Γελωτοποιός
Είναι γραμμένο στα σπήλαια της Αλταμίρα, στους πάπυρους της Νεκράς Θάλασσας και στις παλαιές δέλτους του Μεσαίωνα: Ο κόσμος ξεκίνησε χωρίς τον άνθρωπο και θα τελειώσει χωρίς αυτόν.
Κι υπάρχει κάπου στη χερσόνησο του Σινά, δυο ώρες απ” τη Μονή Θεοβαδίστου Όρους, κοντά στην Όαση Φαράν, το ησυχαστήριο ενός γέρου, που ούτε χριστιανός είναι ούτε μουσουλμάνος ούτ” εβραίος.
Πάνω απ” την κουβέρτα που “χει για πόρτα κρέμεται μια επιγραφή, γραμμένη στα ελληνικά, στα εβραϊκά και στα αραβικά. Κι η επιγραφή λέει: Όποιος μπαίνει εδώ τιμή μου. Όποιος δεν μπαίνει ευχαρίστηση μου.
Κι από κάτω, με γράμματα μισοσβησμένα, μάλλον από κάποιον που προτίμησε να μη μπει, αλλά θέλησε να παρέμβει, αχνοφαίνεται μια λέξη: Γαμιέστε.
Το λεωφορείο που μας πήγαινε στη Μονή το οδηγούσε Έλληνας. Είχε ένα cd με τραγούδια του Στράτου Διονυσίου που το “παιζε και τις οκτώ ώρες απ” το Κάιρο ως τη Φαράν. Οι υπόλοιποι επιβάτες, ένα γκρουπ θεούσες κυρίες, διαμαρτυρήθηκαν αρκετές φορές, και ζητούσαν κάτι «πιο πρέπον».
– Τους χαλάς τη μυσταγωγία, ρε Τάσο. Βάλε κάτι εκκλησιαστικό, του είπε ο υπεύθυνος του γκρουπ.
– Γιατί; Δεν είναι εκκλησιαστικός ο Στράτος;
Κι έβαλε το τέταρτο κομμάτι, μετά το «Βρέχει φωτιά στη Στράτα μου».
Τραγουδούσε κι αυτός μαζί:
«Γιατί Θεέ μου η ζωή
με κυνηγάει σαν το ληστή
κι όταν γυρεύω λίγο φως
το φως μου κρύβει ο αδελφός»
Πίσω του ακριβώς καθόμουν εγώ με τον Τίμοθι. Γελούσαμε και του είπαμε να το δυναμώσει.
– Βλέπεις; είπε ο Τάσος στον υπεύθυνο του γκρουπ. Τα παλικάρια ξέρουν από μουσική.
Και το δυνάμωσε, ενώ οι κυρίες του πολιτιστικού συλλόγου προσπαθούσαν να αντισταθούν στον Σατανά τραγουδώντας ύμνους και ρίχνοντας κατάρες.
Ο Θεός του Όρους μάλλον τις άκουσε, γιατί μια ώρα δρόμο απ” το Φαράν, το λεωφορείο έφτυσε δυο λέξεις του Στράτου, πνίγηκε με τ” καυσαέρια του και ξεψύχησε. Οι κυρίες χειροκροτούσαν κι εξυμνούσαν τον Κύριο, μέχρι που ο Τάσος σηκώθηκε, γύρισε νευριασμένος και τους φώναξε: Να δω τώρα ποιος θα σας πάει στο μοναστήρι. Ο κύριος; Ή μήπως οι Βεδουίνοι;
Κατέβηκε και χώθηκε στη μηχανή, βλαστημώντας τα θεία.
Ένας ένας βγήκαμε όλοι να ξεμουδιάσουμε. Ο δρόμος ήταν το μόνο σημάδι πολιτισμού στον έρημο ορίζοντα. Ο δρόμος και κάτι σαν καντίνα, κάτι σαν αντικατοπτρισμός, ένα δυο χιλιόμετρα προς τη θάλασσα.
– Να κεράσω μπύρα; ρώτησα τον Τίμοθι.
– Λες να “χουν αλκοόλ, εδώ;
– Δεν χάνουμε τίποτα. Προτιμάς να περιμένεις με τις θείες;
– Τα καλύτερα μέρη του ταξιδιού είναι εκείνα που χάνεσαι.
– Ε, ας χαθούμε λιγάκι… Μάστορα. Πόση ώρα θα σου πάρει να το φτιάξεις;
Ακούστηκαν μόνο βλαστήμιες. Αυτό ήταν πολλή ώρα.
Οι δύο θαρραλέοι μπεκρήδες κινήσαμε προς τη φάτα μοργκάνα.
Ήταν πιο μακριά απ” όσο φαινόταν. Στην έρημο όλα σε πλησιάζουν κι όταν πας να τα φτάσεις απομακρύνονται. Κάπως έτσι μάλλον την πάτησε κι ο Μωυσής με τη φλεγόμενη βάτο. Μέχρι να πλησιάσει είχε τόσο αφυδατωθεί που άκουγε φωνές θεών και δαιμόνων.
Η καντίνα δεν ήταν καντίνα, αλλά δύσκολα μπορούσες να καταλάβεις τι ήταν. Ένα παράπηγμα από σανίδια και κουβέρτες, με την επιγραφή που προαναφέραμε κι εκείνο το μισοσβησμένο Γαμιέστε. Ένας λιπόσαρκος σκύλος διαλογιζόταν κοιτώντας έναν κόκκο άμμου. Σαν μας μύρισε σήκωσε τη μουσούδα του, κούνησε μια φορά την ουρά του κι έβγαλε ένα γρύλισμα που μόνο σκύλο δεν θύμιζε.
Μείναμε μπρος στην πόρτα-κουρτίνα κι η ελπίδα μας να πιούμε μια μπύρα είχε ήδη ξεχαστεί.
– Ας μπούμε, είπε ο Τίμοθι.
Είχε την νοοτροπία του Αμερικάνου. Κάπως παιδιάστικη, κάπως αυτιστική και σίγουρα κυριαρχική. Λες κι όλος ο πλανήτης ήταν δικός του, το παιχνίδι του. Λες και δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα απ” το δικό του τρόπο θεώρησης των πραγμάτων.
– Μ” αρέσει όταν γίνεσαι περιπετειώδης, του είπα.
– Στη χειρότερη θα είναι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν εκεί μέσα.
– Στη χειρότερη θα είναι ο Τζορτζ Μπους… Ο Νεότερος.
– Ή μπορεί η Φλεγόμενη Βάτος.
– Αυτό το αντέχω. Όχι τον Μπους.
– Ο Έλβις με τον Στράτο;
– Ω, θεέ μου!
– Η Όπρα.
– Πολύ αμερικάνικο για το Σινά.
– Εμπιστεύσου το Χάος, Λουκ, έκανε ο Τίμοθι με φωνή Όμπι Ουάν.
– Μπορεί να είναι κι ο παππούς μας. Ο Θανάσης Δόγκας.
Ο Τίμοθι ταράχτηκε. Του άρεσε να παίζει με το χάος, αλλά δεν άντεχε τη φωτιά του. Κλασικός Αμερικάνος. Δεν έχει πλάκα όταν πυροβολούν εσένα. Και το Χάος είναι ανεξέλεγκτο, πυροβολεί τους πάντες.
– Μπαίνω, είπε ο Τίμοθι και πέρασε την κουρτίνα.
Κοίταξα πίσω. Μόνο η έρημος κι ένα σημαδάκι στον ορίζοντα, το ακινητοποιημένο λεωφορείο. Το σκυλί διαλογιζόταν. Καμία κίνηση στον κόσμο. Άνθρωπος κανείς. Δεν ήταν το δέος που κυριαρχούσε, αλλά η βασίλισσα της ανθρώπινης ιστορίας: Η Βαρεμάρα.
Ακολούθησα τον Τίμοθι. Όχι γιατί είχα κάτι να κερδίσω ή να χάσω, αλλά γιατί θα ήταν πολύ βαρετό να περιμένω.
συνεχίζεται
Γελωτοποιός
Είναι γραμμένο στα σπήλαια της Αλταμίρα, στους πάπυρους της Νεκράς Θάλασσας και στις παλαιές δέλτους του Μεσαίωνα: Ο κόσμος ξεκίνησε χωρίς τον άνθρωπο και θα τελειώσει χωρίς αυτόν.
Κι υπάρχει κάπου στη χερσόνησο του Σινά, δυο ώρες απ” τη Μονή Θεοβαδίστου Όρους, κοντά στην Όαση Φαράν, το ησυχαστήριο ενός γέρου, που ούτε χριστιανός είναι ούτε μουσουλμάνος ούτ” εβραίος.
Πάνω απ” την κουβέρτα που “χει για πόρτα κρέμεται μια επιγραφή, γραμμένη στα ελληνικά, στα εβραϊκά και στα αραβικά. Κι η επιγραφή λέει: Όποιος μπαίνει εδώ τιμή μου. Όποιος δεν μπαίνει ευχαρίστηση μου.
Κι από κάτω, με γράμματα μισοσβησμένα, μάλλον από κάποιον που προτίμησε να μη μπει, αλλά θέλησε να παρέμβει, αχνοφαίνεται μια λέξη: Γαμιέστε.
~~
Το λεωφορείο που μας πήγαινε στη Μονή το οδηγούσε Έλληνας. Είχε ένα cd με τραγούδια του Στράτου Διονυσίου που το “παιζε και τις οκτώ ώρες απ” το Κάιρο ως τη Φαράν. Οι υπόλοιποι επιβάτες, ένα γκρουπ θεούσες κυρίες, διαμαρτυρήθηκαν αρκετές φορές, και ζητούσαν κάτι «πιο πρέπον».
– Τους χαλάς τη μυσταγωγία, ρε Τάσο. Βάλε κάτι εκκλησιαστικό, του είπε ο υπεύθυνος του γκρουπ.
– Γιατί; Δεν είναι εκκλησιαστικός ο Στράτος;
Κι έβαλε το τέταρτο κομμάτι, μετά το «Βρέχει φωτιά στη Στράτα μου».
Τραγουδούσε κι αυτός μαζί:
«Γιατί Θεέ μου η ζωή
με κυνηγάει σαν το ληστή
κι όταν γυρεύω λίγο φως
το φως μου κρύβει ο αδελφός»
Πίσω του ακριβώς καθόμουν εγώ με τον Τίμοθι. Γελούσαμε και του είπαμε να το δυναμώσει.
– Βλέπεις; είπε ο Τάσος στον υπεύθυνο του γκρουπ. Τα παλικάρια ξέρουν από μουσική.
Και το δυνάμωσε, ενώ οι κυρίες του πολιτιστικού συλλόγου προσπαθούσαν να αντισταθούν στον Σατανά τραγουδώντας ύμνους και ρίχνοντας κατάρες.
~~
Ο Θεός του Όρους μάλλον τις άκουσε, γιατί μια ώρα δρόμο απ” το Φαράν, το λεωφορείο έφτυσε δυο λέξεις του Στράτου, πνίγηκε με τ” καυσαέρια του και ξεψύχησε. Οι κυρίες χειροκροτούσαν κι εξυμνούσαν τον Κύριο, μέχρι που ο Τάσος σηκώθηκε, γύρισε νευριασμένος και τους φώναξε: Να δω τώρα ποιος θα σας πάει στο μοναστήρι. Ο κύριος; Ή μήπως οι Βεδουίνοι;
Κατέβηκε και χώθηκε στη μηχανή, βλαστημώντας τα θεία.
Ένας ένας βγήκαμε όλοι να ξεμουδιάσουμε. Ο δρόμος ήταν το μόνο σημάδι πολιτισμού στον έρημο ορίζοντα. Ο δρόμος και κάτι σαν καντίνα, κάτι σαν αντικατοπτρισμός, ένα δυο χιλιόμετρα προς τη θάλασσα.
– Να κεράσω μπύρα; ρώτησα τον Τίμοθι.
– Λες να “χουν αλκοόλ, εδώ;
– Δεν χάνουμε τίποτα. Προτιμάς να περιμένεις με τις θείες;
– Τα καλύτερα μέρη του ταξιδιού είναι εκείνα που χάνεσαι.
– Ε, ας χαθούμε λιγάκι… Μάστορα. Πόση ώρα θα σου πάρει να το φτιάξεις;
Ακούστηκαν μόνο βλαστήμιες. Αυτό ήταν πολλή ώρα.
~~
Οι δύο θαρραλέοι μπεκρήδες κινήσαμε προς τη φάτα μοργκάνα.
Ήταν πιο μακριά απ” όσο φαινόταν. Στην έρημο όλα σε πλησιάζουν κι όταν πας να τα φτάσεις απομακρύνονται. Κάπως έτσι μάλλον την πάτησε κι ο Μωυσής με τη φλεγόμενη βάτο. Μέχρι να πλησιάσει είχε τόσο αφυδατωθεί που άκουγε φωνές θεών και δαιμόνων.
Η καντίνα δεν ήταν καντίνα, αλλά δύσκολα μπορούσες να καταλάβεις τι ήταν. Ένα παράπηγμα από σανίδια και κουβέρτες, με την επιγραφή που προαναφέραμε κι εκείνο το μισοσβησμένο Γαμιέστε. Ένας λιπόσαρκος σκύλος διαλογιζόταν κοιτώντας έναν κόκκο άμμου. Σαν μας μύρισε σήκωσε τη μουσούδα του, κούνησε μια φορά την ουρά του κι έβγαλε ένα γρύλισμα που μόνο σκύλο δεν θύμιζε.
Μείναμε μπρος στην πόρτα-κουρτίνα κι η ελπίδα μας να πιούμε μια μπύρα είχε ήδη ξεχαστεί.
– Ας μπούμε, είπε ο Τίμοθι.
Είχε την νοοτροπία του Αμερικάνου. Κάπως παιδιάστικη, κάπως αυτιστική και σίγουρα κυριαρχική. Λες κι όλος ο πλανήτης ήταν δικός του, το παιχνίδι του. Λες και δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα απ” το δικό του τρόπο θεώρησης των πραγμάτων.
– Μ” αρέσει όταν γίνεσαι περιπετειώδης, του είπα.
– Στη χειρότερη θα είναι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν εκεί μέσα.
– Στη χειρότερη θα είναι ο Τζορτζ Μπους… Ο Νεότερος.
– Ή μπορεί η Φλεγόμενη Βάτος.
– Αυτό το αντέχω. Όχι τον Μπους.
– Ο Έλβις με τον Στράτο;
– Ω, θεέ μου!
– Η Όπρα.
– Πολύ αμερικάνικο για το Σινά.
– Εμπιστεύσου το Χάος, Λουκ, έκανε ο Τίμοθι με φωνή Όμπι Ουάν.
– Μπορεί να είναι κι ο παππούς μας. Ο Θανάσης Δόγκας.
Ο Τίμοθι ταράχτηκε. Του άρεσε να παίζει με το χάος, αλλά δεν άντεχε τη φωτιά του. Κλασικός Αμερικάνος. Δεν έχει πλάκα όταν πυροβολούν εσένα. Και το Χάος είναι ανεξέλεγκτο, πυροβολεί τους πάντες.
– Μπαίνω, είπε ο Τίμοθι και πέρασε την κουρτίνα.
Κοίταξα πίσω. Μόνο η έρημος κι ένα σημαδάκι στον ορίζοντα, το ακινητοποιημένο λεωφορείο. Το σκυλί διαλογιζόταν. Καμία κίνηση στον κόσμο. Άνθρωπος κανείς. Δεν ήταν το δέος που κυριαρχούσε, αλλά η βασίλισσα της ανθρώπινης ιστορίας: Η Βαρεμάρα.
Ακολούθησα τον Τίμοθι. Όχι γιατί είχα κάτι να κερδίσω ή να χάσω, αλλά γιατί θα ήταν πολύ βαρετό να περιμένω.
συνεχίζεται
Γελωτοποιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου