Περικλῆς Κοροβέσης
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ, βαθιὰ τὴ νύχτα, μὲ ἕνα ποτήρι κρασὶ στὸ χέρι, ἔρχονται κάποιες στιγμὲς ποὺ ἡ ψυχή μου γεμίζει οὐράνια τόξα.
Ὄχι σημαντικὰ πράγματα.
Μικρὲς στιγμὲς ποὺ τοὺς χρωστάω ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ.
Σὲ σένα κὺρ Μανώλη στὴν Ἀθηνᾶς, ὅταν σοῦ ζήτησα δουλειά. Εἶπες, «δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο παιδί». Ἀλλὰ μὲ πῆρες στὴ δουλειά σου, γιατί εἶχα ἀνάγκη ἐγώ. Καὶ ἔτσι μπόρεσα καὶ τέλειωσα τὸ νυχτερινό.
Στοὺς δυὸ μπάτσους τὴν ἐποχὴ τῆς χούντας, ὅταν ρίχναμε προκηρύξεις στὸν κινηματογράφο Ἐκράν. Καὶ μᾶς εἶπαν: «Τί κάνετε, ρὲ κωλόπαιδα; Πάρτε δρόμο πρὶν σᾶς γαμήσουμε.» Καὶ μᾶς ἄφησαν ξέροντας πὼς θὰ ξαναρίξουμε προκηρύξεις. Γλιτώσαμε ἔτσι βασανιστήρια καὶ φυλακίσεις.
Στὸν περιπτερά, τὸν κὺρ Κώστα, πού μοῦ ἔδινε τὴν Αὐγὴ τυλιγμένη στὰ Νέα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἔμαθα πὼς τὰ γεμιστὰ μπισκότα Παπαδοπούλου πού μοῦ ἔφερνε ἡ μάνα μου στὶς Ἐγκληματικὲς Φυλακὲς Αἴγινας ἦταν δικά του. Ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸ μάθει κανείς. Ἀκόμα ἔχω τὴ θύμηση μιᾶς γλύκας στὴν ψυχὴ καὶ στὸ στόμα.
Καὶ τώρα σὲ σένα Ἴνγκριντ, στὸ προαστιακὸ τρένο στὴ Στοκχόλμη, ποὺ μὲ εἶδες νὰ τουρτουρίζω σὲ θερμοκρασία εἴκοσι ὑπὸ τὸ μηδέν. Εἶδες τὰ ροῦχα μου καὶ μὲ λυπήθηκες. Μὲ μάζεψες, μὲ πῆγες σπίτι σου, ἐμένα τὸ λαθρομετανάστη, ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ ἤμουν ἐπικίνδυνος. Μὲ τάϊσες, μὲ ἔπλυνες, μοῦ ἔδωσες τὸ κρεβάτι σου. Καὶ μὲ ἔκανες θρῆσκο. Εἶπα, «ἐδῶ ὑπάρχει θεός».
Πηγή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com
Πηγή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου