Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Μια αληθινή ιστορία για γέλια και για κλάματα

Της Πέρσας Ζηκάκη

«Τι να πω;» ούρλιαξε η κυρία Αριστέα ενώ προσπαθούσε να περιμαζέψει κάποιες τούφες από τα μαλλιά της που είχαν ξεφύγει από το λαστιχάκι τους. «Τι άλλο πια; Μάλλιασε η γλώσσα μου να σας ορμηνεύω κι εσένα και την άλλη την προκομμένη τη νεραϊδοβλαμμένη την αδερφή σου. Νόμιζα, βρε τέρας, ότι από όλα αυτά κάτι θα έμενε στο κεφάλι σας».

Το «τέρας» ήταν ο Νεοκλής, ο γιος της, ένα ψιλόλιγνο αγόρι είκοσι χρόνων, φοιτητής πληροφορικής στα ΤΕΙ Λάρισας, ο οποίος εκείνη την ώρα έστελνε χαμογελαστός κι αεράτος ένα μήνυμα στην καλή του με το τελευταίο απόκτημά του στην κινητή τηλεφωνία. Απόκτημα που είχε πληρωθεί μέσω της πιστωτικής φυσικά, αυτής που πλήρωνε ο πατέρας του.

Ή κρίση ως φαίνεται δεν είχε περάσει ακόμη στο πετσί του νεαρού. Πολλά άκουγε, πολλά έβλεπε αλλά μάλλον επιδερμικά την αντιμετώπιζε με «σταυρωμένα τα χέρια» και συνήθως μέσω του φατσοβιβλίου. Ουραγός γνωστός των φοιτητικών διαδηλώσεων, φανατικός φραπεδοκαναπεδάκιας με τη σιγουριά του μισθού, έστω και μειωμένου, των γονιών του που ήσαν και οι δύο εκπαιδευτικοί.

Η κυρία Αριστέα φούσκωνε ξεφούσκωνε κόκκινη σαν ξεφλουδισμένο παντζάρι, περισσότερο ενοχλημένη γιατί δεν άκουγε αντίλογο στο μονόλογό της, αντίθετα ο κανακάρης της φαινόταν να είναι πλήρως απορροφημένος από τα γραπτά του μηνύματα.

Ο κύριος Αργύρης, ο σύζυγός της και πατέρας του «τέρατος» δεν μιλούσε, χωμένος πίσω από την εφημερίδα του ενώ καμωνόταν πως διάβαζε. Ήθελε να πει πολλά, να χειροδικήσει, αν ήταν δυνατόν, αλλά ως φαίνεται δεν ήταν. Κάτι το μπόι του Νεοκλή, κάτι το καράτε για το οποίο αδρά είχε πληρώσει κάποτε για ν' αποκτήσει ο γιος του μαύρη ζώνη, κάτι η εναπομείνασα αξιοπρέπειά του δεν τον άφηναν να εκδηλωθεί όπως θα ήθελε.

Οκτώ χρώματα είχε αλλάξει ο δυστυχής από την ώρα που το βλαστάρι τους τούς ανακοίνωσε με απάθεια το «χαρμόσυνο νέο».

Επέπρωτο να γίνει πατέρας!

Όλες τις αποχρώσεις του κίτρινου είχε πάρει αρχίζοντας από το καναρινί με κατάληξη το χρώμα εκείνο της «σπαστής ώχρας». (Σαν αυτό που είχαν βάψει πρόσφατα το καθιστικό και τους είχε πάρει και έναν περίδρομο λεφτά ο μάστορας από τη Βουλγαρία).

Πίσω από τη σιγουριά της εφημερίδας του ο αυστηρός αλλά καλόγνωμος λυκειάρχης, όπως έλεγαν οι μαθητές του, ένιωθε προστατευμένος από τις ριπές της κυρίας Αριστέας. Εκείνος θα μιλούσε τελευταίος και θα τον άκουγαν όλοι.

Έτσι έκανε πάντα. Άφηνε τη γυναίκα του να βγάλει το φίδι από την τρύπα κι ύστερα έπαιρνε θέση μάχης. Στην παρούσα κατάσταση όμως που είχαν βρεθεί δεν ήξερε πώς έπρεπε να αντιδράσει. Ήξερε ότι με τις φωνές και τις βρισιές τίποτα δεν θα κατάφερνε. Ο γιος τους θα παρέμενε ένας απρόσεκτος βλάκας και όχι μόνο. Ακούς εκεί! Αυτός που δεν ήταν σε θέση να δέσει μόνος τα κορδόνια των παπουτσιών του, πατέρας!!!

«Θεέ μου τι σου κάναμε και μας βασανίζεις έτσι;» σκεφτόταν ο κύριος Αργύρης χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση πάντα χωμένος πίσω από την κρυψώνα του που εκείνη την ώρα την έβλεπε τουλάχιστον σαν παραβάν. Έκανε κι άλλες σκέψεις ο ατυχής πατέρας, που όλες είχαν να κάνουν με το «ατόπημα» του κανακάρη τους. Είχε και την ατυχία όχι μόνον να είναι λυκειάρχης αλλά και θεολόγος σε λύκειο του Βόλου.

«Τι είναι ο Βόλος; Μια οικογένεια είμαστε όλοι», σκεφτόταν και κρύος ιδρώτας τον έλουζε. «Κουδούνια θα μας κρεμάσουν. Ρεζίλι των σκυλιών θα γίνουμε. Δάσκαλε που δίδασκες και άλλα τέτοια θα κυκλοφορήσουν και πάει. Αυτά που λέω στα παιδιά στο σχολείο να προσέχουν αυτά λούζομαι. Ήταν κι εκείνο το ΠΕ1 (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, διακριτικό των θεολόγων στα σχολεία) που τον κατέτρωγε».

Τέτοιες όμορφες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του κυρίου καθηγητή και δεν μπορούσε να βρει λύση. «Πρέπει να αντιμετωπίσεις το όλο θέμα με νηφαλιότητα και ψυχραιμία», έλεγε μέσα του μία φωνή.

Φυσικά για έκτρωση, ούτε λόγος. Σκληρός πολέμιος των αμβλώσεων δεν θα απαρνιόταν τα πιστεύω μιας ολόκληρης ζωής επειδή είχε συμβεί στην οικογένειά του αυτό για το οποίο πολεμούσε χρόνια με τόσο μένος και πάθος. Όχι, ήταν απόλυτος. «Από την άλλη, στις μέρες μας ένας γάμος πρόωρος εξαιτίας μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και μάλιστα σε τέτοιες ηλικίες σαν του γιού του και της κοπέλας ποτέ δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσει», συνέχιζε να επιβεβαιώνει τις σκέψεις του η φωνή μέσα του.

Ένα πράγμα τον τρέλαινε όμως περισσότερο. Η ύπαρξη ενός αγέννητου παιδιού που δεν έφταιγε αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να σωθεί. Αμ η Αριστέα; Ούτε η γυναίκα του βρισκόταν σε καλύτερη θέση. Τουλάχιστον εκείνη ούρλιαζε και ξεσπούσε. Δασκάλα, διευθύντρια σε δημοτικό σχολείο της πόλης έτοιμη προς σύνταξη. Πάνω που τελείωνε η χρονιά, πάνω που έκαναν σχέδια για τις διακοπές τους τσουπ… ξεφύτρωσε η εγκυμοσύνη της... αλήθεια ούτε το όνομά της κοπέλας δεν γνώριζε κανείς τους. Πού είχε μπλεχτεί πάλι ο κανακάρης τους; Τι ωραία νέα θα κυκλοφορούσαν στο Βόλο εξαιτίας του βλάκα;

Μέσα σε όλα ο Αργύρης σκεφτόταν και το άλλο του βλαστάρι, τη Μαρκέλλα. Διαβολοθήλυκο του κερατά! Όσο ήταν μαθήτρια δεν είχαν ησυχάσει ούτε μία στιγμή. Μεγάλο το όνομα του Πανάγαθου την είχε προικίσει με σπάνια ομορφιά αλλά τι να το κάνεις όταν αυτή δεν συνοδεύεται κι από λίγο νιονιό; Ευτυχώς είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα κι έτσι το όνομά τους είχε πάψει να ακούγεται στα στέκια της νεολαίας του Βόλου. Αυτή μπορεί να γνώριζε λεπτομέρειες αλλά σιγά που θα τους μαρτυρούσε το μυστικό του αδελφού της.

Ήθελε ν' αποδράσει ο κύριος Αργύρης, να πάρει τα όρη και τα βουνά να μη βλέπει τις πομπές των παιδιών του, να μην ακούει τα σχόλια και τα κουτσομπολιά των συμπολιτών του-που σίγουρα δεν θ' αργούσαν να φτάσουν στ' αυτιά του- αφού πρώτα θα είχαν κυκλοφορήσει σε όλο το Βόλο και τα γύρω χωριά.

«Νεοκλή έλα εδώ»,

είπε ξαφνικά με τη φωνή που χρησιμοποιούσε στο σχολείο όταν ήταν υποχρεωμένος να δώσει κάποια βαριά τιμωρία ή αποβολή.

«Το τέρας», που μόλις είχε διεκπεραιώσει τις αισθηματικές του υποθέσεις μέσω μηνυμάτων, τον πλησίασε με ύφος μπλαζέ.

«Τι είναι πάλι;»

«Όχι, δεν θα εκνευρισθείς τώρα», του υπαγόρευσε σχεδόν επιτακτικά η φωνή μέσα του.

«Ποια είναι η τυχερή και από πού κατάγεται παιδί μου;», σχεδόν τραύλιζε ο κύριος Αργύρης.

«Από εδώ, Ειρήνη τη λένε και είναι συμφοιτήτριά μου, η κόρη του Τσικληρόπουλου είναι», απάντησε με μια βαρεμάρα που «φώναζε από μακριά».

Τέσσερα απανωτά εγκεφαλικά πήγε να πάθει ο δυστυχής πατέρας.

«Χριστέ μου», αναφώνησε χάνοντας τελείως την ψυχραιμία του.

«Με την κόρη του φασίστα βρήκες να πας;»

«Γιατί ρε πατέρα το πολιτικοποιείς κι αυτό;»

Ο κύριος Αργύρης, ο λυκειάρχης ο αξιοπρεπέστατος θεολόγος σηκώθηκε έντρομος σχεδόν από την πολυθρόνα του.

«Τόσο αναίσθητος είσαι παιδί μου; Εδώ καιγόμαστε ρωτάς τι είναι;»

«Τι να κάνω ρε πατέρα;»

«Να πας να πνιγείς κάθαρμα έτσι όπως τα κατάφερες. Τι θα κάνουμε τώρα;»

«Εσύ τι λες;»

«Τι να λέω, ε ; Να πάτε παιδί μου, να πάτε τώρα στη Χρυσή Αυγή να σας αναλάβουν όλους και να υιοθετήσουν και το παιδί σας σαν γεννηθεί. Ακούς εκεί την κόρη του φασίστα! Κατάλαβες γιέ μου;»,

είπε και ξανακάθισε αποκαμωμένος στην πολυθρόνα του.

Το μόνο που κατάλαβε ο νεαρός ήταν εκείνο το «σαν γεννηθεί»...

«Σαν γεννηθεί», δηλαδή όταν, δηλαδή συμφωνούσε έμμεσα ο πατέρας να κρατήσει τελικά η Ειρήνη το παιδί που τόσο το ήθελε κιόλας. Ήταν αυτή η συγκεκαλυμμένη αποδοχή του γεγονότος από εκείνον, ο οποίος μέσα από τη σκληράδα του ύφους και των λόγων του φέρθηκε σαν αληθινός πατέρας και δεν απαρνήθηκε τα «πιστεύω» μιας ολόκληρης ζωής και διδαχής. Ο Νεοκλής όρμησε σχεδόν επάνω του να τον αγκαλιάσει να τον φιλήσει.

«Σ' ευχαριστούμε και οι δυο», ψιθύρισε και το έσκασε προς την κουζίνα για να στείλει ανενόχλητος το χαρμόσυνο μήνυμα στην Ειρήνη.

Η ιστορία είναι αληθινή γι αυτό δεν υπάρχει τέλος ακόμη. Σε λίγο καιρό θα γεννηθεί το παιδί και τότε μάλλον θα φάμε και κουφέτα! Και στα δικά σας οι ανύπανδροι.

Από το 27ο τεύχος των Λόγων Παίγνια