Μια νοσοκόμα της μονάδας επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου Midwest πληροφορήθηκε από το τηλεφωνικό κέντρο ότι μεταφέρονται επειγόντως στη μονάδα πέντε άτομα σε κρίσιμη κατάσταση. Η ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα γινόταν ακόμα πιο περίπλοκη, επειδή ο ένας από τους τραυματίες ήταν ο σύζυγος της νοσοκόμας. Οι άλλοι τέσσερις ήταν μια άγνωστη σε εκείνη οικογένεια. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των γιατρών και των νοσοκόμων, πέθαναν και οι πέντε.
Τι ήταν αυτό που τους σκότωσε; Η κατάρρευση κάποιου κτιρίου; Η ανατροπή ενός λεωφορείου; Οι σφαίρες των γκάνγκστερ; Κάποια φωτιά;
Τους σκότωσε ο θυμός.
Σε έναν επαρχιακό δρόμο κάποιο αυτοκίνητο προσπαθούσε να προσπεράσει ένα άλλο. Κανείς όμως από τους δύο οδηγούς δεν ήθελε να υποχωρήσει. Πλάι πλάι και οι δύο είχαν επιδοθεί σε έναν αγώνα ταχύτητας, σε έναν αθέμιτο ανταγωνισμό για την πρώτη θέση, φορτωμένοι θανάσιμα με θυμό. Κανείς από τους δύο οδηγούς δεν είδε το αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά.
Ο σύζυγος της νοσοκόμας ήταν ο ένας από τους δύο μαινόμενους οδηγούς.
Οι δύο άντρες που προσπαθούσαν να παραβγούν στην ταχύτητα ήταν ξένοι μεταξύ τους – δεν είχαν καν συναντηθεί. Δεν είχαν κανένα λόγο να είναι τόσο θυμωμένοι ο ένας με τον άλλον, ωστόσο η οργή τους είχε κυριεύσει, απλά και μόνο επειδή ο ένας ήθελε να προσπεράσει τον άλλον. Η αστυνομία απήγγελε κατηγορίες εναντίον του επιζήσαντα οδηγού.
Τρεις οικογένειες ερημώθηκαν εξαιτίας αυτού του τραγικού δυστυχήματος, που ήταν απόρροια ενός θυμού, που σύμφωνα με τους ιθύνοντες είναι σήμερα το υπ’ αριθμόν ένα αίτιο των αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων στις ΗΠΑ.
Όλοι, πολλές φορές, ταυτιζόμαστε με την οδήγηση όταν είμαστε θυμωμένοι, ευτυχώς, όμως, λίγοι θα υποστούμε τόσο ακραίες συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, όταν αφήνουμε το θυμό μας να συσσωρεύεται, όπως αυτοί οι δύο άντρες, τότε, παραδίνουμε τη ζωή μας σε μια πολύ δυνατή αρνητική δύναμη. Γι’ αυτό πρέπει να μάθουμε να εκφράζουμε το θυμό μας με υγιείς τρόπους και να τον ελέγχουμε πριν αυτός αρχίσει να ελέγχει εμάς.
Ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο, το οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, χρειάζεται από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι το πολύ λίγα λεπτά για να εξωτερικευτεί. Για παράδειγμα, όταν κάποιος μας πάρει τη θέση στην ουρά των εισιτηρίων για τον κινηματογράφο, είναι φυσικό να είμαστε θυμωμένοι μαζί του για ένα περίπου λεπτό. Εάν βιώσαμε φυσιολογικά το θυμό μας εκφράζοντάς τον – εάν τον αφήσαμε να υπάρχει για ένα λεπτό περίπου, ώστε να μπορέσουμε να τον ξεπεράσουμε – θα είμαστε μια χαρά. Τα προβλήματα όμως προκύπτουν είτε όταν εκφράζουμε το θυμό μας ανάρμοστα – με εκρήξεις – είτε όταν τον καταστέλλουμε με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται. Στο τέλος, συνήθως καταλήγουμε είτε εκφράζοντας περισσότερο θυμό απ’ όσο ταιριάζει στην κατάσταση είτε χωρίς να εκδηλώνουμε καθόλου θυμό.
Ο καταπιεσμένος θυμός δεν εξατμίζεται έτσι απλά, γίνεται μία υπόθεση που εκκρεμεί. Εάν δεν αντιμετωπίσουμε αυτό το μικρό κομμάτι θυμού, τότε ο θυμός ολοένα θα μεγαλώνει, έως ότου θα χρειαστεί να βγει κάπου, και συνήθως σε λάθος τόπο. Και οι δύο αυτοί οδηγοί ήταν τόσο πολύ φορτωμένοι από παλιότερους θυμούς. που όταν συναντήθηκαν, οι θυμοί αυτοί ξέσπασαν. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, εξερράγησαν σαν ηφαίστεια.
Το άλλο πρόβλημα με τον συσσωρευμένο θυμό είναι ότι ακόμα κι αν οι άνθρωποι που μας πλήγωσαν είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους αυτό δε μας αρκεί. Εάν μας ζητήσουν συγγνώμη και εμείς, παρά το ότι πιστεύουμε ότι η συγγνώμη είναι ειλικρινής, συνεχίζουμε να είμαστε θυμωμένοι μαζί τους, τότε ο θυμός μας αυτός είναι ένας παλιός θυμός. Και μπορεί να έρχεται στην επιφάνεια ξανά και ξανά, με διαφορετικούς και απροσδόκητους κάθε φορά τρόπους.
Πολλοί μεγάλωσαν σε οικογένειες όπου ήταν ανεπίτρεπτη η εκδήλωση οποιουδήποτε θυμού. Άλλοι πάλι προέρχονται από οικογένειες όπου ακόμα και το παραμικρό πρόβλημα κλιμακωνόταν ακαριαία σε εκρήξεις οργής. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε καλά πρότυπα για να εκφράσουμε σωστά αυτό το φυσιολογικό συναίσθημα. Αντί να κατανοήσουμε τι πρέπει να κάνουμε με το θυμό, τον αμφισβητούμε, αναρωτιόμαστε εάν είναι βάσιμος, τον μεταθέτουμε και κάνουμε σχεδόν ό,τι άλλο μπορούμε, εκτός από το να τον αισθανθούμε. Ο θυμός όμως είναι μία φυσιολογική αντίδραση και χρήσιμη όταν εκφράζεται στον σωστό τρόπο και χρόνο και στις σωστές αναλογίες. Για παράδειγμα, μία μελέτη έχει δείξει ότι οι θυμωμένοι ασθενείς ζουν περισσότερο. Τώρα κατά πόσον αυτό οφείλεται στο ότι εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους ή στο ότι απαιτούν με τον τρόπο αυτόν καλύτερη περίθαλψη, είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε. Ξέρουμε όμως ότι ο θυμός μας παρακινεί σε δράση και μας βοηθά να ελέγξουμε καλύτερα τον κόσμο που μας περιβάλλει. Μας βοηθά επίσης να θέτουμε τα κατάλληλα όρια στη ζωή μας. Στο βαθμό που δεν είναι ακατάλληλος, βίαιος ή καταχρηστικός, ο θυμός μπορεί να είναι μια βοηθητική και υγιής αντίδραση.
Ο θυμός, ως ένα από τα σημαντικά προειδοποιητικά συστήματα του σώματος, δε θα πρέπει να καταστέλλεται. Μας προειδοποιεί ότι είμαστε πληγωμένοι ή ότι οι ανάγκες μας δεν εισακούονται. Ο θυμός μπορεί να είναι φυσιολογική και υγιής αντίδραση σε πολλές καταστάσεις. Από την άλλη όμως, μπορεί, όπως η ενοχή, να είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι ότι κάτι δεν είναι σύντονο με το σύστημα των πεποιθήσεών μας. Ο περιστασιακός θυμός, που καταγράφεται κατ’ αναλογία σε επώδυνα και επιβλαγή συμβάντα, είναι υγιής – είναι αυτό που μερικές φορές κάνουμε ή δεν κάνουμε με το συναίσθημα που μας δημιουργεί προβλήματα. Πολλές φορές φοβόμαστε τόσο πολύ το θυμό μας και τον αρνιόμαστε τόσο βαθιά, που παύουμε να τον αναγνωρίζουμε.
Ο θυμός μας δεν είναι κατ’ ανάγκη το τρομερό εκείνο τέρας που καταβροχθίζει τις ζωές μας. Είναι απλά ένα συναίσθημα. Δεν είναι παραγωγικό να τον υπεραναλύσουμε ή να αναρωτιόμαστε εάν είναι βάσιμος, κατάλληλος ή εγγυημένος. Όταν το κάνουμε αυτό, είναι σα να αναρωτιόμαστε ακόμα κι αν πρέπει να έχουμε συναισθήματα. Ο θυμός είναι απλά αυτό – ένα συναίσθημα. Είναι ένα συναίσθημα που πρέπει να το βιώσουμε και όχι να το κρίνουμε. Όπως όλα μας τα συναισθήματα, ο θυμός είναι μια μορφή επικοινωνίας, μας φέρνει ένα μήνυμα.
Δυστυχώς, πολλοί από εμάς έχουν πάψει να ακούν το μήνυμα αυτό. Πολλές φορές δεν ξέρουμε καν πως να το νιώσουμε. Όταν ρωτάμε τους θυμωμένους ανθρώπους «Τι νιώθεις;», αρχίζουν την απάντησή τους λέγοντας, «Νομίζω…». Δίνουν, δηλαδή, μία διανοητική απάντηση σε ένα συναισθηματικό ερώτημα, μια απάντηση που βγαίνει από το μυαλό τους και όχι από τα σπλάχνα τους.
Θα πρέπει να έλθουμε σε επαφή με τα συναισθήματα που βιώνουμε στην κοιλιακή μας χώρα. Αυτό μερικές φορές δυσκολεύει κάποιους τόσο πολύ, που για να βοηθηθούν πρέπει να κλείσουν τα μάτια και να βάλουν το ένα τους χέρι πάνω στο στομάχι τους. Η απλή αυτή κίνηση τους βοηθά να έλθουν σε επαφή με αυτό που νιώθουν, πιθανόν επειδή η αίσθηση αυτή χρησιμοποιεί το σώμα και όχι αποκλειστικά τον εγκέφαλο. Η επαφή με τα συναισθήματά μας είναι μία πολύ ξένη έννοια στην κοινωνία που ζούμε: ξεχνάμε ότι αισθανόμαστε με το σώμα μας. Έχουμε την τάση να διαχωρίζουμε τη σκέψη από τα συναισθήματά μας. Έχουμε τόσο πολύ συνηθίσει στην κυριαρχία του νου, που ξεχνάμε τα συναισθήματα και τα σώματά μας. Παρατηρήστε πόσες φορές ξεκινάτε μια πρόταση λέγοντας «Νομίζω» αντί «Νιώθω».
Ο θυμός μάς λέει ότι κάτι που μας τραυμάτισε εκκρεμεί. Το τραύμα είναι ο παρών πόνος, ενώ ο θυμός είναι πολλές φορές ο πόνος που έχει χρονίσει. Όσο περισσότερα τραύματα συσσωρεύουμε χωρίς να τα επεξεργαζόμαστε, τόσο περισσότερο θεριεύει ο θυμός. Όταν συσσωρεύσουμε πολλά τραύματα, δυσκολευόμαστε ακόμα και να αναγνωρίσουμε το θυμό. Συνηθίζουμε τόσο πολύ να ζούμε με αυτή την αίσθηση, ώστε αρχίζουμε να τη θεωρούμε κομμάτι του αληθινού εαυτού μας. Αρχίζουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως κακούς ανθρώπους. Ο θυμός γίνεται κομμάτι της ταυτότητάς μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε το έργο του διαχωρισμού των παλιών μας συναισθημάτων από την ταυτότητά μας. Θα πρέπει να απελευθερώσουμε αυτόν το θυμό για να θυμηθούμε τον καλό εαυτό μας, για να θυμηθούμε ποιοί είμαστε.
Εκτός από το θυμό μας προς τους άλλους, θυμώνουμε και με τον ίδιο μας τον εαυτό, γινόμαστε έξαλλοι με τα πράγματα που κάναμε ή δεν κάναμε. Θυμώνουμε επειδή νιώθουμε πως έχουμε προδώσει τους εαυτούς μας, προσπαθώντας συχνά να ικανοποιήσουμε τους άλλους εις βάρος των δικών μας συναισθημάτων. Θυμώνουμε όταν δεν καταφέρνουμε να τιμήσουμε τις δικές μας ανάγκες και «θέλω». Ξέρουμε ότι είμαστε θυμωμένοι «μαζί τους», επειδή δε μας δίνουν αυτό που αξίζουμε, δεν αντιλαμβανόμαστε όμως πάντα ότι τελικά θυμώνουμε με τους εαυτούς μας, επειδή δεν προσφέρουμε πρώτα σ’ εμάς. Μερικές φορές είμαστε πολύ πεισματάρηδες για να παραδεχθούμε ότι έχουμε ανάγκες, επειδή στην κοινωνία που ζούμε η ανάγκη ισούται με αδυναμία.
Όταν στρέφουμε το θυμό μας προς τα μέσα, αυτός συνήθως εκδηλώνεται με συναισθήματα κατάθλιψης ή ενοχής. Ο θυμός που κρατάμε μέσα μας αλλάζει την εντύπωση που έχουμε για το παρελθόν και παραμορφώνει την εικόνα της σημερινής πραγματικότητας. Όλος αυτός ο παλιός θυμός γίνεται μια εκκρεμής υπόθεση, που δεν αφορά μόνο τους άλλους, αλλά και τους εαυτούς μας.
Έχουμε την τάση να πηδάμε από το ένα άκρο στο άλλο, να κρατάμε μέσα μας το θυμό μας και μετά να τον αφήνουμε να εκρήγνυται, κατακρίνοντας τους άλλους και τον εαυτό μας. Δεν αφήνουμε το θυμό να εκδηλώνεται φυσιολογικά, γι’ αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι τον θεωρούμε κάτι κακό. Δεν είναι απορίας άξιο που θεωρούμε τους ανθρώπους που ουρλιάζουν δύστροπους και στριμμένους, όμως το ότι εμείς δεν ουρλιάζουμε δε σημαίνει ότι έχουμε ισορροπήσει ή απελευθερωθεί από το θυμό μας…
…Ο αδούλευτος φόβος γίνεται θυμός. Όταν δεν έχουμε επαφή με το φόβο μας – ή δε γνωρίζουμε καν ότι φοβόμαστε – ο φόβος γίνεται θυμός. Εάν δεν αντιμετωπίσουμε το θυμό μας, αυτός θα γίνει οργή.
Είμαστε πιο συνηθισμένοι να αντιμετωπίζουμε το θυμό παρά το φόβο μας. Μας είναι πιο εύκολο να λέμε στο σύντροφό μας «Σου έχω θυμώσει», παρά να λέμε «Φοβάμαι πως θα φύγεις». Μας είναι πιο εύκολο να θυμώνουμε γι’ αυτά που δεν πάνε καλά, αντί να παραδεχόμαστε ότι ¨Φοβάμαι πως δεν είμαι αρκετά καλός».
Πριν μερικούς μήνες, ένας νεαρός, ο Andrew, είχε ραντεβού με το κορίτσι του, τη Melanie, σε μία καφετέρια. Επειδή όμως υπάρχουν πολλές τέτοιες καφετέριες σκορπισμένες σε διάφορα σημεία της πόλης, ο κάθε ένας βρέθηκε σε διαφορετική καφετέρια. Ο Andrew περίμενε τη Melanie περίπου τριάντα με σαράντα λεπτά, άφησε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή της και μετά επέστρεψε στο διαμέρισμά του. «Υπολόγισα πως κάποιο μπέρδεμα θα είχε γίνει, και πως θα ανανεώναμε το ραντεβού μας», μου εξήγησε. «Η εντύπωση όμως της Melanie ήταν διαφορετική. Ήταν πολύ θυμωμένη μαζί μου. Υπονοούσε πως την άφησα εσκεμμένα να περιμένει, πως την απογοήτευσα, πως δεν μπορούσε να μου έχει εμπιστοσύνη. Της επισήμανα ότι απλά αυτό που συνέβη ήταν πως και οι δυό είχαμε κατά νου διαφορετική καφετέρια».
Αυτό που για τον Andrew ήταν ένα απλό μπέρδεμα ήταν για τη Melanie μια τρομερή απογοήτευση, που υποδήλωνε πως ο σύντροφός της ήταν αναξιόπιστος και πως θα την απογοήτευε πάλι στο μέλλον. Επιβάρυνε την κατάσταση με περισσότερο θυμό απ’ ότι ήταν αναγκαίο, έναν θυμό που πιθανόν ήταν απομεινάρι ενός παλιού τραύματος. Δεν μπορούσε να δει την πραγματικότητα έτσι όπως ήταν.
Ανυποψίαστη για το φόβο που υπήρχε κάτω από το θυμό της, η Melanie έκανε τον Andrew «κακό».
Δυστυχώς, έκανε μόνο το πρώτο βήμα – έγινε έξαλλη. Όλοι είμαστε πολύ καλοί στο βήμα αυτό: «Είμαι θυμωμένη επειδή δεν ήσουν εκεί», «θύμωσα επειδή άργησες», «θύμωσα επειδή δεν έκανες καλή δουλειά», «θύμωσα γι’ αυτά που είπες». Χρειάζεται όμως να μάθουμε πώς να κάνουμε και το δεύτερο βήμα, να κοιτάξουμε μέσα μας και να διερευνήσουμε το φόβο που υποβόσκει. Ας δούμε μερικά ενδεικτικά σημεία για το τι μπορεί πραγματικά να συμβαίνει:
• Ο θυμός: «Είμαι θυμωμένη γιατί δεν ήσουν εκεί».
• Ο υποκείμενος φόβος: Όταν δεν είσαι εκεί, φοβάμαι ότι με εγκαταλείπεις.
• Ο θυμός: «Είμαι θυμωμένη επειδή άργησες».
• Ο υποκείμενος φόβος: Δεν είμαι τόσο σημαντική για σένα όσο η δουλειά σου.
• Ο θυμός: «Είμαι θυμωμένη επειδή δεν έκανες καλά τη δουλειά σου».
• Ο υποκείμενος φόβος: Φοβάμαι ότι θα βγάλουμε λιγότερα λεφτά και δε θα μπορούμε να πληρώσουμε τους λογαριασμούς μας.
• Ο θυμός: «Είμαι θυμωμένη γι’ αυτά που είπες».
• Ο υποκείμενος φόβος: Φοβάμαι ότι δε μ’ αγαπάς πια.
Είναι πιο εύκολο να συνεχίσουμε να ξύνουμε το θυμό μας παρά να αντιμετωπίζουμε το φόβο, όμως αυτό δε μας βοηθά να λύσουμε το υποκείμενο πρόβλημα. Ουσιαστικά, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να οξύνουμε το «επιφανειακό» πρόβλημα, γιατί οι άνθρωποι δεν αντιδρούν καλά στο θυμό. Όταν φωνάζουμε στους άλλους, σπάνια τους πείθουμε ότι έχουν λάθος. Έχετε ποτέ ακούσει κάποιον να λέει, «Μου φώναζαν επί δέκα λεπτά, όμως δε με έπεισαν ότι είχα άδικο, αλλά στα επόμενα είκοσι λεπτά, που εξακολούθησαν να φωνάζουν, κατάλαβα». Προφανώς όχι, γιατί δεν έχει συμβεί ποτέ κάποιος που φωνάζει να καταφέρει να πείσει για οτιδήποτε, οποιονδήποτε.
• Ο θυμός: «Είμαι θυμωμένη γιατί δεν ήσουν εκεί».
• Ο υποκείμενος φόβος: Όταν δεν είσαι εκεί, φοβάμαι ότι με εγκαταλείπεις.
• Ο θυμός: «Είμαι θυμωμένη επειδή άργησες».
• Ο υποκείμενος φόβος: Δεν είμαι τόσο σημαντική για σένα όσο η δουλειά σου.
• Ο θυμός: «Είμαι θυμωμένη επειδή δεν έκανες καλά τη δουλειά σου».
• Ο υποκείμενος φόβος: Φοβάμαι ότι θα βγάλουμε λιγότερα λεφτά και δε θα μπορούμε να πληρώσουμε τους λογαριασμούς μας.
• Ο θυμός: «Είμαι θυμωμένη γι’ αυτά που είπες».
• Ο υποκείμενος φόβος: Φοβάμαι ότι δε μ’ αγαπάς πια.
Είναι πιο εύκολο να συνεχίσουμε να ξύνουμε το θυμό μας παρά να αντιμετωπίζουμε το φόβο, όμως αυτό δε μας βοηθά να λύσουμε το υποκείμενο πρόβλημα. Ουσιαστικά, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να οξύνουμε το «επιφανειακό» πρόβλημα, γιατί οι άνθρωποι δεν αντιδρούν καλά στο θυμό. Όταν φωνάζουμε στους άλλους, σπάνια τους πείθουμε ότι έχουν λάθος. Έχετε ποτέ ακούσει κάποιον να λέει, «Μου φώναζαν επί δέκα λεπτά, όμως δε με έπεισαν ότι είχα άδικο, αλλά στα επόμενα είκοσι λεπτά, που εξακολούθησαν να φωνάζουν, κατάλαβα». Προφανώς όχι, γιατί δεν έχει συμβεί ποτέ κάποιος που φωνάζει να καταφέρει να πείσει για οτιδήποτε, οποιονδήποτε.
Ακόμα κι αν οι φόβοι μας είναι βάσιμοι, ο υπερβολικός μας θυμός μπορεί να τους καταστήσει αβάσιμους. Για παράδειγμα, το να υπενθυμίζουμε συνεχώς σε κάποιον υπάλληλο ότι αργεί να έλθει στη δουλειά δε βοηθά την κατάσταση. Εάν όμως πείτε, «Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε και φοβάμαι ότι δεν θα την προλάβεις», τότε μπορεί να σχετιστεί με το φόβο σας, χωρίς να νιώσει αδικημένος από το θυμό σας.
Απαιτείται πολλή ενέργεια για να κρατήσουμε το θυμό μας, ωστόσο, όλοι κουβαλάμε ένα φορτίο πόνου που σκοτεινιάζει τις ψυχές μας. Η Daphne Rose Kingma, θεραπεύτρια και συγγραφέας, έκανε ένα σεμινάριο για άτομα που αντιμετωπίζουν το τέλος μιας σχέσης. Είπε, «θα θυμάμαι πάντα εκείνη την εξαίρετη και δηκτική γυναίκα, μια γυναίκα κοντά στα ογδόντα της χρόνια, που όταν την είδα, σκέφτηκα, «Τι κάνει αυτή η γυναίκα εδώ; Δίνει τέλος σε κάποια σχέση της: «Γυρνούσαμε στο δωμάτιο και ακούγαμε τον κάθε έναν να αφηγείται την ιστορία του: γιατί είμαι εδώ, ποιός με παράτησε Παραμονή Χριστουγέννων, τι προσπαθώ να ξεπεράσω, πως τέλειωσε έτσι, είναι απίστευτο! Τελικά πλησιάζω εκείνη τη γυναίκα και της λέω, «Τι κάνετε εσείς εδώ, μήπως χωρίζετε;” Μου απάντησε, «Πριν από σαράντα χρόνια έδωσα τέλος στη σχέση μου με τον άντρα μου και ήμουν τότε τόσο πολύ πικραμένη και θυμωμένη, ώστε έχω αναλώσει τα τελευταία σαράντα χρόνια της ζωής μου νιώθοντας πικραμένη και θυμωμένη. Έχω παραπονεθεί στα παιδιά μου για τον πρώην μου, έχω κάνει παράπονα σε κάθε μου γνωστό. Δεν εμπιστεύτηκα άλλον άντρα από τότε. Σε κάθε σχέση που έκανα, μέσα στις τρεις πρώτες εβδομάδες προέκυπτε πάντα κάποιο ζήτημα που μου θύμιζε εκείνον τον ποταπό άντρα που παντρεύτηκα. Δεν μπόρεσα ποτέ μου να το ξεπεράσω. Και τώρα πεθαίνω, η αρρώστια που έχω δε μου αφήνει πάνω από μερικούς μήνες ζωής. Δεν θέλω να πάρω στον τάφο μου όλον αυτό τα θυμό. Είμαι πάρα πολύ στενοχωρημένη που έζησα τόσα χρόνια της ζωής μου χωρίς να αγαπήσω ξανά. Γι’ αυτό είμαι εδώ. Δεν μπόρεσα να ζήσω γαληνεμένη, όμως θέλω πραγματικά να πεθάνω γαληνεμένη«.
«Εάν αναρωτηθείτε ποτέ κατά πόσον έχετε το θάρρος ή τη δύναμη, εάν αναρωτηθείτε κατά πόσον θα μπορέσετε ποτέ να ξεπεράσετε τον οποιοδήποτε θυμό σας, θυμηθείτε αυτή τη γυναίκα, είναι μια σπουδαία και τραγική δασκάλα».
Η κοινωνία μας αισθάνεται ότι ο θυμός είναι κάτι κακό και λάθος και για το λόγο αυτό δεν έχουμε αναπτύξει υγιείς τρόπους εξωτερίκευσής του. Δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τους τρόπους που μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτόν ή να τον εκδηλώνουμε. Τον καταχωνιάζουμε, τον αρνούμαστε ή τον συγκρατούμε. Οι περισσότεροι τον κρατάμε μέσα μας μέχρι τελικά να εκραγούμε, επειδή δε μάθαμε ποτέ να λέμε, «Είμαι θυμωμένος γι’ αυτά τα μικρά πράγματα». Οι πιο πολλοί δεν γνωρίζουν πώς να μένουν στον παρόντα χρόνο και να λένε, «Αυτό με θυμώνει» και όταν συμβεί κάτι την επόμενη να λένε, » Με θυμώνει το άλλο». Αντίθετα, όλοι ξέρουν να είναι καλοί άνθρωποι που δε θυμώνουν ποτέ, μέχρι κάποια στιγμή να εκραγούν και να αραδιάσουν τα είκοσι πράγματα που έκανε ο άλλος τους πέντε τελευταίους μήνες και τους θύμωσαν.
Η πορεία προς το θάνατο παράγει τεράστια ποσά θυμού σε όλους τους εμπλεκόμενους. Που ξεσπάει το θυμό του το προσωπικό του νοσοκομείου; Οι ασθενείς και οι οικογένειές τους που ξεσπάνε το δικό τους θυμό; Θα ήταν θαυμάσιο αν κάθε νοσοκομείο είχε ένα δωμάτιο όπου θα μπορούσε να πηγαίνει κανείς και να ουρλιάζει – όχι σε κάποιον άλλον, αλλά στον αέρα και δυνατά. Δε θα ήταν υπέροχο να διαθέταμε έναν ασφαλή χώρο όπου θα μπορούσαμε να βγάζουμε το θυμό μας; Γιατί, αν δεν αφήσετε το θυμό σας να βγει, σε κάποιον θα αρχίσετε να ουρλιάζετε. Και το να ουρλιάζετε στους άλλους έχει τις δικές του συνέπειες. Κανείς δεν απολαμβάνει την παρέα ενός θυμωμένου ανθρώπου. Ένας θυμωμένος άνθρωπος είναι συνήθως ένας μοναχικός άνθρωπος.
Πολλοί κρατάνε το θυμό τους μέσα τους, επειδή τον κρίνουν και τον αξιολογούν. Πιστεύουν ότι αν είναι καλοί άνθρωποι, εάν ήταν τρυφεροί και πνευματικοί άνθρωποι, ούτε θα ήταν ούτε θα έπρεπε να είναι θυμωμένοι. Ο θυμός αυτός όμως μπορεί να είναι μια πολύ φυσιολογική αντίδραση. Είναι σημαντικό να βοηθάμε τους ανθρώπους να επεξεργάζονται τα όποια συναισθήματα θυμού που μπορεί να έχουν απέναντι στον εαυτό τους, στους άλλους…
… Υπάρχουμε στον κόσμο αυτόν για να θεραπευτούμε και να πορευτούμε μέσα από τις αισθήσεις και τα συναισθήματά μας. Τα μωρά και τα μικρά παιδιά έχουν αίσθηση των συναισθημάτων τους και πορεύονται μέσα από αυτά. Κλαίνε και τους περνάει, θυμώνουν και τους περνάει. Με την ειλικρίνειά τους, οι άνθρωποι που πεθαίνουν αρχίζουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο στα μικρά παιδιά που κάποτε υπήρξαν. Οι άνθρωποι που πεθαίνουν θυμούνται ξανά να λένε «Φοβάμαι» και «Μου τη δίνει». Όπως αυτοί, μπορούμε κι εμείς να μάθουμε να είμαστε πιο ειλικρινείς και να εκφράζουμε το θυμό μας, να μάθουμε να ζούμε ζωές όπου ο θυμός είναι ένα συναίσθημα που περνάει και όχι υπαρξιακό καθεστώς.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Elisabeth Kübler-Ross & David Kessler: «Μαθήματα ζωής», εκδόσεις Europubli.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου