Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ 6

Του Κοσμά Ηλιάδη


Ο προεξάρχων της ηρεμίας, δεν διάβαζε τις επιστολές, ούτε τις έριχνε στον κάλαθο των αχρήστων, τις έστελνε για ανακύκλωση. Κέρδιζαν με αυτό τον τρόπο, εκατομμύρια χρήματα, δηνάρια, ρούβλια ή Ζλοτι. Σώζανε με αυτό τον τρόπο, ένα δάσος το χρόνο, ίσαμε το Σέιχ Σου. Οι πυροσβέστες δεν είχαν δουλειά, ένας έπεσε σε κάποια άσκηση και στραμπούληξε το πόδι του, δεξί ή αριστερό, δεν είναι σίγουρο. Σίγουρο είναι ότι ένας πήρε αναρρωτική άδεια, είχε πάθει υπερκόπωση, ο καρπός του δεξιού του χεριού. Τσατισμένος που δεν έφερνε εξάρες, έριχνε τα ζάρια με ορμή, έτσι έπαθε τη ζημιά.

Οι ακροαριστεροί ως και αναρχικοί, αφού δεν είχαν υπουργεία, να κάνουν διορισμούς και άλλα ρουσφέτια, θέλησαν να δείξουν καλό πρόσωπο στην κοινωνία. Στην προσπάθεια τους να αυξήσουν την κομματική τους πελατεία, έδειχναν ότι πονάνε πολύ για την πατρίδα, έγιναν εθελοντές πυροσβέστες, χωρίς σύμβαση, ωράριο και ένσημα. Έσβηναν τις σπάνιες μικροφωτιές, ειδοποιούσαν πρώτα τα κανάλια, τους κατέγραφαν οι κάμερες, με τα φτυαριά, με τα κλαδιά και τις μάνικες στα χέρια, ύστερα ειδοποιούσαν την πυροσβεστική.

Στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, οι νεολαίοι διψούσαν για μάθηση. Πέρα από αυτήν τη δίψα, υπήρχε και η άλλη η πραγματική. Έξω από τη σχολή του Αριστοτέλη, την οδό του και την πλατεία του, με τόσα ονόματα θα ήταν κάποιος σπουδαίος ήρωας. Πράγμα σπάνιο, που δεν τον ξέρω. Τη δίψα του κοσμάκη, την έσβηναν ο νερουλάς, ο λεμονατζής και ο ντοντουρματζής.

Ο πρώτος με τη στάμνα στον ώμο, πουλούσε το ένα ποτήρι νερό, για κάποιες πένες, για λίγα γρόσια ή έρε, δεν θυμάμαι ακριβώς.

Ο Λεμονατζής, κρα – κρα, κρύα λεμονάδα, είχε στην πλάτη του ένα μεγάλο μπακιρένιο γκιούμι (χάλκινο δοχείο), η μια πλευρά του οποίου κατέληγε σε βρύση, καθώς έσκυβε άρχιζε να τρέχει το παγωμένο νερό στο ποτήρι του. Φορούσε μια φαρδιά ζώνη, με μικρά τετράγωνα κουτάκια, γέμιζε το ποτήρι του με το παγωμένο νερό, ανακάτευε λίγο χρώμα από το ανάλογο κουτί και η προτοκαλάδα, λεμονάδα, βυσινάδα ή γκαζόζα σου, ήταν έτοιμη, Πλήρωνες τα διπλάσια χρήματα, από όσα για σκέτο νερό, και όλα ήταν εντάξει.

Ο ντοντουρματζής ήταν, σαν να λέμε η ΕΒΓΑ της γειτονιάς, νάτο – νάτο, παγωτό κασάτο. Φεύγανε, οι πρώην διψασμένοι, ευχαριστημένοι για τα σπίτια τους. Να φάνε, να πάρουν τον υπνάκο τους, ή να πιουν το καφεδάκι τους. Για δουλειές, αργότερα, βλέπουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου