Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus)


Σαν σήμερα


«Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα».

Αυτά τα λόγια έλεγε σε φίλους του ο Αλμπέρ Καμύ. Και δυο σχεδόν μήνες μετά τη συμπλήρωση των 46 ετών χάνει τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα. Και ήταν αλήθεια. Μια αλήθεια επώδυνη, που την βροντοφώναζαν τα έντυπα όλου του κόσμου, με εμπροσθοφυλακή το πρωτοσέλιδo της Le Monde:

4 Ιανουαρίου 1960. Νεκρός σε αυτοκινητικό ατύχημα ο συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ. 
Αιτία, η υπερβολική ταχύτητα με την οποία προσέκρουσε σε δέντρο στο Πτι Βιλμπλεβέν της Υόν το όχημα μάρκας Facel Vega, στο οποίο επέβαιναν ο ίδιος και η οικογένεια του στενού φίλου και εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ. Ο οδηγός 5 μέρες μετά, υπέκυψε στα τραύματά του.

Ο συγγραφέας από τ’ Αλγέρι, ή γαλλιστί L’ écrivain d’ Alger, έφυγε πριν 61 χρόνια.

Γεννήθηκε στο Μοντοβί της Γαλλικής Αλγερίας στις 7 Νοεμβρίου 1913 από Γάλλο χωρικό και μητέρα Ισπανίδα και μεγάλωσε μέσα στην ένδεια.

«Μεγάλωσα, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις τυμπανοκρουσίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και η Ιστορία μας από τότε δεν έπαψε να είναι: φόνος, αδικία, βία». Είχε έναν ακόμη μεγαλύτερο αδελφό. Ο πατέρας του, ο αλσατικής καταγωγής Λυσιέν, εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού σε ένα οινοπαραγωγικό κτήμα κοντά στο Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας. Επιστρατεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1914 και ο τραυματισμός του στη μάχη του Μάρνη τον οδήγησε στον θάνατο στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Ο μικρός Αλμπέρ θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μια φωτογραφία και μια σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μιας εκτέλεσης.

Η μητέρα του δούλευε ως παραδουλεύτρα για να μεγαλώσει αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Η οικογένεια του, μετά τον θάνατό του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Αλγέρι και έζησε σε ένα μικρό δυάρι με την γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του και έναν παράλυτο θείο του.

Ο νεαρός Αλμπέρ ασχολείται με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με το ποδόσφαιρο, αγωνιζόμενος στην ομάδα του σχολείου του, ως τερματοφύλακας. Μάλιστα το 1937 όπως έγραψε και η εφημερίδα Εκίπ, ο Καμύ πήρε μέρος σε αγώνα αντιπροσωπευτικής ομάδας του Αλγερίου εναντίον επαγγελματικού γαλλικού συλλόγου, στο Παρίσι, έχοντας συμπαίκτες τους μετέπειτα γνωστούς παίκτες Μπεν Μπουαλί και Ζα Σερόν. Φοιτώντας στο Πανεπιστήμιο υπήρξε μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας “Ρασίνγκ”, ενώ δέχτηκε πρόταση να γίνει επαγγελματίας παίκτης από δυο τουλάχιστον συλλόγους, τις οποίες όμως απέρριψε, παρά την αντίθετη προτροπή της μητέρας του.

Μια κρίση φυματίωσης, έβαλε τέλος στα αθλητικά του όνειρα. Χρόνια αργότερα ενθυμούμενος αυτά που του προσέφερε το ποδόσφαιρο είπε την γνωστή ρήση: «Στο ποδόσφαιρο χρωστάω όσα ξέρω για ηθική και καθήκον».

Η επιδείνωση της υγείας του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το ανθυγιεινό διαμέρισμα στο οποίο έμεινε για 15 χρόνια. Μένει για λίγο σε έναν θείο του χασάπη το επάγγελμα και δημοκράτη, υπέρμαχου των ιδεών του Βολτέρου κι έπειτα αποφασίζει να ζήσει μόνος. Για να τα βγάλει πέρα παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα και κάνει διάφορες δουλειές.

Την ίδια χρονιά γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αλγερίου, από την οποία αποφοίτησε το 1936, με μια εργασία για την σχέση της ελληνικής και χριστιανικής σκέψης στα κείμενα του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου.

Το 1934 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας. Πήρε μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών και έγινε διευθυντής της εφημερίδα «Μάχη».

Στην πρωτεύουσα της Αλγερίας σφυρηλάτησε την προσωπικότητά του και πραγματοποίησε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Άρχισε να δημοσιογραφεί ως πολιτικός συντάκτης και λογοτεχνικός κριτικός και εκεί έγραψε τα πρώτα του έργα. Εκεί ένιωσε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και σε ηλικία 21 ετών παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα του, την Σιμόν Ιέ, από την οποία γρήγορα χώρισε, επειδή ο ένας απατούσε τον άλλον.

Ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας (le Théâtre du Travail) στο Αλγέρι, που αργότερα (1937) μετονομάζει σε «Θέατρο της Ομάδας».

Στη συνέχεια, ακολουθώντας τον Σαρτρ και τον υπαρξισμό, απομακρύνθηκε από το κομμουνιστικό κίνημα. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής εξέδωσε το πρώτο σπουδαίο έργο του, το μυθιστόρημα «Ο Ξένος» (1942). Πρόκειται για μια σπουδή στην αλλοτρίωση του ανθρώπου του 20ου αιώνα, μέσα από το πορτρέτο ενός «ξένου» καταδικασμένου σε θάνατο όχι τόσο επειδή πυροβόλησε έναν Άραβα, αλλά επειδή αρνείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε το φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ο Μύθος του Σίσυφου», που αναλύει μία αντίληψη του παραλόγου.

Το ίδιο χρονικό διάστημα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την μαθηματικό Φρανσίν Φορ, η οποία του χάρισε δύο κόρες. Όπως και με την Ιέ, δεν υπήρξε το πρότυπο του πιστού συζύγου.

Ο Καμί εξέδωσε και άλλα σημαντικά έργα, όπως τα μυθιστορήματα «Η πανούκλα» (1943) και η «Πτώση» (1956), το θεατρικό «Καλιγούλας» (1944) και το δοκίμιο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951), που προκάλεσε σκληρές διαμάχες μεταξύ των μαρξιστών της εποχής του.

Εκείνη την εποχή, οι μνήμες του Εμφυλίου στη χώρα μας ήταν ακόμα νωπές, ενώ ο Καμύ είχε ήδη συνυπογράψει επιστολή συμπαράστασης στους αριστερούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο (1949), ενώ αργότερα κράτησε την ίδια στάση και για τους αγωνιστές της Κύπρου. «Πράγματι», παραδεχόταν, «υπήρξε μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη και υπήρξε και μια ελληνική εθνική αλληλεγγύη: η αλληλλεγγύη της οδύνης. Αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης».

Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ με τη δημοσίευση στο περιοδικό Μοντέρνοι καιροί (Les Temps modernes) του άρθρου από τον Ανρί Ζανσόν (Henri Jeanson) που προσάπτει στην εξέγερση του Καμύ ότι είναι «εκ προθέσεως στατική». Το 1956, στο Αλγέρι, πρότεινε την «πολιτική ανακωχή» ενώ μαινόταν ο πόλεμος.

«Όλα γίνονται από μια συνήθεια. Είμαστε γελοίοι αριθμοί μιας κοινωνίας που ενεργεί από συνήθεια, μισούμε ή αγαπάμε από συνήθεια και σκεπτόμαστε τα «μεγάλα προβλήματα» από συνήθεια».

Το 1957 τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Έγινε ο νεότερος συγγραφέας που τιμήθηκε με Νόμπελ σε ηλικία 44 ετών.

Και δυο χρόνια και κάτι μετά, σκοτώνεται σε τροχαίο, όπως γράφτηκε στην αρχή αυτού του αφιερώματος.

Ήταν ένας φιλόσοφος συγγραφέας που πολλά από όσα είπε καταγράφηκαν ως αποφθέγματα. Εραστής της ζωής, παθιασμένος, ποδοσφαιρόφιλος.

Το μεγάλο έρωτα της ζωής του τον βρήκε στην ηθοποιό Μαρία Καζαρές. Ήταν δέκα χρόνια μικρότερή του και όταν τη γνώρισε αυτή ήταν 21 χρονών.

Όταν δεν τον έβλεπε, τού έστελνε γράμματα, μέσα στα οποία έκαιγαν ο πόθος, η αγάπη και η προσμονή. Ο Αλμπέρ Καμύ που προστάτευε ως κόρη οφθαλμού την θυελλώδη σχέση τους, της απαντούσε πάντα με την ίδια λαχτάρα. Τα γράμματά του ήταν μακροσεκή και απευθυνόταν σε μια γυναίκα που «ήταν όμορφη από θέλημα Θεού, και τσαχπίνα από θέλημα Διαβόλου». Όταν την είχε ρωτήσει για πρώτη φορά για τις φιλοδοξίες της, του απάντησε με ένα απροσδιόριστο κούνημα του κεφαλιού της. Όταν την ξαναρώτησε λίγο αφότου είχαν μοιραστεί το ίδιο κρεβάτι, είχε αποκριθεί πως μοναδική της φιλοδοξία ήταν να τού εμπνέει διαρκώς τον έρωτα.

Η Ισπανίδα Μαρία Καζαρές δεν ήθελε μόνο την καρδιά, αλλά και την ψυχή του. Τα μάτια της γίνονταν η φυλακή του. Γεννήθηκε για να αποτελέσει τον πειρασμό ενός έγγαμου «παραδείσου». Κοντά της ο Καμύ ένιωθε τις κλεμμένες ώρες της ημέρας και της νύχτας ως ένα απερίγραπτα τέλειο θαύμα.

«Φοβάμαι να σε μοιράζομαι και μπορεί και να κουράστηκα. Πάρε μιαν απόφαση, επιτέλους, Αλ. Αν δεν το κάνεις, σου υπόσχομαι μέχρι το τέλος αυτού του χρόνου να έχω εξαφανιστεί οριστικά και αμετάκλητα από τη ζωή σου», του είχε τρίξει τα δόντια η ερωτευμένη Μαρία Καζαρές που στο μεταξύ είχε καθιερωθεί στον γαλλικό κινηματογράφο. Αυτός συνέχιζε να καπνίζει σιωπηλός και προβληματισμένος την πίπα του.

Ο Καμύ δεν άντεχε μακριά της κι αφού απέσπασε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957, ένιωσε έτοιμος να προχωρήσει στο μεγάλο βήμα μαζί της.

Μόνο που η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Στις 4 Ιανουαρίου 1960, σκοτώθηκε σε τροχαίο ακαριαία ο γαλλοαλγερινός συγγραφέας.

Πέντε μέρες νωρίτερα, έγραφε στο στερνό του γράμμα τα σχέδιά του: «Ποτέ δε μου έλειψες περισσότερο, μικρή μου. Πηγαίνω στο Παρίσι, όπου και θα ζήσουμε για πάντα μαζί. Μην αργήσεις να έρθεις να με βρεις. Βρήκα τον άνθρωπο με τον οποίο θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου. Και αυτό το υπόλοιπο θέλω να αρχίσει εδώ και τώρα! Σε φιλώ γλυκά, ανυπόμονα και παθιασμένα στο λαιμό, όπως σου αρέσει. Παντοτινά δικός σου, ο Αλόνσο σου.»

Όταν πληροφόρησαν τη Μαρία για τον θάνατό του, τα δάκρυά της πότισαν το γράμμα και το μόνο που διακρινόταν μόνο πια, ήταν εκείνο το «παντοτινά δικός σου». Γιατί ο Αλμπέρ Καμύ θα ήταν παντοτινά δικός της.

Αυτός ήταν ο Καμύ, γνωστός για την λατρεία που έτρεφε για τις θείες μελωδίες των Μότσαρτ και Μπετόβεν, αλλά και για τον κινηματογράφο, που δημιούργησε αρκετές συζητήσεις γύρω από το όνομα και το έργο του. Ο δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο ακούραστος εξ Αλγερίας γράφει για την Τέχνη που πρέπει περιστασιακά να αιφνιδιάζει την πραγματικότητα, για ζωές που εύκολα τις κουμαντάρεις αν δεν έχεις τίποτα να χάσεις, για όλες τις αβεβαιότητες που οφείλουμε να αποδεχόμαστε, για την υπέρτατη ανάγκη μας να πιανόμαστε ως μικρές μύγες στον ιστό της ευδαιμονίας. Γι αυτό είναι διαχρονικός ο Καμύ. Γιατί ανακαλύπτει ένα καινούργιο σύμπαν κρυμμένο στο πιο απίθανο μέρος: στην καρδιά του.

Το αφιέρωμα αυτό θα κλείσει με 15 αποφθέγματά του.

Ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα.

Μη βαδίζεις μπροστά μου γιατί μπορεί να μην σε ακολουθήσω. Μη βαδίζεις πίσω μου γιατί μπορεί να μη σε οδηγήσω. Βάδιζε πλάι μου και γίνε ο σύντροφός μου.

Για να είμαστε ευτυχισμένοι, πρέπει να μη μας απασχολούν πολύ οι άλλοι.

Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;

Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει.

Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας.

Σε τελευταία ανάλυση, χρειάζεται περισσότερο κουράγιο για να ζήσεις παρά για να αυτοκτονήσεις.

Το σχολείο μας προετοιμάζει για τη ζωή σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει.

Δεν μου αρέσουν τα μυστικά των άλλων. Με ενδιαφέρουν όμως οι εξομολογήσεις τους.

Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος.

Η παγίδα του μίσους είναι ότι σε δένει με τον χειρότερο εχθρό σου.

Το να δημιουργείς είναι σαν να ζεις δυο φορές.

Αγαπώ υπερβολικά τη χώρα μου για να είμαι εθνικιστής.

Είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή μόνο αυτοί που δεν την έχουν ζήσει.

Έχουμε εξορίσει την ομορφιά. Οι Έλληνες είχαν πάρει τα όπλα γι’ αυτήν.

Επιμέλεια: Γιάννης Αγγέλου

Πηγές: www.lifo.grwww.culturenow.grwww.alfavita.grwww.rizospastis.gr


Πηγή:www.alt.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου