κρύψει τις ευαισθησίες του:
Τον θάνατο δεν τον φοβότανε μάλλον τον διακωμωδούσε, πριν πεθάνει έλεγε στους φίλους του: «μη κλαίτε ο Μικέλης πάει στη ζωή», όπως και στο ποίημα του «Επίγραμμα 50Α»:
Ο βίος είναι γόρδιος δεσμός
Κι ο θάνατος Αλέξανδρος Μεγάλος
Κι ασύγκριτος χειρούργος και γιατρός
Κόβει το πόδι και περνάει ο κάλος.
Από το βιβλίο τα «Άπαντα του Μικέλη Άβλιχου», του Αριστείδη Ρουχωτά 1976
Ο Μικελάκης Άβλιχος είναι ένας αδικημένος ποιητής, ανώτερος ποιοτικά από πολλούς πού τους θεωρούμε κορυφαίους μας ποιητές, πλήρωσε και πληρώνει την εμμονή του στο δίκαιο και στον αγώνα του για κατάργηση του κράτους, το οποίο θεωρούσε ως βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Ο Παλαμάς
Ο Κωστής Παλαμάς και γενικότερα οι ποιητικοί κύκλοι τρέφουν μεγάλη εκτίμηση στο Μικελάκη Άβλιχο, ο Παλαμάς μάλιστα γράφει ένα ποίημα αφιερωμένο σε αυτόν:
Το τραγούδι
Στον ποιητή Μικέλη Άβλιχο
Ρεματαριά, η βρυσούλα η ποταμός
Ζωής νάμα το νερό του τραγουδιού
Πότε μιάς Πολιτείας ο ταραμός
Πότε μέρωμα τ’ άγριου λαγκαδιού
Ρέει, κλαίει.Το πίνει ο φτερωτός διαβάτης
Για να υψωθή στ’ αγνά και στ’ ανοιχτά
Η αμαρτωλή ψυχή την παρθενιά της
Μέσα του σα λουστή, ξαναχτυπά
Και στη φήμη και κάτου άπό τη λήθη
Και σα στων Ολυμπίων τα πλευρά
Πάει το τραγούδι. Ο κόσμος παραμύθι
Το τραγούδι τ’ αθάνατο νερό
Κι αν τίποτε δεν ηύρε να ποτίση
Κι αταίριαστο κυλά κ’ ερμαδιακό
Με το δικό του μονάχα μεθύσι
Ζή θεριεμένο η πράο, βασιλικό.
Πηγή: Δρόμος της Αριστεράς (01/06/2019)
Κώστας Γκιώνης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου