Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Κανείς δε θέλει να είναι φυλακισμένος, και προπαντός μέσα σ’ ένα κεφάλι. | Αντώνης Σουρούνης

Αντώνης Σουρούνης


Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Το μονοπάτι στη θάλασσα» του Αντώνη Σουρούνη

– Στα γράμματα ήταν τελευταία, ούτ’ ένα δεν ήξερε, όμως δεν την ένοιαζε, επειδή αυτή, έλεγε, διαβάζει τα μάτια και τις ψυχές, ενώ με τα γράμματα διαβάζεις μόνο τις παλιοπατσαβούρες.

– Από τότε που ήμουν μια σταλιά και πηγαίναμε βόλτα στην παραλία. Μ’ έπιανε κι απ’ το χέρι. Όχι επειδή φοβόταν μην πέσω στη θάλασσα ή μπας και χαθώ, μ’ έπιανε για δούνε όλοι πόσο πολύ μ’ αγαπάει και πόσο με καμαρώνει.

– «Δεν έχω», είπα πάλι. Την αλήθεια έλεγα, δεν ήθελα να ‘χω γονείς, εγώ ήθελα να ‘χω μπαμπά και μάνα που να μ’αγαπάνε, όχι γονείς που να με ποτίζουν, να με φροντίζουν και να μου λένε συνέχεια τι πρέπει να κάνω και τι δεν πρέπει.

– Εγώ δε χώνευα κανέναν απ’ αυτούς επειδή τους φοβόμουν. Μπορείς να χωνέψεις ένα φαΐ που έχει μέσα φαρμάκι; Κάποια κουταλιά θα σε σκοτώσει. Κι αυτοί ήταν γεμάτοι φαρμάκι. Δεν έσταζε μόνο απο τα μάτια τους, έσταζε κι απο το στόμα τους κι απο τα χέρια τους, απο παντού έσταζε, γιατί η καρδιά τους ήταν γεμάτη απ’ αυτό. Έτρεχε μέσα τους όπως στους άλλους ανθρώπους τρέχει το αίμα.

– Μονάχα ο κακορίζικος εαυτός μας δε γερνάει, αυτός μένει παιδί κι ώσπου να μας βγει η ψυχή κλαίει μέσα στην κοιλιά μας, ενώ θα γελούσε άμα του κάναμε τα χατίρια και θα γελούσαμε κι εμείς μαζί του. Κατάλαβες; Μαζί του ζούμε και μαζί του πεθαίνουμε, αυτόν έχουμε μονάχα στον κόσμο, δεν έχουμε άλλον.

– Απόρησα, επειδή κανονικά το λάδι και το σαπούνι μυρίζουν ωραία. Όμως ήξερα πια ότι τα πράματα που μοσχοβολάνε φρέσκα είναι και αυτά που βρομάνε πιο πολύ απ’ όλα όταν σαπίζουν.

– Αφού κατάλαβα ότι έχω μυαλό, τότε πρέπει να σκέφτομαι, σκέφτηκα. Ήταν σα να βρήκα στο δρόμο ένα μαγεμένο παιχνίδι, που το έβλεπα μόνο εγώ, που το διάταζα μόνο εγώ και μπορούσα να παίξω χίλια παιχνίδια με αυτό.

– …ενώ τα γράμματα δεν μπορείς όχι έξω, ούτε μέσα στο σπίτι σου να τ’ αφήνεις, όπως το παλτό σου ας πούμε, που το βγάζεις να ξαλαφρώσεις λίγο και το ξαναφοράς όταν πάλι βγαίνεις. Τα γράμματα μόνο στο κεφάλι σου μέσα μπορείς να τα κουβαλάς, κι όσο πιο πολλά χώνεις εκεί, τόσο πιο πολύ φουσκώνει εκείνο, γι’ αυτό κάθε τόσο πρέπει να τα χαρίζεις στους ανθρώπους, γιατί άμα δεν τα μοιράζεις, τότε αυτά μαζεύονται και σαπίζουν, το κεφάλι σου δε χωράει πια άλλα και μια μέρα σκάει και τρελαίνεσαι.

– Κανείς δε θέλει να είναι φυλακισμένος, και προπαντός μέσα σ’ ένα κεφάλι.

– «Μη φοβάσαι, κυρα-Αναστασία, άνθρωπος γουρλομάτης δεν πεθαίνει απ’ τη μια μέρα στην άλλη, θέλει να τα δει όλα στον ντουνιά και μετά να ξεψυχήσει»

– Έτσι κι αλλιώς εγώ νόμιζα πως ο έρωτας είναι παιχνίδι, κι αφού οι μεγάλοι δεν παίζουν, δεν ερωτεύονται κιόλας. Κι όσο πιο μικρός, τόσο πιο πολύς έρωτας, όσο πιο μεγάλος, τόσο πιο λίγος.

– Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως όσα με κάνουν να τ’ αγαπήσω με κάνουν πρώτα ν’ απορήσω. Απορώ κι ύστερα αγαπώ. 


Πηγή: searchingthemeaningoflife.



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου