Δημήτρης Χριστόπουλος
Παραμονή Χριστουγέννων, με το χιόνι να λευκιάζει τον τόπο, ο γερο-Πανίκας, πατημένα τα ενενήντα, σέρνει με δυσκολία τα πρησμένα ποδάρια του μέχρι την εκκλησιά απάνω στον λόφο τον αντικρινό. Τάμα το έχει. Κάποιος να τη λειτουργήσει χρονιάρες μέρες. Άθεος και αγνωστικιστής δήλωνε στα νιάτα του όταν πήρε τα βουνά. Τον σταυρό του όμως τον έκανε τακτικά. Κάτι σαν μετάνοια που αυτός έλειπε σε μυστική αποστολή την ημέρα που έγινε το κακό –καμιά δόξα ή δικαιολογία για όσους μένουν πίσω. Και συγχώρεση από εκείνους που φύγανε νωρίς με μια σφαίρα, άλλος στο στήθος, άλλος στην καρδιά, άλλος στο κεφάλι, και κανένας αρσενικός δεν ξέφυγε. Ούτε ο παπάς. Και ο κομαντάντ φον Herodes, λένε, την έβγαλε τη διαταγή και κουβέντα δε σήκωνε. Δέκα προς έναν. Ο γερο-Πανίκας τρίβει με μανία το πρόσωπό του να διώξει τα φαντάσματα, βάζει μια χιλιοπαιγμένη κασέτα στο μαγνητόφωνο, πατάει το κουμπί και ο τόπος πλημμυρίζει από χαρμόσυνες καμπάνες και χριστουγεννιάτικες ψαλμωδίες. Σε μια στιγμή, που ξέπνοος κλείνει τα μάτια στο στασίδι, τού φαίνεται πως ένας ένας ξεγελιούνται και μπαίνουν με τα γιορτινά τους ντυμένοι όλοι οι συγχωριανοί του, άντρες, γυναίκες και παιδιά με τρίγωνα στα χέρια. Ήμαρτον, λέει και σκύβει καμπουριαστός σαν δρεπάνι μπροστά στην εικόνα της Βρεφοκρατούσας κι ανάβει, αντί για κερί, ένα άφιλτρο από εκείνα τα παλιά που τα φυλάει στο μπαούλο του για κάτι τέτοιες στιγμές. Να με συγχωράς, Του λέει –και βγάζει την τραγιάσκα του- για το ανάρμοστο του πράγματος, μονάχα τούτο δω μου απόμεινε τώρα στα γεράματα. Κι Εκείνος με τα μακριά μαλλιά και τα γένια, λιβανισμένος τόση ώρα με τη νικοτίνη, κατεβαίνει από ψηλά, Δεν είμαι μωρό, μεγάλωσα πια, του κάνει και του δείχνει δυο τρύπες που καπνίζουν στο μέτωπό του· χαμογελά χτυπώντας τον στην πλάτη, και… Λίγο καπνό, ρε πατριώτη. Λίγο καπνό επειγόντως. Τι άλλο λες να θέλω; Χαρμάνιασα τόσα χρόνια εκεί πάνω και ψυχή δεν πατά το πόδι της εδώ μέσα. Κι η μάνα μου η κυρ-Παναγιά δεν με το είπε όταν με ’γέννα πως έχει ο κόσμος βάσανα και η αγάπη πίκρες. Κι εσύ, του λέει, αθεόφοβε, μόνο τις γιορτές ξέρεις να κοπιάζεις στην εκκλησιά με τα Κυριε-ελέησον και τους ψαλτάδες σου... Άι σιχτίρ! Τότε ο γέρος αναθαρρεί, βγάζει από τη μέσα τσέπη της τριμμένης πατατούκας ένα μπουκάλι τσίπουρο και κάτι στραγάλια, αλλάζει την κασέτα στο μαγνητόφωνο κι εκεί, μέσα στον ιερό τόπο παραμονή Χριστουγέννων, το γυρνάει σε κάτι παλιούς ποντιακούς σκοπούς, που κάνουν και τους γύρω νεκρούς ν’ αναστηθούν μόλις ακούσουν το δοξάρι στην κεμεντζέ να παίζει*, και να το ρίξουν στον κυκλικό χορό με λυγισμένους τους αγκώνες. Χριστός Ανέστη οσήμερον, ολ’ λάσκουν χαρεμένα! λέει ο γέρος και κάνει το μπουκάλι γύρα από στόμα σε στόμα, να πάνε μια και κάτω τα φαρμάκια τού πάνω και του κάτω κόσμου, να κλείσουνε και οι πληγές. Χριστός ’γεννέθεν χαράν ’ς σον κόσμον! του απαντάνε οι άλλοι με μια φωνή, Δέβα’ς σο ταρέζ’ κι έλα ’ς σην πόρταν, δος μας ούβας και λεφτοκάρα** και συνεχίζουν τον χορό μέχρι να ξημερώσει.
*η ποντιακή λύρα
**Πήγαινε στο ράφι κι έλα στην πόρτα, δώσε μας χουρμάδες και φουντούκια.
Παραμονή Χριστουγέννων, με το χιόνι να λευκιάζει τον τόπο, ο γερο-Πανίκας, πατημένα τα ενενήντα, σέρνει με δυσκολία τα πρησμένα ποδάρια του μέχρι την εκκλησιά απάνω στον λόφο τον αντικρινό. Τάμα το έχει. Κάποιος να τη λειτουργήσει χρονιάρες μέρες. Άθεος και αγνωστικιστής δήλωνε στα νιάτα του όταν πήρε τα βουνά. Τον σταυρό του όμως τον έκανε τακτικά. Κάτι σαν μετάνοια που αυτός έλειπε σε μυστική αποστολή την ημέρα που έγινε το κακό –καμιά δόξα ή δικαιολογία για όσους μένουν πίσω. Και συγχώρεση από εκείνους που φύγανε νωρίς με μια σφαίρα, άλλος στο στήθος, άλλος στην καρδιά, άλλος στο κεφάλι, και κανένας αρσενικός δεν ξέφυγε. Ούτε ο παπάς. Και ο κομαντάντ φον Herodes, λένε, την έβγαλε τη διαταγή και κουβέντα δε σήκωνε. Δέκα προς έναν. Ο γερο-Πανίκας τρίβει με μανία το πρόσωπό του να διώξει τα φαντάσματα, βάζει μια χιλιοπαιγμένη κασέτα στο μαγνητόφωνο, πατάει το κουμπί και ο τόπος πλημμυρίζει από χαρμόσυνες καμπάνες και χριστουγεννιάτικες ψαλμωδίες. Σε μια στιγμή, που ξέπνοος κλείνει τα μάτια στο στασίδι, τού φαίνεται πως ένας ένας ξεγελιούνται και μπαίνουν με τα γιορτινά τους ντυμένοι όλοι οι συγχωριανοί του, άντρες, γυναίκες και παιδιά με τρίγωνα στα χέρια. Ήμαρτον, λέει και σκύβει καμπουριαστός σαν δρεπάνι μπροστά στην εικόνα της Βρεφοκρατούσας κι ανάβει, αντί για κερί, ένα άφιλτρο από εκείνα τα παλιά που τα φυλάει στο μπαούλο του για κάτι τέτοιες στιγμές. Να με συγχωράς, Του λέει –και βγάζει την τραγιάσκα του- για το ανάρμοστο του πράγματος, μονάχα τούτο δω μου απόμεινε τώρα στα γεράματα. Κι Εκείνος με τα μακριά μαλλιά και τα γένια, λιβανισμένος τόση ώρα με τη νικοτίνη, κατεβαίνει από ψηλά, Δεν είμαι μωρό, μεγάλωσα πια, του κάνει και του δείχνει δυο τρύπες που καπνίζουν στο μέτωπό του· χαμογελά χτυπώντας τον στην πλάτη, και… Λίγο καπνό, ρε πατριώτη. Λίγο καπνό επειγόντως. Τι άλλο λες να θέλω; Χαρμάνιασα τόσα χρόνια εκεί πάνω και ψυχή δεν πατά το πόδι της εδώ μέσα. Κι η μάνα μου η κυρ-Παναγιά δεν με το είπε όταν με ’γέννα πως έχει ο κόσμος βάσανα και η αγάπη πίκρες. Κι εσύ, του λέει, αθεόφοβε, μόνο τις γιορτές ξέρεις να κοπιάζεις στην εκκλησιά με τα Κυριε-ελέησον και τους ψαλτάδες σου... Άι σιχτίρ! Τότε ο γέρος αναθαρρεί, βγάζει από τη μέσα τσέπη της τριμμένης πατατούκας ένα μπουκάλι τσίπουρο και κάτι στραγάλια, αλλάζει την κασέτα στο μαγνητόφωνο κι εκεί, μέσα στον ιερό τόπο παραμονή Χριστουγέννων, το γυρνάει σε κάτι παλιούς ποντιακούς σκοπούς, που κάνουν και τους γύρω νεκρούς ν’ αναστηθούν μόλις ακούσουν το δοξάρι στην κεμεντζέ να παίζει*, και να το ρίξουν στον κυκλικό χορό με λυγισμένους τους αγκώνες. Χριστός Ανέστη οσήμερον, ολ’ λάσκουν χαρεμένα! λέει ο γέρος και κάνει το μπουκάλι γύρα από στόμα σε στόμα, να πάνε μια και κάτω τα φαρμάκια τού πάνω και του κάτω κόσμου, να κλείσουνε και οι πληγές. Χριστός ’γεννέθεν χαράν ’ς σον κόσμον! του απαντάνε οι άλλοι με μια φωνή, Δέβα’ς σο ταρέζ’ κι έλα ’ς σην πόρταν, δος μας ούβας και λεφτοκάρα** και συνεχίζουν τον χορό μέχρι να ξημερώσει.
*η ποντιακή λύρα
**Πήγαινε στο ράφι κι έλα στην πόρτα, δώσε μας χουρμάδες και φουντούκια.
Πηγή:artinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου