Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που τους πάτησε κάτω η ιστορία, η ζωή. Αυτός που θέλει να βοηθήσει, θα βρει τον τρόπο. Αυτός που δεν θέλει, θα βρει τον λόγο.
Πεντακόσια χιλιόμετρα, ο παππούς κι η γιαγιά μου, πάνω σε ξένα κάρα, με τα πόδια, φορτωμένοι το βιος τους. Η Ελλάδα τους άνοιξε την πόρτα, μα οι περισσότεροι Έλληνες έκλεισαν τις καρδιές τους. Τουρκόσποροι, Ογλούδες. Δεν είχαν, άλλωστε, ούτε το βαφτιστικό τους σταυρουδάκι - το 'χαν πουλήσει για τρόφιμα και μπατανίες. Ντρέπονταν να παν στην εκκλησία ξυπόλητοι. Ο Θεός ήταν ασήκωτος, πού να τον κουβαλήσεις. Το θρήσκευμα ξεθωριάζει και σβήνει στην παράγκα, γύρω απ' τον τενεκέ, όπου βράζουν δυο χούφτες τραχανάς για έξι νοματαίους.
Ο κατατρεγμένος - πρόσφυγας, μετανάστης, άστεγος - έχει χρώμα και φυλή και πίστη, και συγχρόνως δεν έχει τίποτε απολύτως: μόνο την ανθρώπινη ανάγκη, τον πόνο και την κούραση, τη λαχτάρα να φάει και να ξαποστάσει. Να ξεχάσει, όσο κρατά η μικρότερη καλοσύνη, όσα έχασε και δεν θα ξαναβρεί.
Αυτός που δεν θέλει να βοηθήσει δεν είναι κακός άνθρωπος - απλώς, η ταύτιση, η ιδέα του πόσο εύκολα οι συγκυρίες θα μπορούσαν να τον φέρουνε στην τραγωδία του δρόμου, τον φοβίζει, τον απωθεί.
Αυτός που θέλει να βοηθήσει, δεν θα δει το χρώμα, δε θα ακούσει τη γλώσσα, ή την επίκληση στον ξένο Θεό. Θα ξορκίσει το κακό με το καλό που διαθέτει, μ' ό,τι του περισσεύει, γιατί κι αυτός ξέρει πως τίποτα σ' αυτή τη ζωή δεν είναι σίγουρο, χαραγμένο σε πέτρα.
Όλοι κρεμόμαστε απ' τη μοίρα μας. Σκέψου, λοιπόν, τι φοβερό πράγμα είναι ν' αλλάξεις, έστω και λίγο, τη βαριά μοίρα του άλλου, να τη σηκώσεις για μια στιγμή μαζί του.
Ο κόσμος δεν αλλάζει μόνο με τους βρυχηθμούς των πολέμων - αλλά και με μικρές ανάσες.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου