Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΟΙ ΜΠΟΥΡΟΥΔΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΦΥΡΙΞΑΝ


Συχνά τα βράδια ,κατηφόριζε το δρόμο προς το λιμάνι. Πότε πιωμένος, πότε στεγνός και καθαρός, αναζητούσε τρόπο να σβήσει την φωτιά που έκλεινε μέσα του. Ένιωθε την αρμύρα της θάλασσας να τρυπώνει στα πνευμόνια του και να τα γιατρεύει από την καψίλα και τον φόβο.

Η υγρασία που του τρυπούσε τα κόκαλα τον χειμώνα, δεν τον πείραζε καθόλου. Φτάνει μόνο να στεκόταν δίπλα στα μεγάλα καράβια και να άκουγε τις μπουρούδες να στριγγλίζουν μέσα στην νύχτα. Έμοιαζαν οι στριγκλιές τους με τις φωνές που έπνιγε μέσα του, χρόνια τώρα. Εκείνες τις φωνές που δεν έβαλε ποτέ για κείνες τις μπουρούδες που δεν σφύριξαν για εκείνον τελικά ποτέ.



Μούτσος θέλεις, καπετάνιος θέλεις, ποτέ δεν θα ‘χεις σπίτι, ποτέ κρεβάτι σταθερό και στεριανό, ποτέ φαΐ ζεστό σερβιρισμένο. Τι τα θέλεις τώρα τα καράβια. Βάσανο, μαρτύριο του ‘λεγαν οι στεριανοί σαν ήταν πιο μικρός. Μαρτύριο και πίκρα. Και τα λεφτά τους και τα καλά τους. Κι η δίψα του μεγάλωνε αντί να σβήσει. Μα τα λιμάνια, οι νέοι κόσμοι, οι άνθρωποι; Αυτοί δεν έχουν κανένα ρόλο σε όλα αυτά;

Οι άνθρωποι, κάτι πουτάνες στα λιμάνια είναι, κάτι ξέμπαρκοι γεροπαραλυμένοι από αρθριτικά της θάλασσας και κάτι αλητάμπουρες σε κάθε γωνιά των λιμανιών. Οι πολιτισμοί και οι κόσμοι όμως, δεν φτιάχτηκαν από πουτάνες και αλητάμπουρες. Φτιάχτηκαν από κανονικούς ανθρώπους, με κανονικές ζωές και με κανονικές δουλειές. Κανονική δουλειά δεν είναι και του ναυτικού; Δεν ξεδιψάς μαθαίνοντας, δεν ανοίγει το μάτι σου στα πέλαγα, δεν φουσκώνουν τα πνευμόνια σου αγέρα καθαρό κι αλατισμένο;

Ετούτα είναι που ήθελε να φωνάξει και δεν φώναξε. Ετούτα και άλλα πολλά. Αγάπη πήρε μπόλικη στα μικράτα του. Αγάπη αληθινή και άδολη. Αγάπη από τους γονιούς, τον αδερφό, τα μπαρμπάδια και τις θείες. Μα τούτη την αγάπη που του έβγαινε από μέσα του, δεν την πήρε από κανέναν. Φύτρωσε μέσα του από μόνη της. Αγριάδα και παράσιτο θαρρείς, που βγαίνει εκεί όπου δεν το σπέρνουν. Αγάπη για την συντροφιά, αγάπη για τον άνθρωπο. Για τον οποιονδήποτε άνθρωπο. Χωρίς χρώμα και φυλή , χωρίς θρησκεία, χωρίς πολιτικά πιστεύω, χωρίς όγκο και βάρος , χωρίς φύλο, χωρίς ηλικία και εθνότητα.

Γιατί τι είναι άνθρωπος; Δυο ποδάρια δυο χέρια, ένα κορμί με κεφάλι, που μέσα του κρύβει το πιο πολύπλοκο εργαλείο που φτιάχτηκε ποτέ. Το μυαλό. Αυτό φτιάχνει εικόνες μόνο του, αυτό βρίσκεται στη θέση του αλλά ταξιδεύει μέχρι τα πέρατα της γης, αυτό μηχανεύεται, αυτό λειτουργεί στην πείνα και την κακουχία, αυτό σε σώζει και σε χαλάει την ίδια στιγμή. Αφήνει μόνο "ύπαρχο" την καρδιά, να κάνει πιο βαριές και δύσκολες δουλειές. Να αγαπάει και να μισεί. Πολύπλοκες διαδικασίες για του μυαλού τις αντοχές. Ενώ η καρδούλα ξέρει, χτυπάει ρυθμικά και σταθερά και βγάζει σε πέρας τα δύσκολα που το μυαλό δεν τα πολύ καταφέρνει.

Εκεί δίπλα στα "θηρία", τις πιο πολλές φορές άφηνε να κυλήσει από τα μάτια του ένα δάκρυ. Να τρέξει στα μάγουλα αργά, να στάξει στον αέρα μέχρι να πέσει στο έδαφος. Ήταν το δάκρυ της "ημερήσιας" λύτρωσης. Ήταν ο αναστεναγμός που κανονικά θα έβγαινε από τα βάθη μέσα του. Από περηφάνια και εγωισμό δεν τον έβγαζε όμως . Νόμιζε ήταν αντρίκιο να αφήνει στο μισοσκόταδο του λιμανιού ένα δάκρυ. Μα ποτέ μπροστά σε άλλους, ποτέ δημόσια. Αντρίκια στάση, αγέρωχη.

Μα ο καημός όταν σε πνίγει δεν εξετάζει αντριλίκια και τσαμπουκάδες. Σε πνίγει σαν κύμα. Σε καταπίνει και σου τρώει τα συκώτια από μέσα. Ούτε πιοτί, ούτε χάδι, ούτε καπνός δεν σε σώζει από τον καημό. Αργά γρήγορα σου βγαίνει μπρος σαν σκυλί αγριεμένο. Δεν λογαριάζει ο καημός από μυαλά και καρδιές. Τσουνάμι είναι, σηκώθηκε, τα πήρε τα έπνιξε όλα. Δεν παίζεις με τον καημό. Όπως δεν παίζεις και με τη θάλασσα. Δεν έχει κόλπα εκεί. Δεν έχει τσαμπουκάδες. Μόνο σεβασμό και επαγρύπνηση. Εκτίμηση, πως το λένε. Τα λογαριάζεις όλα και δεν αφήνεις τίποτα απέξω.

Καθισμένος σε δέστρες και κάβους, κοίταζε τα φώτα των "θηρίων" να φεύγουν και να έρχονται.

Μωρέ αυτά εγώ τα κουμαντάρω, όσο μεγάλα και να είναι. Τα κάνω ζάφτι κι ας μην έχω πατήσει το ποδάρι μου στα "ντεκ" τους, ας μην έχω κρατήσει "τιμονιέρα"στα χέρια μου ποτέ. Τα φέρνω βόλτα σκέφτονταν και σαν να τον χτυπούσε ένα μαγικό ραβδί, έβρισκε τις λύσεις στα προβλήματα του. Μικρά και μεγάλα, έπαιρναν τον δρόμο τους. Τις πιο πολλές φορές, τον καλό τους δρόμο. Έμπαιναν στην ρότα τους τα πράγματα και έμοιαζαν με καράβια αραγμένα στα ήρεμα νερά του λιμανιού.

Κάπως έτσι, ανηφόριζε το δρόμο του λιμανιού, γυρνώντας σπίτι, με το χαμόγελο του ξενιτεμένου που ξαναπάταγε πατρίδας γη. Έτοιμος, για τα νέα μεγάλα μπάρκα που δεν ξεκίνησαν γη εκείνον ποτέ.