Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο

Της Ελενας Ακρίτα


Είμαστε ψιλογαϊδούρια ή ιδέα μου; Έχουμε καταλάβει ότι δεν πέθανε μόνο η κατσίκα του γείτονα; Πέθανε κι ο γείτονας! Κι εμείς εκεί. Με το μάτι απαθές. Ακατοίκητο: «Ενοικιάζεται βλέμμα διαμπερές, ευάερο κι ευήλιο». Με άλλοθι που φέρουν περήφανα το λάβαρο μιας εγκληματικής ηλιθιότητας. Στην κτηνωδία, στη φρικαλεότητα, στον πόνο, στην πείνα, στην αναλγησία, στην απόγνωση, στην απελπισία - πετάμε ανέμελα, έτσι σαν ριχτάρι σε καναπέ τριθέσιο, δυο-τρεις προκάτ φράσεις και καθαρίζουμε: «Ο καημένος, μωρέ». «Αχ, το πουλάκι μου!». «Πω, πω, το τέρας!». «Τι κτήνη υπάρχουν στον κόσμο!». Και το κορυφαίο: «Κλείσε την τηλεόραση, ψυχοπλακώθηκα».

Αυτοί είμαστε. Και λέω «είμαστε» γιατί δεν βγάζω την ουρά μου απέξω. Κι εμείς που μιλάμε για την κατσίκα του γείτονα δεν είδα να προτάξαμε τα στήθη μας για να τη σώσουμε. Απλά κάποιοι μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Και κάποιοι όχι.

Πόσο, μα πόσο, ΜΑ ΠΟΣΟ κρετίνος πρέπει να είναι κάποιος που μπαίνει σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης και πιστεύει πως «με ένα κλικ μπορείς κι εσύ να σώσεις από την πείνα ένα παιδάκι της Αφρικής».

Δεν ξέρω, ίσως κάτι δεν έχω καταλάβει σωστά. Άντε και κάνω εγώ κλικ. Αυτό το κλικ θα μεταμορφωθεί σε γάλα; Το οποίο γάλα θα διακτινιστεί από το Πικέρμι στην αφρικανική ήπειρο;

Κι όμως, πέφτουν βροχή τα κλικαρίσματα. Ένας έξοχος τρόπος να αποκοιμίσεις τη συνείδησή σου όταν τη βλέπεις να μισανοίγει αγουροξυπνημένη το μισό της βλέφαρο. Με ένα κλικ ταΐζεις ένα παιδί, με ένα κλικ σώζεις έναν άμαχο, βρίσκεις το φάρμακο κατά του καρκίνου, με ένα κλικ εξολοθρεύεις έναν τζιχαντιστή.

Είπα «τζιχαντιστή»... Στον πρώτο αποκεφαλισμό όλοι πάθανε σοκ. Στον δεύτερο κλείσανε τα μάτια. Στον τρίτο βάλανε μπρίκι για καφέ. Σκοτώνουν άμαχους, μωρά παιδιά, βασανίζουν, θάβουν ζωντανούς, σταυρώνουν, μας γυρίζουν πίσω στον πιο ζοφερό μεσαίωνα. Οχι εμάς. Την κατσίκα του γείτονα.

Μία από τα ίδια και με τον Έμπολα. Όσο πέθαινε ο κοσμάκης μακριά από μας, οξαποδώ, στου διαόλου το κέρατο - όσο αποδεκατίζονταν τα ανθρωπάκια σαν τις μύγες ούτε που ίδρωνε το αφτί μας. Με ένα «τς, τς, τς, φουκαράδες, μωρέ!» πάνε κι αυτοί, να περάσουν οι επόμενοι.

Μόνο όταν άρχισε να κοντοζυγώνει προς Ευρώπη μεριά - βλέπε Ισπανίδα νοσοκόμα - άρχισαν να μας ζώνουν τα μαύρα φίδια. Σε μια Ελλάδα όπου το ανεπανάληπτο «σαξές στόρι» που ζούμε έχει καραξενιτέψει τη μισή νεολαία (η υπόλοιπη μισή μαζεύει μπογαλάκια και λεφτά για το εισιτήριο) τώρα αγχωθήκαμε. Τώρα που η δική μας η κατσίκα... ουπς... το δικό μας το παιδί που σπουδάζει έξω, που δουλεύει έξω, που ζει - ή φυτοζωεί - έξω, μπορεί να κινδυνέψει. Προσωπικά δεν ανησυχώ: με ένα κλικ στα σόσιαλ μίντια θα κρατήσω το δικό μου παιδί γερό.

Η τραγωδία μακριά... Πέρα στους πέρα κάμπους... Δεν μας αγγίζει - κι ούτε πρόκειται, έτσι που μας κόβω. Για να ξυπνήσουμε από τη χειμερία νάρκη πρέπει να μας κοπανάει πορτοπαράθυρα, να μας ταρακουνήσει από τα πέτα, να μας μπουγελώσει με παγωμένους κουβάδες νερό. Καθότι, τι του λείπει του ψωριάρη; Ice bucket challenge με μαργαριτάρι!

Για τους περισσότερους από εμάς η τραγωδία περνάει ξώφαλτσα από τη σφαίρα της μυθοπλασίας στον ρεαλισμό - μόνο όταν πέσουμε μούρη με μούρη μαζί της. Όπως στο Σούλι: η Δέσπω - που έκανε πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια - όταν κοντοζυγώναν οι Τούρκοι ανέκραξε την ιστορική φράση:

- Oops, it's getting too close to home, guys!

Γι' αυτό το λέμε: Μακριά από μας! Χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο. Άσχετα που - μετά συγχωρήσεως - απ' τον ξένο στον δικό μας ένα τσιγάρο δρόμος.

Η κατσίκα ψόφησε. Λίγο πριν πεθάνει τα τελευταία της λόγια ήταν:

- Αυτά όλα συμβαίνουν στους άλλους! Σ' εμένα ποτέ!

Είμαστε ψιλογαϊδούρια ή ιδέα μου;

Κι αν είσαι γαϊδούρι γιατί να νοιαστείς για την κατσίκα;

Από τον Νέο Κόσμο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου