Ξεκάθαρο το μήνυμα του ποιητή έρχεται σε μας απλό, γεμάτο βεβαιότητα και αισιοδοξία:" Επιμένω ακόμα, πως ο κόσμος είναι όμορφος" ."Πες τους, πως εγώ κι ο ήλιος είμαστε πάντοτε σε πορεία". "Γράψε, το όνομά μου είναι Ελπίδα, είναι Αγάπη.."
Πώς μπορεί να λέγονται τέτοια λόγια;
Μπορεί και γίνεται, γιατί αυτός που τα λέει είναι ποιητής και λέγεται Νικηφόρος Βρεττάκος.
Είναι ο ποιητής της αγάπης, όχι της εύκολης κι ανέξοδης αλλά αυτής που βγαίνει απ το καθημερινό βάσανο μυαλού και ψυχής, που πλημμυρίζει ολοκληρωτικά το είναι, "αγαπώ" γράφει "άρα υπάρχω" και γίνεται φλόγα "του καιόμενου αίματος".
Είναι ο ποιητής της ειρήνης, ο ακούραστος κήρυκας της φιλίας και της συναδέλφωσης των λαών. Βλέπει μπροστά του το φάσμα της καταστροφής από τα πυρηνικά όπλα και υψώνει τη φωνή του και αγωνίζεται για την κατάργησή τους."Ειρήνη είναι όταν τ΄ ανθρώπου η ψυχή γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος κι ο ήλιος ψυχή μες στον άνθρωπο".
Είναι ο ποιητής - αγωνιστής για ένα αύριο με ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, στρατευμένος ο ίδιος στην πάλη για την κατάκτησή τους. Ο Βρεττάκος δεν υπήρξε άνθρωπος των διαλειμμάτων και των Κυριακάτικων αργιών. Δεν ανέστειλε σε κανένα επίπεδο τη σημαία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δίνοντας με τη ζωή του μάθημα ζωής.
Είναι ο ποιητής, που δοξάζει τον άνθρωπο στο "είναι" του αλλά κυρίως στο "γίγνεσθαι". Σ' αυτό που μπορεί να γίνει, σ' αυτό που αξίζει και δικαιούται να γίνει για το καλό το δικό του και της ανθρωπότητας όλης. Ο ποιητής μας θέλει τον άνθρωπο πορθητή της ζωής, μαχητή του καλού, του δίκιου, του ωραίου. Τον θέλει σε μια συνεχή πορεία " προς τον ήλιο", προς έναν καλύτερο κόσμο, προς μια δικαιότερη κι ανθρωπινότερη ζωή, σε έναν αγώνα χωρίς σταματημό και τέλος προς τον εξανθρωπισμό του τον ίδιο. Αλλά για να γίνουν αυτά μια μέρα πράξη, πρέπει να παλέψει, να ματώσει αν χρειαστεί και να επιμείνει με γενναιότητα ως το τέλος "μ' όλα τα δάκρυα, μ' όλων των φλεβών τους χτύπους". Διαρκής εγρήγορση και επαγρύπνηση. Η νίκη είναι πάντα ακριβή και κανένα μεγάλο αγαθό δεν προσφέρεται χωρίς αίμα και θυσία.
Κι έρχεται πάλι η σίγουρη φωνή του ποιητή για να μας πει : " Αν και ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι αυτή τη στιγμή ένα πολιορκημένο Μεσολόγγι, εμείς γνωρίζουμε από εξόδους. Ξέρουμε να βγαίνουμε απ' το σκοτάδι στο φως."
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ[Από το ΤΑ ΘΟΛΑ ΠΟΤΑΜΙΑ, 1950]Ἀπαντῶ στὴ σιωπή σου μ’ ἕνα φῶς ἤρεμο· ὅσο καὶ νἆναισὰν τὸν Ἀτλαντικὸ οἱ στιγμές μου ταραγμένεςὅσο κι ἂν ἡ καρδιὰ στὰ βάθη μου χορεύει ὅπως μιὰ φλόγαφωτιᾶς. Τὸ αἷμαι μου καίγεται σὰν ἕνα μακρὺ δάσοςσὲ μιὰν ἀπέραντη πλαγιά. Ὅσο κι ἂν ἕνας ὄμορφοςἥλιος βασίλεψε, σοῦ γράφω. Ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο,σ’ ἕνα μικρὸ φύλλο χαρτιοῦ σοῦ γράφω καὶ σοῦ στέλνωτὸ παιδικό μου ἀλάβωτο χαμόγελο σὰν ἕναφεγγάρι μέσα σὲ μιὰ στέρνα.Ἔχεις τὸ ἔλεος. Πάνω σου τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ.Ἔχεις τὴν εὔνοια τῶν πρωινῶν του. Μὴ μὲ μαρτυρήσεις!Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ εἰπεῖς πὼς μ’ ἐγκατέλειψενἡ ἐλπίδα.Καθὼς κοιτᾶς τὸν Ταΰγετο σημείωσε τὰ φαράγγιαποὺ πέρασα, καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα, καὶ τὰ ἄστραποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπ’ τὰ δάκρυα μουὅτι ἐπιμένω ἀκόμα πὼς ὁ κόσμοςεἶναι ὄμορφος!Κι ἂν σκίστηκετῶ χῶμα μου στὰ δύο, κι ἂν χάσκει ἡ ὕπαρξή μουσὰν ἕνας τοῖχος ἀνοιγμένος κάτω ἀπ’ τὴν κοιλιὰμιᾶς φορτωμένης καταιγίδας,πές τους πὼς σοῦ στέλνωτὸ παιδικό μου ἀλάβωτο χαμόγελο σὰν ἕναφεγγάρι μέσα σὲ μιὰ στέρνα.Κατὰ μῆκος τοῦ ποταμιοῦποὺ κατεβαίνει στὴν κοιλάδα,δίπλα στὶς λεῦκες ποὺ σοῦ νανουρίζαντὴ λύπη, γράψε στὸ νερὸτ’ ὄνομά μου: Ἐλπίδα.τ’ ὄνομά μου: Ἀγάπητ’ ὄνομά μου: Σιωπή.Τάραξε πάλι τὸ νερό.Σβύσε τὰ ἴχνη μου πάλι.Πές τους πὼς εἶμαι ἕνας ἐλεύθερος ἄνεμος ποὺ γυρνᾶμέσα στὸ μέλλον. Πὼς σὲ κάθε δέντρο ἔχω δεμένοκι ἀπὸ ἕνα χρυσοσέλωτο ἄλογο. Πές τους πώς,ἐγὼ κι ὁ ἥλιος εἴμαστε πάντοτε σὲ πορεία.Πὼς ὅταν κάθε Κυριακὴ ντύνομαι τὶς ἐλπίδες μουγιομίζει καθὼς περπατῶ ὁ κόσμος.Ἐσύ, ἔτσι πές τους.Πὼς δὲν σοὔγραψα τίποτα. Πὼς σοὔστειλα μονάχατὸ παιδικὸ μου ἀλάβωτο χαμόγελο σὰν ἕναφεγγάρι μέσα σὲ μιὰ στέρνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου