Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Ιδιωτική δημοκρατία

Του Λευτέρη Καπώνη


Η δημοκρατία των πολιτών έγινε δημοκρατία των ιδιωτών. Στο τέλος, ιδιωτική δημοκρατία. Οι ιδέες αγοράστηκαν από τους πλούσιους. Τις σενιάρισαν, τους τράβηξαν ένα μπότοξ, τις πλασάρουν λαμπερές, αλλά δεν μπορούν να χαμογελάσουν. Η ελευθερία που πυρπόλησε τα μυαλά γενεών είναι πια η ελευθερία του ιδιώτη φραγκάτου να ληστεύει τον δημόσιο πλούτο και τις ανάγκες μας. Κάποτε οι εξουσίες στηρίζονταν στην προστασία της ζωής. Υπόσχονταν καλύτερη ιατρική περίθαλψη, καλύτερη παιδεία. Υπόσχονταν το μέλλον. Τώρα, στην ιδιωτική δημοκρατία επεξεργάζονται σχέδια θανάτου και στηρίζονται στον φόβο.

Του βάζω λίγο τσίπουρο στο ποτήρι να πιει για να σταματήσει, μήπως και προλάβω να τα εμπεδώσω. Ο Μήτσος, μόλις έμεινε άνεργος, κλείστηκε στον εαυτό του κι άρχισε να διαβάζει. Με το ζόρι τον έβγαζα από το σπίτι για κανένα τάβλι. Μετά έπεσε σε μελαγχολία κι αργότερα άρχισε να ρητορεύει. Ό,τι μάθαινε ήθελε να το πει και στους άλλους.

Ήμαστε στην παραλία. Σούρουπο. Από τις έξι το πρωί ώς τις έξι το απόγευμα στο τιμόνι, έβγαλα ένα εικοσάρικο κι είπα να κάνω το τραπέζι στον φίλο μου. Ψωμί, ντομάτες, τυρί και τσίπουρο που μου στέλνει ο ξάδερφος από τα Γιάννενα. Μπροστά μας το πέλαγος και οι πατριώτισσες. Μερικές, Παναγία μου, είναι σαν γαζέλες. Και τα βλέμματά τους σκέτη φωτιά. Ο Μήτσος δεν μ' αφήνει να χαλαρώσω.

"Βλέπεις ομορφιά;" μου λέει. "Μήπως μ' αφήνεις να τη δω; Με βομβαρδίζεις συνέχεια" του απαντάω. "Θέλουν να την πουλήσουν" μου λέει. "Τι να πουλήσουν;" αγριεύω. "Την παραλία". "Γιατί; Δική τους είναι;" ρωτάω. "Εδώ έχουμε χρησικτησία αιώνων. Εδώ ερχόταν ο παππούς, η γιαγιά... Ο πατέρας μου κι εγώ... 'Τη γλώσσα μού έμαθαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου' λέει ο ποιητής" ξανάρχισε ο Μήτσος. "Οι παραλίες είναι η ιστορία μας, ο πολιτισμός, η ανάσα μας, η ταυτότητά μας... Η ξενιτειά, η νοσταλγία, το πνεύμα της περιπέτειας. Το άνοιγμα στο άγνωστο και το καινούργιο απ' αυτές τις παραλίες ξεκίνησε..." "Τώρα με ζαλίζεις" τον κόβω, "αλλά αυτή η παραλία από μικρό παιδί ξέρω ότι είναι και δική μου. Εδώ πρωτοφέρναμε τα κορίτσια μας τα όμορφα καλοκαιράκια. Δεν μπορεί κανείς να μας την πάρει. Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι".

Νύχτωσε. Μπήκαμε στο αμάξι να γυρίσουμε. Ο Μήτσος έχει ένα δυαράκι στην Κυψέλη. Μου 'δωσε το ένα δωμάτιο για να μην είμαι στο νοίκι. Έτσι κι αλλιώς, μπακούρια είμαστε, γιατί γυναίκες δεν παίζουν. Πού να πας με πέντε ευρώ στην τσέπη; Αν δεν μπορείς να την κεράσεις μια μπίρα, χάνεις την περηφάνια σου. Γιατί έτσι είναι ο Έλληνας, θέλει να κερνάει το κορίτσι του. Αυτά τα γερμανικά "μισά-μισά" δεν μας πάνε. Προτιμάμε μπακούρια με την περηφάνια μας!

Από την ΑΥΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου