Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

ΤΟ ΠΑΙΔΙ - ΒΑΖΟ (Ή "Η ΜΑΜΑ Η «ΚΑΛΑΝΑΠΑΘΕΙΣ», ΚΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ Ο «ΣΤΑΛΕΓΑΓΩ»").

Νικολέτα Δάφνου - Δεκέμβριος 2022

(Τόπος: τουαλέτα ξενοδοχείου, μετά από παιδικό πάρτυ / θεατρικό παιχνίδι όπου απασχολώ τα παιδιά ως ...αγιοβασιλίτσα).
Παλεύω να ξεπλύνω τις χρυσόσκονες χαμένη στις σκέψεις μου, τα μάγουλά μου κόκκινα απ' τη μπογιά, σκέφτομαι να προλάβω να φτάσω στην πρόβα, κι αν έχω όντως πάρει μαζί μου το πορτοκάλι μου γιατί μου ήρθε μια λαχτάρα για πορτοκάλι).
- Μπες μέσα και ξεπλύσου! Καλά να πάθεις!
Σηκώνω ξαφνιασμένη τα μάτια να δω μέσα απ' τον καθρέπτη ποια είναι αυτή η τόσο αγενής φωνή, και σε ποιον απευθύνεται με τόση σκληράδα, και βλέπω ένα πορσελάνινο υπέροχο μουτράκι βαμμένο απ' τα χέρια μου Superman, που τόλμησε - τι ακρότις! - να πιεί αναψυκτικό και ξέβαψε η μπογιά και τώρα κλαίει που του χάλασε, κλαίει, κλαίει...
Τoν σπρώχνει πιο κοντά στον καθρέπτη, τον καθαρίζει,
κι όσο τον καθαρίζει - τι περίεργο! - το μουτράκι του αρχίζει να ραγίζει
του φτιάχνει νευρικά τα μαλλιά "Αλλά δε φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω! Τελευταία φορά που σε παίρνω μαζί μου! Λες και το κάνεις επίτηδες! Θα μένεις μόνος σου στο σπίτι! Τέλος!".
Κρακ!
Το είδωλό του μέσα απ' τον καθρέπτη σπάει σε μικρά κομμάτια φίνας πορσελάνης
με κοιτάει παρακλητικά μέσα απ' τις ρωγμές
Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν πιο πολύ. Παράξενο. Νόμιζα ότι είχα ξεβαφτεί.
Η μπογιά κυλάει στο σιφόνι σα μια ροζ πορτοκαλάδα.
Νιώθω το μυαλό μου να αναπαύεται σε μια από τις φυσαλίδες της -
έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι όταν θυμώνω τόσο, θα κάνω ένα βήμα πίσω και θα σκέφτομαι μπουρμπουλήθρες ή θάλασσα για να ηρεμήσω
δεν τα καταφέρνω πάντα, μα τώρα πιάνει
παίρνω βαθιά ανάσα, αυτή με βλέπει μέσα από τον καθρέπτη, κάπως μαζεύεται, του λέει "Είδες, κι η κυρία ξεβάφτηκε!"
"Όλοι θα ξεβαφτούμε σιγά - σιγά", του λέω απαλά και σταθερά. "Η μπογιά αυτή φεύγει με το νερό, κι εσύ..."
"...κι εσύ έτσι που τα ΄κανες, καλά να πάθεις!" τον κεραυνοβολεί η μητερούλα
κρακ!
η μητερούλα
που με χρησιμοποιεί για να τραυματίσει ακόμη περισσότερο ένα κλαμένο, 6χρονο πορσελάνινο αγόρι που την κοιτάει ψάχνοντας παρηγοριά
γιατί αυτό που του συμβαίνει είναι ΤΕΡΑΣΤΙΟ και ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ και δυστυχώς έχει μόνο μια μαμά κι έναν μπαμπά να τα μοιραστεί
κι όχι μόνο αυτό
πρέπει, έξι χρονών μωρό, να μαζέψει τα κομμάτια του, να τα βάλει σ' ένα νέο βάζο, γιατί τη θύμωσε τη μαμά και δε θα τον ξαναπάρει που-θε-νά μαζί της
"ώ Θεέ μου, κι αν το εννοεί;" σκέφτεται το παιδί - βάζο τρίζοντας τα πορσελάνινα δοντάκια του με τρόμο
- ήρεμα Νικολέτα, ανάσες, φυσαλίδα -
Την κοιτάω με παγωμένο χαμόγελο, γυρνάω στο παιδί
"Δε θα το έλεγα ποτέ αυτό", του λέω. "Αυτό που ήθελα να σου πω είναι ότι η μπογιά αυτή είναι ειδική για παιδάκια, και είναι για λίγο. Μόλις πιούμε νερό, μόλις ιδρώσουμε, μόλις σκουπιστούμε, φεύγει. Με συγχωρείς που δε στο είπα νωρίτερα, αλλά ήμουν απασχολημένη με τα υπόλοιπα παιδιά του πάρτυ. Είδα πόσο σου στοίχισε ότι μουτζουρώθηκες. Είναι λογικό να στεναχωριέσαι. Χαίρομαι τουλάχιστον που πρόλαβες να βγάλεις φωτογραφία. Εύχομαι την επόμενη φορά να ...."
"...να είσαι πιο προσεκτικός! Α να, μπράβo! " - με ξαναδιακόπτει
Κρακ-
Ποπ!
Η φυσαλίδα έσκασε με εκκωφαντικό θόρυβο στ' αυτιά μου.
Κρακ! Το μάγουλο του αγοριού σπάει με θόρυβο και πέφτει στα πόδια του
To σιφόνι γουργουρίζει ρουφώντας τη μπογιά, ο θόρυβος θυμίζει καταρράκτη
Κρακ! Το στέρνο του ανοίγει στα δύο, μετά στα τέσσερα
Η αλυσίδα της κυρίας στραφταλίζει και με τυφλώνει
Κρακ! Κρακ! Κρακ! Τα μικρά του δαχτυλάκια θρυψαλλιάζονται ένα ένα
Κάποια τακούνια ακούγονται να κατεβαίνουν τη σκάλα, κάθε βήμα αντηχεί σα σφυριά στους κροτάφους μου
- όταν θυμώνω, όλα γύρω μου κάνουν πολύ θόρυβο, γίνομαι υπερευαίσθητη στην παραμικρή φασαρία, τα χρώματα είναι ενοχλητικά, η αφή μου αγριεύει, οι παρανυχίδες μου ματώνουν και μέσα στο κεφάλι μου ακούω ένα σωρό φωνές φαντασμάτων από την παιδική μου ηλικία-
όταν θυμώνω θέλω να χωθώ σε ένα μπεζ δωμάτιο με μαλακούς τοίχους και να ξαπλώσω σε δροσερό στρώμα μέχρι να ηρεμήσω
Ποπ!
Την κοιτάζω ήρεμα (ήρεμα με τα δικά μου δεδομένα, γιατί η ίδια επιτέλους βουβαίνεται)
"Μη
με
διακόπτετε,
σας
παρακαλώ."
Ο μεγάλος μου δάσκαλος στην δραματική σχολή, μου έλεγε "Νικολέτα, όταν θυμώνεις αληθινά, η κάθε σου λέξη είναι σαν κοφτερό μαχαίρι πάνω σε βούτυρο"
Γυρνάω στο παιδί - βάζο
"...εύχομαι την επόμενη φορά να ε ί μ α ι πιο προσεκτική. Εσύ δε φταις που ήθελες να πιεις αναψυκτικό! ΕΓΩ έπρεπε να σου μιλήσω για το πόσο εύκολα φεύγει η μπογιά. ΕΓΩ είμαι η μεγάλη της υπόθεσης. Με συγχωρείς.".
Μαμά και γιος με κοιτάν μέσα από τον καθρέπτη. Η φυσαλίδα μου αναπαύεται άδεια πια κι ανάλαφρη στην άκρη του νιπτήρα, δίπλα στο νερωμένο κρεμοσάπουνο του ξενοδοχείου.
(Παύση).
"Πάμε!", του λέει και τον αρπάζει απ' το χέρι.
Δεν έχω ιδέα τι κατάλαβε - κι αν κατάλαβε.
Ξέρω όμως ότι μάλλον δε θα με πάρει ποτέ τηλέφωνο για τα γενέθλια του δικού της παιδιού.
Το μικρό δαχτυλάκι του παιδιού, που το ξέχασε φεύγοντας βιαστικά, με κοιτάει με παράπονο απ' τον καθρέπτη.
Το τυλίγω προσεκτικά σε λίγο χαρτί και το αφήνω στη ρεσεψιόν φεύγοντας.
Μπορεί μεγαλώνοντας να 'ρθει να το ζητήσει
αν βρει το δρόμο
[αν βρει το δρόμο του]
Κι αυτό μπαίνει στη λίστα με τα βιώματα που θα αφηγούμαι όταν με ρωτάνε "καλέεεεε, γιατί δεν κάνεις κι εσύ ένα παιδάκιιιιιι;"
Γιατί οι μικροί άνθρωποι είναι εύθραυστοι
και θέλουν χέρια που να έχουν μάθει να κρατάν, όχι να γκρεμίζουν
Γιατί παιδί θα κάνω όταν θα έχω μεγαλώσει τον εαυτό μου
όταν θα έχω διαχειριστεί τα ψυχικά, γενεαλογικά, γονεϊκά κλπ. μου τραύματα
Αλλιώς δε θέλω.
Αλλιώς δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας λόγος.
Ή τέλος πάντων, υπάρχουν όλοι οι λάθος λόγοι.
Και τα παιδάκια - βάζα το ξέρουν αυτό καλύτερα απ' όλους.

©Νικολέτα Δάφνου - Δεκέμβριος 2022

Πηγή:




Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου