Δημήτρης Χριστόπουλος
«Πρόσφυγες» χαρακτηρίζει ο Μηλιώνης τους Γιαννιώτες των πέριξ χωριών που στον καιρό του Εμφυλίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον άρον τα σπίτια τους, για να βρουν καταφύγιο στην πόλη των Ιωαννίνων, εκεί όπου καινούργια βάσανα τους περίμεναν.
Διαβάζω και σκέφτομαι: η μοίρα του πρόσφυγα είναι πάντα και παντού η ίδια.
Χειρότερο, βέβαια, είναι να είσαι πρόσφυγας στον δικό σου τόπο, που κάποια μέρα πέρασε τα διόδια και χάθηκε για πάντα, χωρίς εσύ να το αντιληφθείς. Ο τόπος του μίσους, της χολής, της μισανθρωπιάς δεν είναι πια δικός μας. Ίσως να σάλπαρε μια νύχτα για άλλες πολιτείες και να μας άφησε μόνους να παλεύουμε με το θηρίο που μέσα μας ξύπνησε και βρυχάται.
Τα Γιαννιτσά είναι συνεκδοχικά η καρικατούρα της σημερινής Ελλάδας.
Διαβάζω:
«Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή Θάλασσα / πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου»
(Γ. Σεφέρης, Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα, Ιούλιος 1942).
«Εκείνος ο χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος.
(…)
Πήραμε τα χάνια με τη σειρά, διαλέγοντας πεζοδρόμια στεγασμένα, αλλά συχνά πάνω στη βιασύνη μας πέφταμε στα λούκια και τρώγαμε μαζεμένο όλο το νερό που είχαμε γλιτώσει. Δεν βρίσκαμε πουθενά να μείνουμε. Παντού πλήθος από πρόσφυγες που πάλευαν να χώσουν το κεφάλι τους στις θυρίδες των χανιτζήδων και παρακαλούσαν για μια κάμαρη, έστω μια γωνιά στο χαγιάτι, να στρώσουν μια βελέντζα, γιατί είχαν μικρά παιδιά και θα πλευρίτωναν. Κι ολόγυρα οι γυναίκες να περιμένουν υπομονετικά, με τα μωρά που κλαίγανε στην αγκαλιά, καθισμένες πάνω στα συμπράγκαλά τους. Για καλό ξενοδοχείο δε γινόταν σκέψη, έτσι άφραγκοι που είχαμε φτάσει, άσε που και σ’ αυτά όπως λέγανε δεν υπήρχε ούτε διάδρομος αδειανός.
(…)
Όσοι είχαν φτάσει πρώτοι, προλάβανε και πιάσανε τα εβραίικα του Κάστρου που ήταν τέσσερα χρόνια αδειανά και ρημάζανε. Γιόμισαν και τα σχολεία, που είχαν χτιστεί με τα κληροδοτήματα των φιλογενών, Ζωσιμάδων και Καπλάνηδων. Έγινε τότε μια επιτροπή κι άρχισε τις επιτάξεις. Και καλά με τους γιαννιώτες που είχαν τη ρετσινιά τους απ’ τον καιρό της Κατοχής, αυτοί άφηναν να τους επιτάξουν κι ένα και δυο δωμάτια χωρίς διαμαρτυρίες, συχνά συμμαζεύονταν πρόθυμα σε μια κάμαρη παραχωρώντας το υπόλοιπο σπίτι –«δε θ’ άφηναν τους ανθρώπους στο δρόμο» έλεγαν φιλάνθρωπα και με δισταγμό, μη και παρεξηγηθεί ο λόγος τους. Η δυσκολία ήταν με τους άλλους που είχαν σηκώσει ψηλά τη μύτη, γιατί και φόβο δεν είχαν κι όλο και κάποιον γνωστό διέθεταν στο Φρουραρχείο ή στη Νομαρχία, για να τους ακυρώσει την επίταξη. (…)»
[Χριστόφορος Μηλιώνης, απόσπασμα από τη νουβέλα «Η αποκριά», στα «Ακροκεραύνια», Κέδρος, 1976]
Πηγή: artinews.gr
Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
«Πρόσφυγες» χαρακτηρίζει ο Μηλιώνης τους Γιαννιώτες των πέριξ χωριών που στον καιρό του Εμφυλίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον άρον τα σπίτια τους, για να βρουν καταφύγιο στην πόλη των Ιωαννίνων, εκεί όπου καινούργια βάσανα τους περίμεναν.
Διαβάζω και σκέφτομαι: η μοίρα του πρόσφυγα είναι πάντα και παντού η ίδια.
Χειρότερο, βέβαια, είναι να είσαι πρόσφυγας στον δικό σου τόπο, που κάποια μέρα πέρασε τα διόδια και χάθηκε για πάντα, χωρίς εσύ να το αντιληφθείς. Ο τόπος του μίσους, της χολής, της μισανθρωπιάς δεν είναι πια δικός μας. Ίσως να σάλπαρε μια νύχτα για άλλες πολιτείες και να μας άφησε μόνους να παλεύουμε με το θηρίο που μέσα μας ξύπνησε και βρυχάται.
Τα Γιαννιτσά είναι συνεκδοχικά η καρικατούρα της σημερινής Ελλάδας.
Διαβάζω:
«Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή Θάλασσα / πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου»
(Γ. Σεφέρης, Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα, Ιούλιος 1942).
«Εκείνος ο χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος.
(…)
Πήραμε τα χάνια με τη σειρά, διαλέγοντας πεζοδρόμια στεγασμένα, αλλά συχνά πάνω στη βιασύνη μας πέφταμε στα λούκια και τρώγαμε μαζεμένο όλο το νερό που είχαμε γλιτώσει. Δεν βρίσκαμε πουθενά να μείνουμε. Παντού πλήθος από πρόσφυγες που πάλευαν να χώσουν το κεφάλι τους στις θυρίδες των χανιτζήδων και παρακαλούσαν για μια κάμαρη, έστω μια γωνιά στο χαγιάτι, να στρώσουν μια βελέντζα, γιατί είχαν μικρά παιδιά και θα πλευρίτωναν. Κι ολόγυρα οι γυναίκες να περιμένουν υπομονετικά, με τα μωρά που κλαίγανε στην αγκαλιά, καθισμένες πάνω στα συμπράγκαλά τους. Για καλό ξενοδοχείο δε γινόταν σκέψη, έτσι άφραγκοι που είχαμε φτάσει, άσε που και σ’ αυτά όπως λέγανε δεν υπήρχε ούτε διάδρομος αδειανός.
(…)
Όσοι είχαν φτάσει πρώτοι, προλάβανε και πιάσανε τα εβραίικα του Κάστρου που ήταν τέσσερα χρόνια αδειανά και ρημάζανε. Γιόμισαν και τα σχολεία, που είχαν χτιστεί με τα κληροδοτήματα των φιλογενών, Ζωσιμάδων και Καπλάνηδων. Έγινε τότε μια επιτροπή κι άρχισε τις επιτάξεις. Και καλά με τους γιαννιώτες που είχαν τη ρετσινιά τους απ’ τον καιρό της Κατοχής, αυτοί άφηναν να τους επιτάξουν κι ένα και δυο δωμάτια χωρίς διαμαρτυρίες, συχνά συμμαζεύονταν πρόθυμα σε μια κάμαρη παραχωρώντας το υπόλοιπο σπίτι –«δε θ’ άφηναν τους ανθρώπους στο δρόμο» έλεγαν φιλάνθρωπα και με δισταγμό, μη και παρεξηγηθεί ο λόγος τους. Η δυσκολία ήταν με τους άλλους που είχαν σηκώσει ψηλά τη μύτη, γιατί και φόβο δεν είχαν κι όλο και κάποιον γνωστό διέθεταν στο Φρουραρχείο ή στη Νομαρχία, για να τους ακυρώσει την επίταξη. (…)»
[Χριστόφορος Μηλιώνης, απόσπασμα από τη νουβέλα «Η αποκριά», στα «Ακροκεραύνια», Κέδρος, 1976]
Πηγή: artinews.gr
Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου