Tου Λουκά Αξελού
Είναι, νομίζω, προφανές ότι τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών συνιστούν μια σαφή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Μια σπουδαία εκλογική νίκη θα συμπλήρωνα, που με όρους πολιτικούς αποτυπώνει πως μέσα σε μια τριετία ο ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς μετεξελίχθη σε ένα μεσαίο πρωταγωνιστικό κόμμα με σημαίνοντα λόγο και παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Αυτές οι κατακτήσεις σε ομαλές συνθήκες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν ακόμα και πανηγυρισμούς. Όμως, δυστυχώς, σε μια γονατισμένη Ελλάδα που συνεχώς αιμορραγεί, η αυστηρή ανάγνωση των αποτελεσμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σαφής αυτή εκλογική νίκη δεν συστοιχίζεται με μιαν ανάλογη πολιτική και κοινωνική.
Η επομένη των εκλογών έκανε εμφανές το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έχει ωριμάσει η ρήξη προς το σάπιο μεταπολιτευτικό οικοδόμημα, αλλά και ότι για μεγάλα τμήματα πληθυσμού η μεταπολίτευση εξακολουθεί να είναι ζωντανή και παρούσα.
Έχω τονίσει ότι θα ήταν σοβαρό λάθος να θεωρήσουμε ότι τα τμήματα αυτά της κοινωνίας βρίσκονται στη θέση αυτή γιατί απλώς έχουν αυταπάτες ή παρασύρονται από την κυβερνητική προπαγάνδα. Υπάρχουν φυσικά και τέτοια τμήματα. Ο σκληρός όμως πυρήνας τους, ένα 20% τουλάχιστον του συνολικού πληθυσμού έχει συνειδητά υιοθετήσει ως ταξική του επιλογή τη νεοταξική-νεοφιλελεύθερη πρόταση και αντιστέκεται και θα αντισταθεί λυσσαλέα σε κάθε απόπειρα ανατροπής της.
Αν τα παραπάνω στοιχειωδώς ευσταθούν, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί σε ικανοποιητικό επίπεδο η κοινωνική και πολιτική δυναμική που να διαμορφώνει ένα σταθερό πλειοψηφικό ρεύμα ανατροπής.
Θα ήταν, λοιπόν, πολιτικά εσφαλμένο να πέσουμε σε τεχνάσματα λέγοντας ότι ναι μεν η αριθμητική βγάζει 27%, αλλά υπό δυναμικούς όρους αυτό μπορεί να νοηθεί και ως πλειοψηφικό ρεύμα.
Η πραγματικότητα είναι σκληρή και ο πολιτικός ρεαλισμός απαιτεί να δούμε και να πούμε ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η κοινωνία στην υπαρκτή σημερινή τους κατάσταση δείχνουν ότι είναι σε θέση να επωμισθούν χωρίς ανάθεση έργου ή ξένα δεκανίκια το γύρισμα της ιστορικής σελίδας.
Είναι, λοιπόν, η ίδια η ζωή που οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα αποφασιστικό σταυροδρόμι. Είτε θα ανοιχθεί στη μεγάλη εθνική και κοινωνική ενδοχώρα, επιδιώκοντας να συμβάλει στη συγκρότηση ενός ριζοσπαστικού πλειοψηφικού ρεύματος του οποίου και θα αποτελεί την μαχητική πρωτοπορία, είτε θα αρκεστεί στο να διατηρήσει τις υπάρχουσες δομές που μετά το Ιδρυτικό Συνέδριο αποτυπώνουν την κατίσχυση του τακτικού στρατού του 2-4% επί του 23% των ατάκτων πολιτικών μεταναστών και προσφύγων.
Είναι αυτό που θέλουμε ως αριστεροί ριζοσπάστες, είναι αυτό που μας εμπνέει; Προσωπικά, θα διακινδυνεύσω να πω ότι αυτό δείχνει να είναι αυτό που ικανοποιεί αρκετά εκ των στελεχών του κόμματος. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί η λογική που θεωρεί ότι το 27% των Ευρωεκλογών είναι αποτέλεσμα των θέσεων του ά-τοπου και ά-χρονου εργατοδιεθνισμού που προτάσσει μια πτέρυγα του κόμματος και όχι το ακριβώς αντίθετό τους.
Αυτό που έγκαιρα, αν και όχι χωρίς αντιφάσεις, διέγνωσε ο Αλέξης Τσίπρας και ορθά προέβαλε σε όλη τη διάρκεια των εκλογών συμβάλλοντας αποφασιστικά στο να διεμβολιστεί το ευρύτερο ακροατήριο με έναν γειωμένο δημοκρατικό, πατριωτικό και ριζοσπαστικό λόγο κορυφαία έκφραση του οποίου υπήρξε η καθ’ όλα επαρκής παρουσία του στο πανευρωπαϊκό ντιμπέιτ.
Αυτή είναι η αλήθεια της σχετικής εκλογικής επιτυχίας, γεγονός που φαίνεται να γίνεται κατανοητό και εκτός Ελλάδος αν κρίνω, μεταξύ άλλων, και από τα γραφόμενα σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο «Manifesto», όπου ανάμεσα σε άλλα επισημαίνει ότι «Στον Αλέξη Τσίπρα αξίζει μεγάλος έπαινος διότι από την πρώτη στιγμή κατανόησε το ζήτημα της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ από ομάδα μαξιμαλιστών αμφισβητιών σε μεγάλο λαϊκό και εθνικό κόμμα που υπερασπίζεται τους πολλούς, τα δικαιώματά τους, την αξιοπρέπειά τους, αλλά και την ταυτότητα και την υπερηφάνεια του να είσαι Έλληνας».
Και είναι αυτές οι διαδικασίες μετασχηματισμού και προσπάθειας ανοίγματος στα ευρύτερα κοινωνικά σύνολα που αποτυπώνει το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών όπου, καθόλου τυχαία, ο ελληνικός λαός με συντριπτική διαφορά ψήφων επέλεξε να τον εκπροσωπήσουν υποψήφιοι που κινούνται στην παραπάνω λογική, με κορυφαίο στην επιδοκιμασία τον κατεξοχήν ιστορικό εκπρόσωπο της Πατριωτικής Διεθνιστικής Αριστεράς, τον Μανώλη Γλέζο.
Είναι προφανές ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν ζητήματα που με τον Α΄ ή Β΄ τρόπο έχουν τεθεί ή τίθενται στο κόμμα και αποτυπώνονται εν μέρει σε δυο λογικές που η πρώτη λέει ότι οι απεγκλωβισμένοι από το δικομματισμό πρέπει να ενστερνιστούν τη δική τους κινηματική λογική και η άλλη απαντά ότι «η κινηματική λογική στην οποία αναφέρεστε δεν ξεπέρασε δεκαετίες το 3%».
Έχω την αίσθηση ότι και οι δύο οπτικές αποτυπώνουν μιαν ανεπαρκή ανάλυση δεδομένων αλλά και ένα έλλειμμα στρατηγικής.
Γιατί είναι η ίδια η πραγματικότητα που επιτάσσει τον εμβαπτισμό του «ελιτίστικου» ΣΥΡΙΖΑ στην «λαϊκή δεξαμενή», χωρίς όμως να χάσει τον ριζοσπαστισμό του στην κοινωνική σφαίρα. H κοινωνική σφαίρα όμως είναι η μια πλευρά του νομίσματος η άλλη είναι η εθνική. Εμβαπτιζόμενος στην ευρύτερη εθνική σφαίρα ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει ενδεχομένως κάτι από τη φαντασιακή γοητεία της «ταξικής του λογικής» ή, ας μου επιτραπεί, της λογικής μιας καθαρολογικής Αριστεράς εργαστηρίου, κερδίζει όμως αυτό που ο Γκράμσι θα αποκαλούσε αυθεντικό εθνικό-λαϊκό.
Η ιστορική ηθική και πολιτική νομιμοποιητική βάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ΕΑΜική Πλατφόρμα και το Καταστατικό της ΕΠΟΝ, είναι οι αγώνες της ΕΔΑ για την εθνική δημοκρατική αλλαγή και την αυτοδιάθεση της Κύπρου, είναι οι αγώνες του 114 απέναντι στις εθελόδουλες κυβερνήσεις, είναι οι αντιδικτατορικοί αγώνες για ψωμί, παιδεία, ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία.
Γληνός-Άρης-Πασαλίδης, Καραολής-Δημητρίου-Αυξεντίου, Μπελογιάννης-Λαμπράκης- Πέτρουλας, Παναγούλης-Μανδηλαράς-Τσαρουχάς.
Αυτός ήταν, είναι και οφείλει να είναι ο πολικός αστέρας της μαχόμενης Αριστεράς, αυτός είναι και οφείλει να είναι ο πολικός αστέρας του ΣΥΡΙΖΑ, που και δικαίως θεωρεί εαυτόν ως έναν εκ των συνεχιστών της μεγάλης αυτής κληρονομιάς.
Και είναι αυτός ο βασικός λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να δώσει διαπιστευτήρια εθνικών και κοινωνικών φρονημάτων σε κανέναν και προπαντός στους φορείς της δικομματικής εθελοδουλίας και ρεμούλας, αλλά και την πατριδοκάπηλη νεοφασιστική ή νεοναζιστική Aκροδεξιά.
Αν όμως δεν έχει ανάγκη να δώσει καμιάν εξήγηση στους πολέμιους, έχει όμως υποχρέωση να δώσει απάντηση στον κόσμο του και τα στελέχη του που επισημαίνουν και διερωτώνται για τα εμφανή ελλείμματα και κενά στα εθνικά ζητήματα ως και τα καθ’ όλου ζητήματα της ευρύτερης γεωπολιτικής.
Μπορεί τα ζητήματα αυτά να είναι για κάποιους απορριπτέα ή ήσσονος σημασίας, αυτό όμως δεν το αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι κατακτητές του βόρειου τμήματος της Κύπρου, αλλά ούτε οι Έλληνες πολίτες στη Μακεδονία και Θράκη, γεγονός που αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, για να μην σταθώ στην στάση του DΕΒ και του Τουρκικού Προξενείου, που προκαλεί και προσβάλλει όχι μόνο την ελληνική πολιτεία αλλά και κάθε ενεργό δημοκρατικό Έλληνα πολίτη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μπροστά του ανοίγονται δύο βασικές επιλογές: Ή θα συγκρουστεί με τον κακό εαυτό του και θα βυθιστεί στις ιστορικές του πηγές προσπαθώντας να τις συνδέσει με το καυτό παρόν, δημιουργώντας ένα νέο μεγάλο πρόταγμα αλλαγής για μια νέα Ελλάδα που θα εκφράζει τα εθνικά και κοινωνικά συμφέροντα των υποτελών τάξεων με ένα νέο εθνικό και κοινωνικό μπλοκ στο οποίο ο ηγεμονικός ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ηθικά, πολιτικά και δημοκρατικά νομιμοποιημένος ή θα βυθιστεί στον αδιέξοδο φαύλο κύκλο του να αποτελέσει έναν «συνετό» και αποδεκτό από τους πάτρωνες της Νέας Τάξης, της τρόικας και της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας του χρήματος, διαχειριστή της κρίσης με προκαθορισμένο ρόλο. Αυτόν του πτωχού συγγενούς που όλοι θωπεύουν αλλά κανένας δεν εκτιμά και δεν φοβάται.
Είναι, φρονώ, καθαρό ότι η κοινωνία είναι σε αδιέξοδο αλλά είναι επίσης καθαρό ότι η πολιτική δεν είναι στο τιμόνι.
Σε αυτό το τραγικό σημείο που έχουμε φτάσει δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για αυτάρεσκη υπεραριστερή ρητορική. Αυτοί που βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο ας αναλογιστούν τι σημαίνει, άραγε, η απαξίωση ή συντριβή όλων των στείρα αντιευρωπαϊκών-δραχμολάγνων αριστερών σχηματισμών που πόνταραν στον μανιχαϊσμό και την εσχατολογία, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τη διαπίστωση του Όργουελ ότι «οι υπερεπαναστατικές κορώνες βασίζονται στην εδραία πεποίθηση των εκφωνούντων ότι τίποτα δεν μπορούν να αλλάξουν, ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει».
Το παράδειγμα, λοιπόν, δεν είναι αυτό. Το παράδειγμα είναι αυτό που στην πράξη υιοθετούν και ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Podemos και το Sinn Fein. To 27% του ΣΥΡΙΖΑ που δυνητικά και με απόλυτα ρεαλιστική εκτίμηση μπορεί να διευρυνθεί, δεν μπορεί να είναι όμηρος ενός ανάδελφου σεκταριστικού πνεύματος δεν μπορεί όμως, και σε αυτό θα συμφωνήσω με πολλούς, να είναι προϊόν εκλογικίστικων τακτικισμών και παρασκηνιακών διαβουλεύσεων που μοναδικό στόχο έχουν την εξημέρωση του θηρίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλες του τις αδυναμίες, δεν θέλει την εξημέρωση αυτή και είναι βαθιά νυχτωμένοι όσοι νομίζουν ότι θα τον μετατρέψουν σε σκυλάκι του καναπέ χωρίς να προκαλέσουν έκρηξη της λαϊκής του βάσης.
Η Ελληνική Αριστερά επέζησε και επιβίωσε ως η δύναμη εκείνη που ήταν πάντα μπροστά και πρώτη στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον θέλει να επωμισθεί τον ιστορικό αυτό ρόλο, δεν έχει άλλη επιλογή από τον μονόδρομο του να πρωτοστατήσει στους νέους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Κοινοβουλευτικούς ή εξωκοινοβουλευτικούς, χωρίς όμως αυταπάτες, χωρίς δηλαδή να δείχνει ότι δεν συνειδητοποιεί ότι στην περίοδο της εθελοδουλίας και της εφαρμογής των μνημονίων η διάκριση των εξουσιών έχει διαρραγεί και η νομοθετική εξουσία, το Κοινοβούλιο εν προκειμένω, έχει εν πολλοίς μετατραπεί σε ανδράποδο της εκτελεστικής που με την σειρά της λειτουργεί ως στυγνός εκτελεστής των εντολών της αριστοκρατίας του χρήματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ανοιχθεί στην κοινωνία, ανοίγοντας τις πόρτες του στην αυτοοργάνωση και αυτοδιάθεση των ενεργών πολιτών. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στο 1.500.000 ψηφοφόρων και τα λίγα χιλιάδες κομματικά μέλη είναι προφανής. Χρειάζεται λοιπόν να λυγίσει τη βέργα σπρώχνοντας τη δράση στα κοινωνικά μέτωπα όπου δίνοντας εκ του συστάδην τη μάχη, σώμα με σώμα, θα κατοχυρωθεί στη λαϊκή συνείδηση ο ΣΥΡΙΖΑ ως μαχόμενη κοινωνική εμπροσθοφυλακή και ταυτόχρονα χρειάζεται ένας συστηματικός ανασχεδιασμός που θα διορθώσει λάθη και παραλείψεις στα επίδικα εθνικά κ.λπ. θέματα επαναφέροντας ένα τμήμα του κόσμου που ψήφισε τη ριζοσπαστική Αριστερά στις εκλογές του 2012 αλλά τείνει να αποστασιοποιηθεί στον βαθμό που συμπεριφορές εντός του ΣΥΡΙΖΑ υπονομεύουν τον ρόλο του ως κατεξοχήν ριζοσπαστικής, δημοκρατικής και πατριωτικής δύναμης, βασικού πυλώνα του εθνικού λαϊκού μπλοκ.
Ο κίνδυνος μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε μεσαία περιφερειακή δύναμη συνδιαχείρισης δεν αποτελεί υπόθεση εργασίας. Θα αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν προς τα εκεί; Ο ταχυδρόμος της Ιστορίας είναι ακόμα μπροστά στην πόρτα του, αλλά το γράμμα έχει ως παραλήπτη την ηγέτιδα εκείνη εθνική δύναμη που θα πάρει το τιμόνι της συγκρότησης του μεγάλου πλειοψηφικού πανεθνικού-παλλαϊκού ρεύματος για να μπει τέλος στις κυβερνήσεις υπηρέτες της Νέας Τάξης, των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού.
[Αποσπάσματα του παραπάνω άρθρου διαβάστηκαν στις ομιλίες που έκανε ο συγγραφέας στην σύνοδο της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ στις 21 Ιουνίου 2014 και στην 7η Διεθνή Συνάντηση Κινημάτων Resistance στις 22 Ιουνίου 2014, που οργάνωσε η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς με θέμα Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά, η κοινωνία, η χώρα.]
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Γιατί το κρέας δεν είναι ψάρι
Είναι, νομίζω, προφανές ότι τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών συνιστούν μια σαφή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Μια σπουδαία εκλογική νίκη θα συμπλήρωνα, που με όρους πολιτικούς αποτυπώνει πως μέσα σε μια τριετία ο ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς μετεξελίχθη σε ένα μεσαίο πρωταγωνιστικό κόμμα με σημαίνοντα λόγο και παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Αυτές οι κατακτήσεις σε ομαλές συνθήκες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν ακόμα και πανηγυρισμούς. Όμως, δυστυχώς, σε μια γονατισμένη Ελλάδα που συνεχώς αιμορραγεί, η αυστηρή ανάγνωση των αποτελεσμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σαφής αυτή εκλογική νίκη δεν συστοιχίζεται με μιαν ανάλογη πολιτική και κοινωνική.
Η επομένη των εκλογών έκανε εμφανές το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έχει ωριμάσει η ρήξη προς το σάπιο μεταπολιτευτικό οικοδόμημα, αλλά και ότι για μεγάλα τμήματα πληθυσμού η μεταπολίτευση εξακολουθεί να είναι ζωντανή και παρούσα.
Έχω τονίσει ότι θα ήταν σοβαρό λάθος να θεωρήσουμε ότι τα τμήματα αυτά της κοινωνίας βρίσκονται στη θέση αυτή γιατί απλώς έχουν αυταπάτες ή παρασύρονται από την κυβερνητική προπαγάνδα. Υπάρχουν φυσικά και τέτοια τμήματα. Ο σκληρός όμως πυρήνας τους, ένα 20% τουλάχιστον του συνολικού πληθυσμού έχει συνειδητά υιοθετήσει ως ταξική του επιλογή τη νεοταξική-νεοφιλελεύθερη πρόταση και αντιστέκεται και θα αντισταθεί λυσσαλέα σε κάθε απόπειρα ανατροπής της.
Αν τα παραπάνω στοιχειωδώς ευσταθούν, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί σε ικανοποιητικό επίπεδο η κοινωνική και πολιτική δυναμική που να διαμορφώνει ένα σταθερό πλειοψηφικό ρεύμα ανατροπής.
Θα ήταν, λοιπόν, πολιτικά εσφαλμένο να πέσουμε σε τεχνάσματα λέγοντας ότι ναι μεν η αριθμητική βγάζει 27%, αλλά υπό δυναμικούς όρους αυτό μπορεί να νοηθεί και ως πλειοψηφικό ρεύμα.
Η πραγματικότητα είναι σκληρή και ο πολιτικός ρεαλισμός απαιτεί να δούμε και να πούμε ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η κοινωνία στην υπαρκτή σημερινή τους κατάσταση δείχνουν ότι είναι σε θέση να επωμισθούν χωρίς ανάθεση έργου ή ξένα δεκανίκια το γύρισμα της ιστορικής σελίδας.
Αποφασιστικό σταυροδρόμι
Είναι, λοιπόν, η ίδια η ζωή που οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα αποφασιστικό σταυροδρόμι. Είτε θα ανοιχθεί στη μεγάλη εθνική και κοινωνική ενδοχώρα, επιδιώκοντας να συμβάλει στη συγκρότηση ενός ριζοσπαστικού πλειοψηφικού ρεύματος του οποίου και θα αποτελεί την μαχητική πρωτοπορία, είτε θα αρκεστεί στο να διατηρήσει τις υπάρχουσες δομές που μετά το Ιδρυτικό Συνέδριο αποτυπώνουν την κατίσχυση του τακτικού στρατού του 2-4% επί του 23% των ατάκτων πολιτικών μεταναστών και προσφύγων.
Είναι αυτό που θέλουμε ως αριστεροί ριζοσπάστες, είναι αυτό που μας εμπνέει; Προσωπικά, θα διακινδυνεύσω να πω ότι αυτό δείχνει να είναι αυτό που ικανοποιεί αρκετά εκ των στελεχών του κόμματος. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί η λογική που θεωρεί ότι το 27% των Ευρωεκλογών είναι αποτέλεσμα των θέσεων του ά-τοπου και ά-χρονου εργατοδιεθνισμού που προτάσσει μια πτέρυγα του κόμματος και όχι το ακριβώς αντίθετό τους.
Αυτό που έγκαιρα, αν και όχι χωρίς αντιφάσεις, διέγνωσε ο Αλέξης Τσίπρας και ορθά προέβαλε σε όλη τη διάρκεια των εκλογών συμβάλλοντας αποφασιστικά στο να διεμβολιστεί το ευρύτερο ακροατήριο με έναν γειωμένο δημοκρατικό, πατριωτικό και ριζοσπαστικό λόγο κορυφαία έκφραση του οποίου υπήρξε η καθ’ όλα επαρκής παρουσία του στο πανευρωπαϊκό ντιμπέιτ.
Αυτή είναι η αλήθεια της σχετικής εκλογικής επιτυχίας, γεγονός που φαίνεται να γίνεται κατανοητό και εκτός Ελλάδος αν κρίνω, μεταξύ άλλων, και από τα γραφόμενα σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο «Manifesto», όπου ανάμεσα σε άλλα επισημαίνει ότι «Στον Αλέξη Τσίπρα αξίζει μεγάλος έπαινος διότι από την πρώτη στιγμή κατανόησε το ζήτημα της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ από ομάδα μαξιμαλιστών αμφισβητιών σε μεγάλο λαϊκό και εθνικό κόμμα που υπερασπίζεται τους πολλούς, τα δικαιώματά τους, την αξιοπρέπειά τους, αλλά και την ταυτότητα και την υπερηφάνεια του να είσαι Έλληνας».
Και είναι αυτές οι διαδικασίες μετασχηματισμού και προσπάθειας ανοίγματος στα ευρύτερα κοινωνικά σύνολα που αποτυπώνει το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών όπου, καθόλου τυχαία, ο ελληνικός λαός με συντριπτική διαφορά ψήφων επέλεξε να τον εκπροσωπήσουν υποψήφιοι που κινούνται στην παραπάνω λογική, με κορυφαίο στην επιδοκιμασία τον κατεξοχήν ιστορικό εκπρόσωπο της Πατριωτικής Διεθνιστικής Αριστεράς, τον Μανώλη Γλέζο.
Είναι προφανές ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν ζητήματα που με τον Α΄ ή Β΄ τρόπο έχουν τεθεί ή τίθενται στο κόμμα και αποτυπώνονται εν μέρει σε δυο λογικές που η πρώτη λέει ότι οι απεγκλωβισμένοι από το δικομματισμό πρέπει να ενστερνιστούν τη δική τους κινηματική λογική και η άλλη απαντά ότι «η κινηματική λογική στην οποία αναφέρεστε δεν ξεπέρασε δεκαετίες το 3%».
Έχω την αίσθηση ότι και οι δύο οπτικές αποτυπώνουν μιαν ανεπαρκή ανάλυση δεδομένων αλλά και ένα έλλειμμα στρατηγικής.
Εμβαπτισμός στη «λαϊκή δεξαμενή»
Γιατί είναι η ίδια η πραγματικότητα που επιτάσσει τον εμβαπτισμό του «ελιτίστικου» ΣΥΡΙΖΑ στην «λαϊκή δεξαμενή», χωρίς όμως να χάσει τον ριζοσπαστισμό του στην κοινωνική σφαίρα. H κοινωνική σφαίρα όμως είναι η μια πλευρά του νομίσματος η άλλη είναι η εθνική. Εμβαπτιζόμενος στην ευρύτερη εθνική σφαίρα ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει ενδεχομένως κάτι από τη φαντασιακή γοητεία της «ταξικής του λογικής» ή, ας μου επιτραπεί, της λογικής μιας καθαρολογικής Αριστεράς εργαστηρίου, κερδίζει όμως αυτό που ο Γκράμσι θα αποκαλούσε αυθεντικό εθνικό-λαϊκό.
Η ιστορική ηθική και πολιτική νομιμοποιητική βάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ΕΑΜική Πλατφόρμα και το Καταστατικό της ΕΠΟΝ, είναι οι αγώνες της ΕΔΑ για την εθνική δημοκρατική αλλαγή και την αυτοδιάθεση της Κύπρου, είναι οι αγώνες του 114 απέναντι στις εθελόδουλες κυβερνήσεις, είναι οι αντιδικτατορικοί αγώνες για ψωμί, παιδεία, ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία.
Γληνός-Άρης-Πασαλίδης, Καραολής-Δημητρίου-Αυξεντίου, Μπελογιάννης-Λαμπράκης- Πέτρουλας, Παναγούλης-Μανδηλαράς-Τσαρουχάς.
Αυτός ήταν, είναι και οφείλει να είναι ο πολικός αστέρας της μαχόμενης Αριστεράς, αυτός είναι και οφείλει να είναι ο πολικός αστέρας του ΣΥΡΙΖΑ, που και δικαίως θεωρεί εαυτόν ως έναν εκ των συνεχιστών της μεγάλης αυτής κληρονομιάς.
Και είναι αυτός ο βασικός λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να δώσει διαπιστευτήρια εθνικών και κοινωνικών φρονημάτων σε κανέναν και προπαντός στους φορείς της δικομματικής εθελοδουλίας και ρεμούλας, αλλά και την πατριδοκάπηλη νεοφασιστική ή νεοναζιστική Aκροδεξιά.
Αν όμως δεν έχει ανάγκη να δώσει καμιάν εξήγηση στους πολέμιους, έχει όμως υποχρέωση να δώσει απάντηση στον κόσμο του και τα στελέχη του που επισημαίνουν και διερωτώνται για τα εμφανή ελλείμματα και κενά στα εθνικά ζητήματα ως και τα καθ’ όλου ζητήματα της ευρύτερης γεωπολιτικής.
Μπορεί τα ζητήματα αυτά να είναι για κάποιους απορριπτέα ή ήσσονος σημασίας, αυτό όμως δεν το αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι κατακτητές του βόρειου τμήματος της Κύπρου, αλλά ούτε οι Έλληνες πολίτες στη Μακεδονία και Θράκη, γεγονός που αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, για να μην σταθώ στην στάση του DΕΒ και του Τουρκικού Προξενείου, που προκαλεί και προσβάλλει όχι μόνο την ελληνική πολιτεία αλλά και κάθε ενεργό δημοκρατικό Έλληνα πολίτη.
Μεσαία περιφερειακή ή ηγέτιδα εθνική δύναμη
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μπροστά του ανοίγονται δύο βασικές επιλογές: Ή θα συγκρουστεί με τον κακό εαυτό του και θα βυθιστεί στις ιστορικές του πηγές προσπαθώντας να τις συνδέσει με το καυτό παρόν, δημιουργώντας ένα νέο μεγάλο πρόταγμα αλλαγής για μια νέα Ελλάδα που θα εκφράζει τα εθνικά και κοινωνικά συμφέροντα των υποτελών τάξεων με ένα νέο εθνικό και κοινωνικό μπλοκ στο οποίο ο ηγεμονικός ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ηθικά, πολιτικά και δημοκρατικά νομιμοποιημένος ή θα βυθιστεί στον αδιέξοδο φαύλο κύκλο του να αποτελέσει έναν «συνετό» και αποδεκτό από τους πάτρωνες της Νέας Τάξης, της τρόικας και της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας του χρήματος, διαχειριστή της κρίσης με προκαθορισμένο ρόλο. Αυτόν του πτωχού συγγενούς που όλοι θωπεύουν αλλά κανένας δεν εκτιμά και δεν φοβάται.
Είναι, φρονώ, καθαρό ότι η κοινωνία είναι σε αδιέξοδο αλλά είναι επίσης καθαρό ότι η πολιτική δεν είναι στο τιμόνι.
Σε αυτό το τραγικό σημείο που έχουμε φτάσει δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για αυτάρεσκη υπεραριστερή ρητορική. Αυτοί που βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο ας αναλογιστούν τι σημαίνει, άραγε, η απαξίωση ή συντριβή όλων των στείρα αντιευρωπαϊκών-δραχμολάγνων αριστερών σχηματισμών που πόνταραν στον μανιχαϊσμό και την εσχατολογία, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τη διαπίστωση του Όργουελ ότι «οι υπερεπαναστατικές κορώνες βασίζονται στην εδραία πεποίθηση των εκφωνούντων ότι τίποτα δεν μπορούν να αλλάξουν, ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει».
Το παράδειγμα, λοιπόν, δεν είναι αυτό. Το παράδειγμα είναι αυτό που στην πράξη υιοθετούν και ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Podemos και το Sinn Fein. To 27% του ΣΥΡΙΖΑ που δυνητικά και με απόλυτα ρεαλιστική εκτίμηση μπορεί να διευρυνθεί, δεν μπορεί να είναι όμηρος ενός ανάδελφου σεκταριστικού πνεύματος δεν μπορεί όμως, και σε αυτό θα συμφωνήσω με πολλούς, να είναι προϊόν εκλογικίστικων τακτικισμών και παρασκηνιακών διαβουλεύσεων που μοναδικό στόχο έχουν την εξημέρωση του θηρίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλες του τις αδυναμίες, δεν θέλει την εξημέρωση αυτή και είναι βαθιά νυχτωμένοι όσοι νομίζουν ότι θα τον μετατρέψουν σε σκυλάκι του καναπέ χωρίς να προκαλέσουν έκρηξη της λαϊκής του βάσης.
Η Ελληνική Αριστερά επέζησε και επιβίωσε ως η δύναμη εκείνη που ήταν πάντα μπροστά και πρώτη στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον θέλει να επωμισθεί τον ιστορικό αυτό ρόλο, δεν έχει άλλη επιλογή από τον μονόδρομο του να πρωτοστατήσει στους νέους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Κοινοβουλευτικούς ή εξωκοινοβουλευτικούς, χωρίς όμως αυταπάτες, χωρίς δηλαδή να δείχνει ότι δεν συνειδητοποιεί ότι στην περίοδο της εθελοδουλίας και της εφαρμογής των μνημονίων η διάκριση των εξουσιών έχει διαρραγεί και η νομοθετική εξουσία, το Κοινοβούλιο εν προκειμένω, έχει εν πολλοίς μετατραπεί σε ανδράποδο της εκτελεστικής που με την σειρά της λειτουργεί ως στυγνός εκτελεστής των εντολών της αριστοκρατίας του χρήματος.
Η προφανής αναντιστοιχία
Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ανοιχθεί στην κοινωνία, ανοίγοντας τις πόρτες του στην αυτοοργάνωση και αυτοδιάθεση των ενεργών πολιτών. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στο 1.500.000 ψηφοφόρων και τα λίγα χιλιάδες κομματικά μέλη είναι προφανής. Χρειάζεται λοιπόν να λυγίσει τη βέργα σπρώχνοντας τη δράση στα κοινωνικά μέτωπα όπου δίνοντας εκ του συστάδην τη μάχη, σώμα με σώμα, θα κατοχυρωθεί στη λαϊκή συνείδηση ο ΣΥΡΙΖΑ ως μαχόμενη κοινωνική εμπροσθοφυλακή και ταυτόχρονα χρειάζεται ένας συστηματικός ανασχεδιασμός που θα διορθώσει λάθη και παραλείψεις στα επίδικα εθνικά κ.λπ. θέματα επαναφέροντας ένα τμήμα του κόσμου που ψήφισε τη ριζοσπαστική Αριστερά στις εκλογές του 2012 αλλά τείνει να αποστασιοποιηθεί στον βαθμό που συμπεριφορές εντός του ΣΥΡΙΖΑ υπονομεύουν τον ρόλο του ως κατεξοχήν ριζοσπαστικής, δημοκρατικής και πατριωτικής δύναμης, βασικού πυλώνα του εθνικού λαϊκού μπλοκ.
Ο κίνδυνος μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε μεσαία περιφερειακή δύναμη συνδιαχείρισης δεν αποτελεί υπόθεση εργασίας. Θα αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν προς τα εκεί; Ο ταχυδρόμος της Ιστορίας είναι ακόμα μπροστά στην πόρτα του, αλλά το γράμμα έχει ως παραλήπτη την ηγέτιδα εκείνη εθνική δύναμη που θα πάρει το τιμόνι της συγκρότησης του μεγάλου πλειοψηφικού πανεθνικού-παλλαϊκού ρεύματος για να μπει τέλος στις κυβερνήσεις υπηρέτες της Νέας Τάξης, των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού.
[Αποσπάσματα του παραπάνω άρθρου διαβάστηκαν στις ομιλίες που έκανε ο συγγραφέας στην σύνοδο της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ στις 21 Ιουνίου 2014 και στην 7η Διεθνή Συνάντηση Κινημάτων Resistance στις 22 Ιουνίου 2014, που οργάνωσε η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς με θέμα Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά, η κοινωνία, η χώρα.]
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου