Γελωτοποιός
«Δεν υπάρχει Θεός κι εμείς είμαστε οι προφήτες του»
Κόρμακ Μακάρθι
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης, χωρίς διαχωριστικό.
Οι οδηγοί βγαίνουν απ” τον αυτοκινητόδρομο με 120 και μπαίνουν σ” αυτόν, χωρίς να “χουν συναίσθηση ότι τρέχουν πιο γρήγορα απ” όσο αντέχουν. Εκεί, λίγο πριν την Ποτίδαια, το αντιλαμβάνονται. Κάποιες φορές πολύ αργά.
Καθώς φτάνουμε στο σημείο συναντάμε μποτιλιάρισμα.
Τι έγινε τώρα; Κολλήσαμε; λέω στην Νέλλη.
Βλέπουμε τα φώτα απ” το περιπολικό.
Πάλι κάποιο ατύχημα, κάνει εκείνη.
Τα αυτοκίνητα είναι διαλυμένα. Μετωπική, με 120. Οι αστυνομικοί μας κάνουν νόημα να περάσουμε.
Μην κοιτάς! της λέω.
Κρύβει το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της. Κι εγώ κοιτάω ευθεία, οδηγώντας ρομποτικά.
Ο πατέρας μου ήταν στην Τροχαία. Κάποιες μέρες γυρνούσε απ” τη δουλειά κι ήταν πιο διαχυτικός απ” όσο συνήθιζε. Ερχόταν, μας φιλούσε, μιλούσε γλυκά, και μετά το βλέμμα του χανόταν σε κάποια γωνιά του παιδικού δωματίου. Έφευγε, πήγαινε στην κουζίνα κι έψηνε καφέ. Τον έπινε χωρίς να μιλάει πια. Μόνο καπνίζοντας. Ήταν οι μέρες που είχε βρεθεί σε δυστύχημα.
Μην κοιτάς! ξαναλέω στην Νέλλη.
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω κίνηση, ασπρόμαυρη. Στρέφω λίγο το κεφάλι και γίνεται έγχρωμη. Μπροστά τρέχει μια γυναίκα κι ένας άντρας, προς ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο. Πίσω τους ένας ακόμα άντρας. Κρατάει στα χέρια του ένα μωρό με πορτοκαλί φορμάκι. Το πουκάμισο του άντρα, το κεφάλι του μωρού, είναι μες στα αίματα. Το μωρό κουνάει το χέρι του, αλλά δεν ακούω κλάματα, μόνο την κιθάρα του Τζάνγκο Ρέινχαρντ.
Θεέ μου! κάνει η Νέλλη.
Είχε κοιτάξει κι αυτή.
Περνάμε δίπλα απ” τ” αυτοκίνητα. Τα παμπρίζ διαλυμένα κι αίμα τρέχει στον δρόμο.
Μην κοιτάς, λέω στην Νέλλη, χωρίς θαυμαστικό αυτή τη φορά.
Προχωράμε, πιο αργά απ” το συνηθισμένο. Όλοι οδηγούν πιο αργά.
Η εικόνα του άντρα με το μωρό στο μυαλό μου. Ήταν μαυρισμένος (τέλη Αυγούστου πλέον) με μουστάκι. Το πρόσωπο του μια μάσκα πανικού κι απόγνωσης. Το μωρό κουνάει το χέρι του, αλλά ακούγεται μόνο ο Τζάνγκο, ο τσιγγάνος κιθαρίστας με το μουστάκι, να παίζει το Tears.
Αυτό που είδα ανακατεύεται με τη φωτογραφία ενός Σύρου πατέρα, μελαψός κι εκείνος, με μουστάκι κι εκείνος, που κρατάει στην αγκαλιά το πληγωμένο παιδί του.
Ο ίδιος τρόμος, η ίδια απόγνωση, με διαφορετική αφορμή.
Το απόγευμα ξεκινώ να διαβάζω το μυθιστόρημα του Κόρμακ Μακάρθι, «Ο δρόμος».
Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει καταστραφεί. Μάλλον πυρηνικό ολοκαύτωμα. Ο συγγραφέας μας ταΐζει με υπονοούμενα, αλλά δεν μας εξηγεί. Μας αφήνει να κάνουμε υποθέσεις, έτσι γινόμαστε κι εμείς θύματα.
Ο ήρωας του βιβλίου («άντρας», «πατέρας», το όνομα του δεν αναφέρεται) μαζί με τον γιο του («παιδί», «γιος», το όνομα του δεν αναφέρεται) διασχίζουν μια Έρημη Χώρα.
Απ” τον ουρανό βρέχει στάχτη. Δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, πετρέλαιο, αυτοκίνητα, πόλεις, ζώα, δέντρα, φαΐ.
Ο άντρας και το παιδί προσπαθούν να φτάσουν ζωντανοί ως τη θάλασσα, σε μια Κάθοδο πολύ πιο τραγική από εκείνη των Μυρίων. Κρύβονται. Στους δρόμους κυκλοφορούν ομάδες κανίβαλων.
Δεν υπάρχει καμιά ηθική, κανένας νόμος, κανένας κανόνας. Πέρα από έναν: Ζήσε!
Αν τους πιάσουν οι «Οδοιπόροι» θα σκοτώσουν τον πατέρα για να τον φάνε και θα βιάσουν το παιδί -μετά θα το φάνε.
Δεν υπάρχουν άνθρωποι πια, παρά μόνο τέρατα, κι ένας πατέρας με τον γιό του, νηστικοί, αδύναμοι, άρρωστοι, που συνεχίζουν να περπατάνε, μέσα στον χειμώνα και στη στάχτη, για να φτάσουν στη θάλασσα.
Ο Μακάρθι είναι ανελέητος. Σίγουρα θα τον ζήλευε ο Χέμινγουεϊ για τη δωρικότητα των μέσων κι ο Φόκνερ για την άνεση του να κατακερματίζει τις παραγράφους και τις προτάσεις.
Καθώς τον διαβάζεις συμμετέχεις στο δράμα και νιώθεις ότι τα πάντα έχουν χαθεί. Κι όμως, ενώ η εξάλειψη είναι βέβαιη (όχι ενός, όχι των ηρώων, αλλά όλων, του ανθρώπινου γένους) ο πατέρας παλεύει, προσπαθεί, μόνο για ένα πράγμα: Για να ζήσει το παιδί του, έστω μια μέρα παραπάνω.
Έχει μια τελευταία σφαίρα στο όπλο του. Και σκέφτεται: Πριν μας πιάσουν οι οδοιπόροι θα μπορούσες να λιώσεις με μια πέτρα το κεφάλι αυτού του θεού, πριν αυτοκτονήσεις;
Αρνείται να το δεχτεί. Βρίσκει δυνάμεις που δεν ήξερε ότι διαθέτει, επινοεί μηχανές και κόλπα, αντέχει όσο χρειάζεται, ενώ τα πνευμόνια του φτύνουν αίμα, αντέχει όσο χρειάζεται, πολύ περισσότερο απ” όσο νόμιζε ότι μπορούσε να αντέξει, μόνο για να ζήσει μια μέρα παραπάνω ο θεός του, ο γιός του.
Το μωρό με την πορτοκαλί φόρμα στην αγκαλιά του μαυρισμένου πατέρα. Ο γιος στην αγκαλιά του πατέρα, στην Τελευταία Κόλαση της Ανθρωπότητας. Κι οι πρόσφυγες, πατεράδες και μανάδες, που πασχίζουν να φτάσουν σ” ένα μέρος όπου τα παιδιά τους δεν θα τα σκοτώνουν.
Κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει, καμία θάλασσα, κανένα στρατόπεδο, κανένα σύνορο, κανένας στρατός, γιατί προστατεύουν τον θεό τους.
Κι ο θεός είναι ένα παιδί.
Γελωτοποιός
«Δεν υπάρχει Θεός κι εμείς είμαστε οι προφήτες του»
Κόρμακ Μακάρθι
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης, χωρίς διαχωριστικό.
Οι οδηγοί βγαίνουν απ” τον αυτοκινητόδρομο με 120 και μπαίνουν σ” αυτόν, χωρίς να “χουν συναίσθηση ότι τρέχουν πιο γρήγορα απ” όσο αντέχουν. Εκεί, λίγο πριν την Ποτίδαια, το αντιλαμβάνονται. Κάποιες φορές πολύ αργά.
Καθώς φτάνουμε στο σημείο συναντάμε μποτιλιάρισμα.
Τι έγινε τώρα; Κολλήσαμε; λέω στην Νέλλη.
Βλέπουμε τα φώτα απ” το περιπολικό.
Πάλι κάποιο ατύχημα, κάνει εκείνη.
Τα αυτοκίνητα είναι διαλυμένα. Μετωπική, με 120. Οι αστυνομικοί μας κάνουν νόημα να περάσουμε.
Μην κοιτάς! της λέω.
Κρύβει το πρόσωπο της μέσα στα χέρια της. Κι εγώ κοιτάω ευθεία, οδηγώντας ρομποτικά.
~~
Ο πατέρας μου ήταν στην Τροχαία. Κάποιες μέρες γυρνούσε απ” τη δουλειά κι ήταν πιο διαχυτικός απ” όσο συνήθιζε. Ερχόταν, μας φιλούσε, μιλούσε γλυκά, και μετά το βλέμμα του χανόταν σε κάποια γωνιά του παιδικού δωματίου. Έφευγε, πήγαινε στην κουζίνα κι έψηνε καφέ. Τον έπινε χωρίς να μιλάει πια. Μόνο καπνίζοντας. Ήταν οι μέρες που είχε βρεθεί σε δυστύχημα.
~~
Μην κοιτάς! ξαναλέω στην Νέλλη.
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω κίνηση, ασπρόμαυρη. Στρέφω λίγο το κεφάλι και γίνεται έγχρωμη. Μπροστά τρέχει μια γυναίκα κι ένας άντρας, προς ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο. Πίσω τους ένας ακόμα άντρας. Κρατάει στα χέρια του ένα μωρό με πορτοκαλί φορμάκι. Το πουκάμισο του άντρα, το κεφάλι του μωρού, είναι μες στα αίματα. Το μωρό κουνάει το χέρι του, αλλά δεν ακούω κλάματα, μόνο την κιθάρα του Τζάνγκο Ρέινχαρντ.
Θεέ μου! κάνει η Νέλλη.
Είχε κοιτάξει κι αυτή.
Περνάμε δίπλα απ” τ” αυτοκίνητα. Τα παμπρίζ διαλυμένα κι αίμα τρέχει στον δρόμο.
Μην κοιτάς, λέω στην Νέλλη, χωρίς θαυμαστικό αυτή τη φορά.
Προχωράμε, πιο αργά απ” το συνηθισμένο. Όλοι οδηγούν πιο αργά.
Η εικόνα του άντρα με το μωρό στο μυαλό μου. Ήταν μαυρισμένος (τέλη Αυγούστου πλέον) με μουστάκι. Το πρόσωπο του μια μάσκα πανικού κι απόγνωσης. Το μωρό κουνάει το χέρι του, αλλά ακούγεται μόνο ο Τζάνγκο, ο τσιγγάνος κιθαρίστας με το μουστάκι, να παίζει το Tears.
Αυτό που είδα ανακατεύεται με τη φωτογραφία ενός Σύρου πατέρα, μελαψός κι εκείνος, με μουστάκι κι εκείνος, που κρατάει στην αγκαλιά το πληγωμένο παιδί του.
Ο ίδιος τρόμος, η ίδια απόγνωση, με διαφορετική αφορμή.
~~
Το απόγευμα ξεκινώ να διαβάζω το μυθιστόρημα του Κόρμακ Μακάρθι, «Ο δρόμος».
Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει καταστραφεί. Μάλλον πυρηνικό ολοκαύτωμα. Ο συγγραφέας μας ταΐζει με υπονοούμενα, αλλά δεν μας εξηγεί. Μας αφήνει να κάνουμε υποθέσεις, έτσι γινόμαστε κι εμείς θύματα.
Ο ήρωας του βιβλίου («άντρας», «πατέρας», το όνομα του δεν αναφέρεται) μαζί με τον γιο του («παιδί», «γιος», το όνομα του δεν αναφέρεται) διασχίζουν μια Έρημη Χώρα.
Απ” τον ουρανό βρέχει στάχτη. Δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, πετρέλαιο, αυτοκίνητα, πόλεις, ζώα, δέντρα, φαΐ.
Ο άντρας και το παιδί προσπαθούν να φτάσουν ζωντανοί ως τη θάλασσα, σε μια Κάθοδο πολύ πιο τραγική από εκείνη των Μυρίων. Κρύβονται. Στους δρόμους κυκλοφορούν ομάδες κανίβαλων.
Δεν υπάρχει καμιά ηθική, κανένας νόμος, κανένας κανόνας. Πέρα από έναν: Ζήσε!
Αν τους πιάσουν οι «Οδοιπόροι» θα σκοτώσουν τον πατέρα για να τον φάνε και θα βιάσουν το παιδί -μετά θα το φάνε.
Δεν υπάρχουν άνθρωποι πια, παρά μόνο τέρατα, κι ένας πατέρας με τον γιό του, νηστικοί, αδύναμοι, άρρωστοι, που συνεχίζουν να περπατάνε, μέσα στον χειμώνα και στη στάχτη, για να φτάσουν στη θάλασσα.
~~
Ο Μακάρθι είναι ανελέητος. Σίγουρα θα τον ζήλευε ο Χέμινγουεϊ για τη δωρικότητα των μέσων κι ο Φόκνερ για την άνεση του να κατακερματίζει τις παραγράφους και τις προτάσεις.
Καθώς τον διαβάζεις συμμετέχεις στο δράμα και νιώθεις ότι τα πάντα έχουν χαθεί. Κι όμως, ενώ η εξάλειψη είναι βέβαιη (όχι ενός, όχι των ηρώων, αλλά όλων, του ανθρώπινου γένους) ο πατέρας παλεύει, προσπαθεί, μόνο για ένα πράγμα: Για να ζήσει το παιδί του, έστω μια μέρα παραπάνω.
Έχει μια τελευταία σφαίρα στο όπλο του. Και σκέφτεται: Πριν μας πιάσουν οι οδοιπόροι θα μπορούσες να λιώσεις με μια πέτρα το κεφάλι αυτού του θεού, πριν αυτοκτονήσεις;
Αρνείται να το δεχτεί. Βρίσκει δυνάμεις που δεν ήξερε ότι διαθέτει, επινοεί μηχανές και κόλπα, αντέχει όσο χρειάζεται, ενώ τα πνευμόνια του φτύνουν αίμα, αντέχει όσο χρειάζεται, πολύ περισσότερο απ” όσο νόμιζε ότι μπορούσε να αντέξει, μόνο για να ζήσει μια μέρα παραπάνω ο θεός του, ο γιός του.
~~
Το μωρό με την πορτοκαλί φόρμα στην αγκαλιά του μαυρισμένου πατέρα. Ο γιος στην αγκαλιά του πατέρα, στην Τελευταία Κόλαση της Ανθρωπότητας. Κι οι πρόσφυγες, πατεράδες και μανάδες, που πασχίζουν να φτάσουν σ” ένα μέρος όπου τα παιδιά τους δεν θα τα σκοτώνουν.
Κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει, καμία θάλασσα, κανένα στρατόπεδο, κανένα σύνορο, κανένας στρατός, γιατί προστατεύουν τον θεό τους.
Κι ο θεός είναι ένα παιδί.
Γελωτοποιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου