Άρης Χατζηστεφάνου
Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης εστίασαν δικαιολογημένα την προσοχή τους στην πρωτοφανή κίνηση της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, να σκίσει το αντίγραφο της ομιλίας του προέδρου Τραμπ για την Κατάσταση του Έθνους.
Στην εποχή των social media, όμως, τον τελικό λόγο είχε ο Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος αναπαρήγαγε στο Τwitter ένα βιντεάκι με το εξώφυλλο του περιοδικού Time που τον παρουσίαζε να επανεκλέγεται το 2024, το 2028, το 2032… και στον αιώνα τον άπαντα.
Στη δεύτερη περίπτωση το πρόβλημα, δεν ήταν απλώς η αδυναμία έκδοσης αποτελεσμάτων λόγω τεχνικών προβλημάτων, αλλά ο καταποντισμός του υποψηφίου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος εκπροσωπούσε τον πυρήνα του πολιτικού κατεστημένου των Δημοκρατικών. Και οι δυο αποτυχίες ήταν απόλυτα προβλέψιμες, αλλά κανένας δεν έδειχνε να δίνει σημασία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να έχει δικαστεί και καταδικαστεί σχεδόν από την πρώτη εβδομάδα της προεδρίας του για σειρά μικρών ή μεγαλύτερων αδικημάτων και εγκλημάτων. Από τον βομβαρδισμό περιοχών της Συρίας και τις δολοφονίες ξένων αξιωματούχων με drones μέχρι τις δολοφονικές κυρώσεις, που έχουν στοιχίσει τη ζωή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, πληθώρα υποθέσεων στοιχειοθετούν ένα πλήρες κατηγορητήριο εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Στην πραγματικότητα, όμως, στην εξωτερική πολιτική ο Τραμπ απλώς αναμόχλευσε την πολιτική του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα. Για να καταδικάσουν τη στάση του, οι αξιωματούχοι των Δημοκρατικών θα έπρεπε να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να ζητήσουν πρώτα τη δική τους παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η παραπομπή βέβαια του προέδρου θα μπορούσε να είχε στηριχθεί και σε σειρά κατηγοριών που σχετίζονται με τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στις επιχειρηματικές και πολιτικές δραστηριότητες της οικογένειας του, όπως και σε περιστατικά παραβίασης του Συντάγματος (απαγόρευση εισόδου συγκεκριμένων μεταναστών κ.α). Οι Δημοκρατικοί όμως άφησαν και αυτή την ευκαιρία να περάσει. Αντίθετα επέλεξαν τη μοναδική κατηγορία η οποία θα επιβεβαίωνε τις θεωρίες συνωμοσίας που οι ίδιοι διακινούσαν περί εμπλοκής της Ρωσίας σε εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ – στις θεωρίες δηλαδή με τις οποίες η Χίλαρι Κλίντον προσπαθεί εδώ και χρόνια να δικαιολογήσει ότι στις τελευταίες εκλογές ταπεινώθηκε εκλογικά από τον χειρότερο πολιτικό που έχει γνωρίσει η χώρα.
Οι κατήγοροι του Τραμπ ανάλωσαν τον χρόνο και τα επιχειρήματά τους προσπαθώντας να εξηγήσουν γιατί ο πρόεδρος δεν δίνει περισσότερα χρήματα στην Ουκρανία για να ενισχύσει την αντιπαράθεσή της με τη Ρωσία. Σε αυτή την προσπάθειά τους δεν δίστασαν να συμμαχήσουν ακόμη και με τον διαβόητο πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Τζον Μπόλτον, αποδεικνύοντας ότι η μάχη ήταν τελικά ένα μικροπολιτικό παιχνίδι κι όχι η σύγκρουση δυο διαφορετικών αξιακών συστημάτων. Το ερώτημα που πλανάται τώρα στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον είναι εάν το πολιτικό φιάσκο της παραπομπής του Τραμπ στη δικαιοσύνη αποτελεί και προανάκρουσμα μιας επερχόμενης ήττας στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Πρόσφατη δημοσκόπηση της Gallup δείχνει ότι τα ποσοστά αποδοχής του Τραμπ αυξήθηκαν από το 39% στο 49% κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παραπομπής του στη Δικαιοσύνη. Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς εάν και σε ποιο βαθμό αυτή η άνοδος συνδέεται με τη διαδικασία του impeachment, το γεγονός είναι ότι η αποδοχή του προέδρου ξεπερνά κατά 3% αυτή του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα, στην ίδια χρονική περίοδο της προεδρίας τους. H Wall Street Journal σε κεντρικό άρθρο γνώμης της ανέφερε ότι οι Δημοκρατικοί ίσως «ενίσχυσαν τον Τραμπ οδηγώντας των ενώπιον της δικαιοσύνης» αν και άλλοι αναλυτές εκτιμούν ότι σε μια τόσο πολωμένη κοινωνία η διαδικασία ίσως να μην άλλαξε τη στάση των οπαδών και των αντιπάλων του προέδρου.
Την ίδια στιγμή όμως μια άλλη εξέλιξη θα μπορούσε να ρίξει βαρύτερη τη σκιά της επάνω στις ελπίδες των Δημοκρατικών για την προεδρία. Ο κομματικός μηχανισμός, και τα τμήματα του οικονομικού, πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου που αυτός εκπροσωπεί, ενδιαφέρονται περισσότερο να αποτρέψουν μια εκλογική νίκη του προοδευτικού Μπέρνι Σάντερς παρά να κερδίσουν τον Τραμπ. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα φιλελεύθερα ΜΜΕ τον γερουσιαστή από το Βερμόντ θυμίζει τις πιο σκοτεινές στιγμές της περιόδου του μακαρθισμού. Όλα μάλιστα μοιάζουν βγαλμένα από το εγχειρίδιο αποτυχίας των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία, όπου το κομματικό κατεστημένο θεωρούσε τον Τζέρεμι Κόρμπιν σαν μεγαλύτερη απειλή από τη νίκη των Συντηρητικών.
Το γεγονός ότι ο Σάντερς φαίνεται να κέρδισε τη λεγόμενη λαϊκή ψήφο στις προκριματικές εκλογές της Αϊόβας (αν και ήταν μάλλον δεδομένο ότι το παράλογα περίπλοκο εκλογικό σύστημα θα του στερούσε την πραγματική νίκη) σήμανε συναγερμό στο στρατηγείο των Δημοκρατικών. Δεν γνωρίζουμε φυσικά, και ίσως να μην μάθουμε ποτέ εάν πίσω από την κατάρρευση της εκλογικής διαδικασίας, που αποδόθηκε σε τεχνικά προβλήματα, κρύβεται και ένα άτυπο «πραξικόπημα» από ανθρώπους που θέλησαν να αποτρέψουν τη νίκη του Σάντερς. Το γεγονός όμως ότι αρκετοί σοβαροί αναλυτές και χιλιάδες υποστηρικτές του Σάντερς ήταν έτοιμοι να πιστέψουν το συγκεκριμένο σενάριο δείχνει πόσο βαριά τραυματισμένη είναι η δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Δημοκρατικό Κόμμα κατάφερε να φέρει τον Τραμπ στην εξουσία εμμένοντας στην αποτυχημένη υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον, η οποία αγνόησε όλα τα οικονομικά και ταξικά ζητήματα που απασχολούσαν την αμερικανική κοινωνία. Σήμερα κινδυνεύουμε να του χαρίσει και μια δεύτερη θητεία.
Πηγή: sputniknews.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης εστίασαν δικαιολογημένα την προσοχή τους στην πρωτοφανή κίνηση της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, να σκίσει το αντίγραφο της ομιλίας του προέδρου Τραμπ για την Κατάσταση του Έθνους.
Στην εποχή των social media, όμως, τον τελικό λόγο είχε ο Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος αναπαρήγαγε στο Τwitter ένα βιντεάκι με το εξώφυλλο του περιοδικού Time που τον παρουσίαζε να επανεκλέγεται το 2024, το 2028, το 2032… και στον αιώνα τον άπαντα.
— Donald J. Trump (@realDonaldTrump) February 5, 2020Μέσα σε μια εβδομάδα ο σκληρός πυρήνας των Δημοκρατικών υπέστη δυο ταπεινωτικές ήττες, καταρχήν με την αθώωση του Ντόναλντ Τραμπ στη διαδικασία της νομικής δίωξής του (impeachment), αλλά και με το πρωτοφανές φιάσκο στις προκριματικές εκλογές της Αϊόβα.
Στη δεύτερη περίπτωση το πρόβλημα, δεν ήταν απλώς η αδυναμία έκδοσης αποτελεσμάτων λόγω τεχνικών προβλημάτων, αλλά ο καταποντισμός του υποψηφίου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος εκπροσωπούσε τον πυρήνα του πολιτικού κατεστημένου των Δημοκρατικών. Και οι δυο αποτυχίες ήταν απόλυτα προβλέψιμες, αλλά κανένας δεν έδειχνε να δίνει σημασία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να έχει δικαστεί και καταδικαστεί σχεδόν από την πρώτη εβδομάδα της προεδρίας του για σειρά μικρών ή μεγαλύτερων αδικημάτων και εγκλημάτων. Από τον βομβαρδισμό περιοχών της Συρίας και τις δολοφονίες ξένων αξιωματούχων με drones μέχρι τις δολοφονικές κυρώσεις, που έχουν στοιχίσει τη ζωή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, πληθώρα υποθέσεων στοιχειοθετούν ένα πλήρες κατηγορητήριο εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Στην πραγματικότητα, όμως, στην εξωτερική πολιτική ο Τραμπ απλώς αναμόχλευσε την πολιτική του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα. Για να καταδικάσουν τη στάση του, οι αξιωματούχοι των Δημοκρατικών θα έπρεπε να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να ζητήσουν πρώτα τη δική τους παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η παραπομπή βέβαια του προέδρου θα μπορούσε να είχε στηριχθεί και σε σειρά κατηγοριών που σχετίζονται με τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στις επιχειρηματικές και πολιτικές δραστηριότητες της οικογένειας του, όπως και σε περιστατικά παραβίασης του Συντάγματος (απαγόρευση εισόδου συγκεκριμένων μεταναστών κ.α). Οι Δημοκρατικοί όμως άφησαν και αυτή την ευκαιρία να περάσει. Αντίθετα επέλεξαν τη μοναδική κατηγορία η οποία θα επιβεβαίωνε τις θεωρίες συνωμοσίας που οι ίδιοι διακινούσαν περί εμπλοκής της Ρωσίας σε εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ – στις θεωρίες δηλαδή με τις οποίες η Χίλαρι Κλίντον προσπαθεί εδώ και χρόνια να δικαιολογήσει ότι στις τελευταίες εκλογές ταπεινώθηκε εκλογικά από τον χειρότερο πολιτικό που έχει γνωρίσει η χώρα.
Οι κατήγοροι του Τραμπ ανάλωσαν τον χρόνο και τα επιχειρήματά τους προσπαθώντας να εξηγήσουν γιατί ο πρόεδρος δεν δίνει περισσότερα χρήματα στην Ουκρανία για να ενισχύσει την αντιπαράθεσή της με τη Ρωσία. Σε αυτή την προσπάθειά τους δεν δίστασαν να συμμαχήσουν ακόμη και με τον διαβόητο πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Τζον Μπόλτον, αποδεικνύοντας ότι η μάχη ήταν τελικά ένα μικροπολιτικό παιχνίδι κι όχι η σύγκρουση δυο διαφορετικών αξιακών συστημάτων. Το ερώτημα που πλανάται τώρα στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον είναι εάν το πολιτικό φιάσκο της παραπομπής του Τραμπ στη δικαιοσύνη αποτελεί και προανάκρουσμα μιας επερχόμενης ήττας στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Πρόσφατη δημοσκόπηση της Gallup δείχνει ότι τα ποσοστά αποδοχής του Τραμπ αυξήθηκαν από το 39% στο 49% κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παραπομπής του στη Δικαιοσύνη. Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς εάν και σε ποιο βαθμό αυτή η άνοδος συνδέεται με τη διαδικασία του impeachment, το γεγονός είναι ότι η αποδοχή του προέδρου ξεπερνά κατά 3% αυτή του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα, στην ίδια χρονική περίοδο της προεδρίας τους. H Wall Street Journal σε κεντρικό άρθρο γνώμης της ανέφερε ότι οι Δημοκρατικοί ίσως «ενίσχυσαν τον Τραμπ οδηγώντας των ενώπιον της δικαιοσύνης» αν και άλλοι αναλυτές εκτιμούν ότι σε μια τόσο πολωμένη κοινωνία η διαδικασία ίσως να μην άλλαξε τη στάση των οπαδών και των αντιπάλων του προέδρου.
Την ίδια στιγμή όμως μια άλλη εξέλιξη θα μπορούσε να ρίξει βαρύτερη τη σκιά της επάνω στις ελπίδες των Δημοκρατικών για την προεδρία. Ο κομματικός μηχανισμός, και τα τμήματα του οικονομικού, πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου που αυτός εκπροσωπεί, ενδιαφέρονται περισσότερο να αποτρέψουν μια εκλογική νίκη του προοδευτικού Μπέρνι Σάντερς παρά να κερδίσουν τον Τραμπ. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα φιλελεύθερα ΜΜΕ τον γερουσιαστή από το Βερμόντ θυμίζει τις πιο σκοτεινές στιγμές της περιόδου του μακαρθισμού. Όλα μάλιστα μοιάζουν βγαλμένα από το εγχειρίδιο αποτυχίας των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία, όπου το κομματικό κατεστημένο θεωρούσε τον Τζέρεμι Κόρμπιν σαν μεγαλύτερη απειλή από τη νίκη των Συντηρητικών.
Το γεγονός ότι ο Σάντερς φαίνεται να κέρδισε τη λεγόμενη λαϊκή ψήφο στις προκριματικές εκλογές της Αϊόβας (αν και ήταν μάλλον δεδομένο ότι το παράλογα περίπλοκο εκλογικό σύστημα θα του στερούσε την πραγματική νίκη) σήμανε συναγερμό στο στρατηγείο των Δημοκρατικών. Δεν γνωρίζουμε φυσικά, και ίσως να μην μάθουμε ποτέ εάν πίσω από την κατάρρευση της εκλογικής διαδικασίας, που αποδόθηκε σε τεχνικά προβλήματα, κρύβεται και ένα άτυπο «πραξικόπημα» από ανθρώπους που θέλησαν να αποτρέψουν τη νίκη του Σάντερς. Το γεγονός όμως ότι αρκετοί σοβαροί αναλυτές και χιλιάδες υποστηρικτές του Σάντερς ήταν έτοιμοι να πιστέψουν το συγκεκριμένο σενάριο δείχνει πόσο βαριά τραυματισμένη είναι η δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Δημοκρατικό Κόμμα κατάφερε να φέρει τον Τραμπ στην εξουσία εμμένοντας στην αποτυχημένη υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον, η οποία αγνόησε όλα τα οικονομικά και ταξικά ζητήματα που απασχολούσαν την αμερικανική κοινωνία. Σήμερα κινδυνεύουμε να του χαρίσει και μια δεύτερη θητεία.
Πηγή: sputniknews.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου