Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Νυν απολύεις...

Του Όττο


Το τασάκι ζέχνει τιγκαρισμένο ως τα μπούνια, αναδίνοντας δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, που γεμίζουν τη στενάχωρη γκαρσονιέρα μέχρι κορεσμού. Αναρωτιέσαι αν έχει απομείνει αρκετό οξυγόνο για να συντηρηθεί η ζωή. Το μάτι σου πέφτει αυθόρμητα στο καχεκτικό γεράνι, που πνέει τα λοίσθια. Ανοίγεις το παράθυρο, να πάρεις ανάσα. Ο νοσηρός αέρας του κέντρου της πόλης κι ο βογγερός βρυχηθμός της λεωφόρου, μπουκάρουν και σ’ αρπάζουν απ’ τα μούτρα. Το ξανακλείνεις δίχως καθυστέρηση.

Ανάβεις τσιγάρο, αδιαφορώντας για το ήδη αναμμένο που λιβανίζει ορφανό. Πιέζεις την παγοκύστη στο πονεμένο σου σαγόνι. Αυτό που σ’ ενοχλεί όμως πιότερο, είναι το πληγωμένο σου Εγώ και δεν υπάρχει πάγος ψυχικός, να κατευνάσει το ενδότερο οίδημα που σε πνίγει, σαν αλλεργικός παροξυσμός. Βλαστημάς μες στα δόντια και κείνα τρίζουν, θαρρείς και δεν μπορούνε να βαστήξουν το ανάθεμα. Σηκώνεσαι κι αδειάζεις το τασάκι, μαζί με το τσιγάρο που ακόμα καίει.

Το καλάθι των σκουπιδιών λαμπαδιάζει σε λίγες στιγμές. Αδειάζεις μέσα το λιωμένο περιεχόμενο της παγοκύστης και σβήνεις τη φωτιά προτού θεριέψει. Η γκαρσονιέρα βρωμάει σαν χωματερή τον Δεκαπενταύγουστο, μα λίγο σε κόφτει. Ανοίγεις τον καταψύκτη για να φουλάρεις με πάγο, τόσο την παγοκύστη, όσο και το ποτήρι με το ουίσκι, που μοιάζει να ξαναγεμίζει με δικιά του βούληση. Το πάτωμα γεμάτο άδεια μπουκάλια, μα οι θύμησες απέθαντες σκαφιδιάζουν το σκωληκόβρωτο κούτσουρο, που κάποτε είχες για ψυχή.

***

Δεν έχει περάσει ούτε εξάμηνο, από κείνο το βράδυ που τα σπάγατε παρέα με τον Άρη στο στριπτιτζάδικο, γιορτάζοντας τη προαγωγή σου. Τόσα χρόνια αγώνες, κόντρα σ’ όλους και σε όλα, μέσα απ’ τη μαύρη φτώχεια και του κόσμου τις αντιξοότητες, επιτέλους δικαιώνονταν. Ήσασταν πάντοτε μαζί, ο Στάθης κι ο Άρης, ο Άρης κι ο Στάθης, οι δυο σα μια γροθιά. Από τότε που σε βάλανε στη μέση οι τραμπούκοι του σχολείου κι αυτός ήρθε απρόσκλητος σωτήρας, ο Άρης ο ψηλός που δύσκολα του ‘παιρνες λέξη, ήσασταν αχώριστοι κι αυτοκόλλητοι.

Μαζί στο λύκειο, μαζί στο πανεπιστήμιο, μαζί στον στρατό. Ύστερα μαζί και στη δουλειά. Κείνος προσλήφθηκε πρώτος, κατόπιν κίνησε γη και ουρανό να πάρουνε και σένα. Ο ψηλός κι ο κοντός, το αχτύπητο δίδυμο. Βέβαια τίποτα δεν σου χαρίστηκε. Απ’ την πρώτη στιγμή φάνηκε η αξία σου και κέρδισες την ευαρέσκεια των αφεντικών, χάρη στο μυαλό σου που στροφάριζε πιο γρήγορα απ’ τον ήχο, χάρη στις αστείρευτες δημιουργικές σου ιδέες. Κι ο Άρης πάντα εκεί, να συμμαζεύει τις άτακτες σκέψεις σε λειτουργικά μοντέλα, να συμπληρώνει τα κενά που αφήνει η καλπάζουσα έμπνευση, να οργανώνει και να προετοιμάζει τα πάντα στην εντέλεια.

Όταν το λοιπόν ο Μαγκλαβέρας –το στραβόξυλο ο προϊστάμενος, που χρόνια σας καθότανε στο σβέρκο– βγήκε επί τέλους στη σύνταξη, οι από πάνω διάλεξαν εσένα, τον νεότερο σε προϋπηρεσία, για ν’ αναλάβεις την ηγεσία του τμήματος και κανένας δεν αμφισβήτησε την επιλογή. Μόνο ο Λυμπέρης, ο πρεσβύτερος της ομάδας, άφησε να φανεί η απογοήτευση κι η πικρία που τον κατέλαβαν. Κράτησε ωστόσο τα προσχήματα, δεν μπορείς να πεις, σου ευχήθηκε κιόλας.

Ο Άρης πανηγύρισε λες κι ήτανε δικιά του η προαγωγή. Κόντεψε να κάψει το μαγαζί κείνη τη νύχτα. Τελικά, κι αφού οι μπράβοι σας πέταξαν έξω, με τ’ απαραίτητα γαλλικά και τις αβρές τους περιποιήσεις, καταφέρατε στηρίζοντας ο ένας το ράκος του άλλου ώμο με ώμο, να φτάσετε τύφλα στο σπίτι σου, ας είναι καλά ο νταβραντισμένος Πακιστανός ταξιτζής, που σας πήγε σηκωτούς ως την πόρτα, και το γερό μπαχτσίσι που του ξηγηθήκατε –άνθρωποι είναι κι αυτοί.

Όμως η πόρνη η ζωή, δεν το ‘χει σε καλό της ν’ αφήσει κάποιον για λίγο να χαρεί. Μόλις που ‘χες προλάβει να ζεστάνεις λίγο την αφράτη διευθυντική πολυθρόνα, ήρθε η πρώτη μεγάλη δοκιμασία. Έτσι είναι. Η υψηλή θέση με τον παχυλό μισθό, συνεπάγεται και βαρβάτη ευθύνη. Όταν κείνος ο μούλος ο Παρμενίδης, διευθύνων σύμβουλος και γιος του μπαμπά του, ήρθε στο γραφείο σου για να σου ανακοινώσει το βαρύ φορτίο που είχες να επωμιστείς, χαμογελούσε ο κανάγιας, σχεδόν ηδονικά. Οι καιροί είναι δύσκολοι, οι περικοπές απαραίτητες, οι αποφάσεις σκληρές μα αναγκαίες. Ένας απ’ τους τέσσερις που δούλευαν στο τμήμα σου, έπρεπε να πάρει πόδι. Η επιλογή ολόδική σου.

Με το που ξεκουμπίστηκε ο Παρμενίδης κι ύστερα απ’ το πρώτο μούδιασμα, ο νους σου άρχισε να δουλεύει με πρωτόγνωρη σβελτάδα. Ο Άρης ήταν ο μόνος απ’ τους τέσσερις που δεν είχε οικογένεια, σας άρεσε και τους δυο η εργένικη ζωή κι ακόμα δεν είχατε πατήσει τα τριάντα πέντε. Και τι μ’ αυτό; Ποια αρρωστημένη αντίληψη περί πατρίδος, θρησκείας και οικογένειας, επέβαλε στους ανύπαντρους να είναι πάντοτε το εύκολο θύμα;

Απαξιωμένες ευαισθησίες περασμένων εποχών, έμπλεες υποκρισίας. Από πότε ο νεοφιλελευθερισμός κι η επιχειρηματικότητα αναγνωρίζουν οποιαδήποτε αξία, πέρα απ’ το κέρδος και τη δύναμη; Δεν ήσουνα ποτέ από κείνους που επέτρεπαν σε ηθικούς καταναγκασμούς να τους αγγίξουν και σίγουρα δεν είχες σκοπό ν’ αφήσεις την ίδια σου την καρέκλα να σε πάρει από κάτω. Ούτε στιγμή δεν σου πέρασε απ’ το νου να διώξεις τον φίλο σου, το alter ego σου.

Δεν υπήρχε κανένα δίλημμα, όχι για σένα. Τι ωφελεί άλλωστε να ‘χεις υψηλή θέση, αν οι αποφάσεις είναι ήδη προειλημμένες, βάσει μάλιστα ανορθολογικών κελευσμάτων; Δική σου η απόφαση, δικό σου και το θέλημα. Είχες ήδη αντιληφθεί σε ποια εταιρεία προσέφερες τις υπηρεσίες σου και τι ακριβώς ήθελε από σένα. «Η ανταγωνιστικότητα κύριοι, πάνω απ’ όλα η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα», έτσι δεν τσαμπούναγαν οι Παρμενιδαίοι, πατέρας και γιος, σε κάθε ευκαιρία;

Αντικειμενικά λοιπόν, ο λιγότερο παραγωγικός ήταν ο Λυμπέρης, βαρύς και κουρασμένος μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας. Πόσο ανταγωνιστικός να είναι κάποιος στα πενήντα τρία του; «Τι θα πει έχει τρία παιδιά, ας πρόσεχε. Τα παιδιά είναι ευθύνη των γονιών τους κι αν δεν φανούν ικανοί να τα ζήσουν, διπλή η ντροπή τους. Δεν είμαστε εδώ φιλανθρωπική οργάνωση. Οπωσδήποτε, όλο και κάποια κυβέρνηση θα του δώσει διέξοδο να εξαγοράσει ένσημα για να βγει στην πρόωρη σύνταξη, μια χαρά θα τη βγάλει με την καλή αποζημίωση που θα τσιμπήσει» έλεγες στον εαυτό σου.

Σε κείνον φυσικά φρόντισες να είσαι αν μη τι άλλο ευγενικός, όταν τον κάλεσες στο γραφείο σου για να του το ανακοινώσεις. Πήρες περίλυπο ύφος και παρφουμάρισες τη φωνή με τόνο συμπονετικό, έως κι ανθρώπινο. Την έκπληξη διαδέχτηκε η απόγνωση κι όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου περάσανε απ’ το πρόσωπο του Λυμπέρη. Σχεδόν τον λυπήθηκες· έτσι κι αλλιώς πάντοτε τον έβρισκες αξιολύπητο.

«Νυν απολύεις τον δούλο σου Δέσποτα» είπε μ’ ένα οξύχολο χαμόγελο κι εσύ ένιωσες –μην προσπαθείς να τ’ αρνηθείς– σπουδαίος, ισχυρός, ένα αίσθημα αντάξιο επιτέλους της θέσης σου. Μέρες τώρα κυκλοφορούσανε οι φήμες πως θα ‘διωχνες τον Άρη, όλοι περίμεναν πως θα ‘κανες το μικροαστικώς σωστό. Εσύ όμως είχες τα κότσια να τους εκπλήξεις, να καταπατήσεις τα εσκαμμένα. Ούτε που σκέφτηκες πως η λέξη «απολύεις», στ’ αρχαία είχε κάπως διαφορετική σημασία. Σου αρκούσε το «Δέσποτα».

Έκλεισε ξωπίσω του τρεκλίζοντας την πόρτα κι εσύ έψαξες τον Άρη, να του αναγγείλεις τα καλά νέα. Κύριος όπως πάντα, δεν σου ‘χε πει κουβέντα για τις φήμες που σέρνονταν τόσες μέρες, δεν δοκίμασε να σ’ επηρεάσει, ούτε να επωφεληθεί στο παραμικρό απ’ τη φιλία σας. Είχε έρθει η ώρα να λάβει την ανταμοιβή του. Για κάμποση ώρα ήταν άφαντος.

Έπειτα άκουσες το σούσουρο και μέχρι να προλάβεις ν’ αναρωτηθείς τι έτρεχε, ο Άρης όρμησε μέσα ταραγμένος, κόντεψε να γκρεμίσει την πόρτα με τη φόρα που ‘χε. «Ρε μαλάκα, τον Λυμπέρη απέλυσες;» σου έκανε ασθμαίνοντας. «Ο άνθρωπος φούνταρε απ’ την ταράτσα» κι είχε έναν τόνο κατηγόριας η φωνή του, που σε τσίτωσε στα ίσια. Σηκώθηκες ήρεμα και πήγες στο παράθυρο να κοιτάξεις. Δέκα ορόφους παρακάτω, το άψυχο κορμί του Λυμπέρη κειτόταν σαν εξαρθρωμένη μαριονέτα στα μάρμαρα της εισόδου, μέσα σε μια λιμνούλα αίματος, ενώ κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται.

Ήσουνα ψηλά για ν’ ακούσεις τις φωνές και τα κλάματα, η σκηνή πνιγόταν στη σιωπή, σαν βουβή ταινία. Θα ‘παιρνες όρκο πως την έβλεπες ασπρόμαυρη. Ένιωσες την ανάσα του κολλητού σου πάνω απ’ τον σβέρκο σου, κοφτή, καυτή, οργισμένη. Δεν έδωσες χώρο στις τύψεις. «Τούτη είναι η μοίρα των αδύναμων, να πέφτουν» ήταν το μόνο που βρήκες να πεις, λες και φιλοσοφούσες εν μέσω οινοποσίας…

***

Στραγγίζεις το τελευταίο μπουκάλι μαλτ, ενώ στο βάθος ο ουρανός αρχίζει να ροδίζει. Ήσασταν πάντοτε σαν ένας, οι δυο μαζί σα μια γροθιά. Δεν έχεις καταφέρει ακόμα να καταλάβεις κι ίσως ποτέ δεν θα μπορέσεις, πώς και γιατί τούτη η γροθιά ήρθε και προσγειώθηκε αστραπόβροντη στο σαγόνι σου –κι έχει βαρύ χέρι ο κερατάς– ούτε τον λόγο που ο Άρης βάρεσε πίσω του την πόρτα κι εξαφανίστηκε απ’ τη δουλειά κι απ’ τη ζωή σου, την αιτία που δεν θέλει να σε ξαναδεί στα μάτια του.

«Γιατί ρε Άρη, γιατί; Εγώ για σένα τα ‘κανα όλα ρε γαμώτο…»

Great Chaos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου