Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Το κυνήγι μαγισσών στο Σάλεμ

Έμυ Ντούρου


Πάνω στη βαριά ομίχλη του Σάλεμ, το χειμώνα του 1692, γράφτηκε μία από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας των ΗΠΑ. Όλα ξεκίνησαν όταν η εννιάχρονη Μπέτι, κόρη του αιδεσιμότατου Σάμιουελ Πάρις, και η κηδεμονευομένη του, Άμπιγκειλ Ουίλιαμς, άρχισαν ξαφνικά να παρουσιάζουν περίεργη συμπεριφορά. Έκαναν παράξενες κινήσεις, λυγίζοντας αφύσικα το σώμα τους, μιλούσαν ακατάληπτα, γάβγιζαν, κρύβονταν κάτω από έπιπλα και σέρνονταν στο πάτωμα. Όσοι γιατροί κι αν τις εξέτασαν δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο συνέβαινε αυτό, μέχρι που ο γιατρός Γουίλιαμ Γκριγκς, στις 8 Φεβρουαρίου 1692, διέγνωσε δαιμονισμό.

Έπειτα από πιέσεις των μελών της κοινότητας, τα κορίτσια κατονόμασαν τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι τις είχαν οδηγήσει στο «δρόμο του διαβόλου». Το ίδιο έκαναν κι άλλα παιδιά που αργότερα είχαν τα ίδια συμπτώματα. Η πρώτη που κατηγορήθηκε ήταν η Τιτούμπα, μια σκλάβα από τα νησιά Μπαρμπέιντος που λεγόταν ότι ασκούσε τη μαγική λατρεία της Obeah. Η δεύτερη κατηγορούμενη ήταν η Σάρα Γκουντ, η πάμφτωχη κόρη ενός γάλλου ξενοδόχου που είχε αυτοκτονήσει όταν η Σάρα ήταν παιδί. Η τρίτη περίπτωση ήταν η Σάρα Όσμπορν, μία κατάκοιτη ηλικιωμένη γυναίκα, που λεγόταν ότι είχε αρπάξει την περιουσία του πρώτου συζύγου της από τα παιδιά του και την είχε δώσει στον δεύτερο σύζυγό της. Η Όσμπορν είχε αντιδικίες με τους Πάτναμ, μία από τις δύο ισχυρές οικογένειες της κοινότητας (η άλλη ήταν οι Πόρτερ). Επίσης, δεν είχε εκκλησιαστεί για πάνω από ένα χρόνο, κάτι που ήταν ασυγχώρητο από την πουριτανική αυστηρότητα της περιοχής. Στις 29 Φεβρουαρίου του 1692 εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης και για τις τρεις και μια μέρα μετά φυλακίστηκαν.

Οι τρεις αυτές συλλήψεις πυροδότησαν μια μανία καταδίωξης άνευ προηγουμένου στο Σάλεμ εναντίον ανθρώπων που «πιθανώς» ασχολούνταν με τη μαγεία. Δεκάδες άνθρωποι συνελήφθησαν και κρατούνταν για καιρό χωρίς να μπορούν να δικαστούν -λόγω έλλειψης νομοθετικού πλαισίου- με αποτέλεσμα να γεμίζουν οι φυλακές του Σάλεμ, της Βοστόνης και των γύρω περιοχών. Στα τέλη Μαΐου ο βασιλικός κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, σερ Ουίλιαμ Φιπς, αποφάσισε τη συγκρότηση ενός ειδικού δικαστηρίου για την περίπτωση. Οι ακροαματικές διαδικασίες έλαβαν χώρα σε διαδοχικές πόλεις της επαρχίας της Μασαχουσέτης στα Άντοβερ, Σάλεμ Βίλατζ, Ίπσουιτς, Σάλεμ Τάουν, Τσάρλταουν και στη Βοστώνη. Μέχρι να γίνουν οι δίκες η Σάρα Όσμπορν είχε πεθάνει, η Σάρα Γκουντ είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι, ενώ αρκετοί από τους υπόδικους είχαν αρρωστήσει.

Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Οι μόνοι που γλίτωσαν τον απαγχονισμό ήταν όσοι παραδέχτηκαν την ενοχή τους και κατέδωσαν άλλους. Συνολικά απαγχονίστηκαν 19 άτομα, μεταξύ των οποίων ένας υπουργός κι ένας πρώην αστυνομικός που αρνήθηκε να συνεχίσει τις συλλήψεις των υποτιθέμενων μαγισσών. Από αυτούς, μόνον οι έξι ήταν άνδρες. Δεκάδες άλλοι άνθρωποι πέθαναν στη φυλακή. Μεταξύ των θυμάτων του κυνηγιού μαγισσών ήταν και δυο σκύλοι που κατηγορήθηκαν ως «συνεργοί», συνεχίζοντας έτσι την παράδοση με τις ευρωπαϊκές δίκες ζώων που κρατούσε από τον Μεσαίωνα.

Αν και στην Ευρώπη συνηθιζόταν η καύση στην πυρά ως τελετουργικό μέσο εξαγνισμού από την μαγεία, κάτι τέτοιο απαγορευόταν στην Μασαχουσέτη, επειδή το δικαστικό σύστημα λειτουργούσε υπό τον αγγλικό νόμο. Παρεμπιπτόντως, την πιο σκληρή μορφή του κυνηγιού μαγισσών την έζησαν οι κάτοικοι της κεντρικής Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1620 στις γερμανικές πόλεις Βυρτσβούργη και Βαμβέργη έκαιγαν περίπου 1.000 ανθρώπους το χρόνο, ενώ περίπου την ίδια εποχή η πλατεία της πόλης του Βολφενμπύττελ έμοιαζε με μικρό δάσος –τόσο πολλοί ήταν οι πάσσαλοι. Στο Σάλεμ όσοι απαγχονίστηκαν αποτεφρώθηκαν μετά τον θάνατό τους, ώστε να μην στοιχειωθεί η πόλη. Η περιοχή που έγιναν οι εκτελέσεις έμεινε γνωστή ως Γκάλοους Χιλ (Gallows Hill - ο λόφος της κρεμάλας).

Το 1836 στο «Alice Doane’s Appeal» ο Ναθάνιελ Χόθορν περιέγραψε μια ανάβαση στο λόφο του Γκάλοους Χιλ. Από μακριά ο λόφος τού φαινόταν «σα να ήταν στρωμένος με χρυσάφι, λουσμένος στο φως του ήλιου ακόμα και κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό». Αυτή η λαμπρή εικόνα ήταν ωστόσο απατηλή. Στην πραγματικότητα η κορυφή του λόφου ήταν καλυμμένη από αγριόχορτα. Κατά την άποψη του Χόθορν, αυτή η άγρια βλάστηση ταίριαζε πολύ στον τόπο:

«Ο φιλοπερίεργος περιπατητής στο λόφο θα αντιληφθεί ότι όλο το γρασίδι, και καθετί που θα μπορούσε να σιτίσει άνθρωπο ή ζώο, έχει καταστραφεί από αυτό το απαίσιο και αξερίζωτο αγριόχορτο: οι δυνατές του ρίζες έχουν καταλάβει το έδαφος, και δεν επιτρέπουν σε τίποτα άλλο να βλαστήσει ανάμεσά τους. Θα μπορούσες να πεις πως μια φυσική κατάρα έχει χτυπήσει τον τόπο, όπου η ενοχή και η παραφροσύνη δημιούργησαν το πιο αποτρόπαιο σκηνικό που η ιστορία μας ντρέπεται να καταγράψει. Γιατί αυτό ήταν το μέρος όπου η δεισιδαιμονία κέρδισε την πιο σκοτεινή νίκη της. Το ύψωμα όπου οι πατεράδες μας έστησαν το μνημείο της ντροπής τους, για να το ατενίζουν θλιμμένα οι επόμενες γενιές. Η τέφρα των μαρτύρων ήταν κάτω από τα πόδια μας».

Οι δίκες σταμάτησαν στις 3 Οκτωβρίου του 1692. Το 1702, το Γενικό δικαστήριο έκρινε τις δοκιμασίες των «μάγων» και των «μαγισσών» παράνομα. Το 1711, απόγονοι των θυμάτων αποζημιώθηκαν για την απώλεια αγαπημένου προσώπου και η φήμη των θυμάτων αποκαταστήθηκε. Ωστόσο επισήμως η πολιτεία της Μασαχουσέτης απολογήθηκε για τα περιστατικά μόλις το 1957. Οι δίκες δημιούργησαν ένα οικονομικό ντόμινο στην περιοχή. Οι σοδειές και τα ζώα παραμελήθηκαν, δημιουργήθηκαν προβλήματα στις εμπορικές συναλλαγές, ενώ πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν μαζικά την περιοχή από το φόβο μήπως συλληφθούν και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη.

Μαζική υστερία στο Σάλεμ


Το κυνήγι μαγισσών στο Σάλεμ ανήκει στην προτεσταντική διωκτική παράδοση και θεωρείται μια νοητή συνέχεια των κυνηγιών μαγισσών της προνεωτερικής Ευρώπης. Στην προσπάθεια να γίνει κατανοητό για ποιο λόγο η μαζική αυτή υστερία εκδηλώθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή, πρέπει να τεθεί το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Για αρκετά χρόνια πριν από τις δίκες το Σάλεμ βρισκόταν σε αναβρασμό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ο πόλεμος που είχε ξεκινήσει η Βρετανία στη Γαλλία το 1689 η Βρετανία σε αμερικανικό έδαφος. Ως αποτέλεσμα του πολέμου, πρόσφυγες είχαν κατακλύσει την πόλη. Ο χειμώνας ήταν βαρύς, η φορολογία αβάσταχτη και το Σάλεμ αδυνατούσε να συντηρήσει τόσους ανθρώπους, γεγονός που όξυνε το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς. Το Σάλεμ Τάουν με το Σάλεμ Βίλατζ ήταν σε διαρκή ένταση. Παράλληλα, ο φόβος για επίθεση από πειρατές αλλά και από τις φυλές των αυτοχθόνων ήταν πάντα πιθανός, ενώ μεγάλα προβλήματα προκαλούσε και το πρόσφατο ξέσπασμα μιας επιδημίας ευλογιάς. Ο βασικός τρόπος που γνώριζαν οι κάτοικοι για να εξηγούν όλα όσα τους συνέβαιναν περνούσε μέσα από τη μεταφυσική. Θεωρούσαν ότι οι δυσκολίες που περνούσαν οφείλονταν στον πόλεμο που τους είχε κηρύξει ο σατανάς.

Οι Πουριτανοί, περισσότερο από τους υπόλοιπους Προτεστάντες, είχαν δώσει έναν πολύ περιορισμένο ρόλο στη γυναίκα. Της επιτρεπόταν να είναι μόνο καλή σύζυγος και σωστή μητέρα. Ο συνδυασμός θρησκευτικού και οικονομικού ελέγχου είχε εδραιώσει στην περιοχή ένα ισχυρό πατριαρχικό μοντέλο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο βρήκαν έδαφος να αναπτυχθούν οι θεωρίες των δαιμονολόγων της ευρωπαϊκής πρώιμης νεότερης εποχής: οι γυναίκες ήταν από τη φύση τους διανοητικά και ψυχικά αδύναμες, επομένως πιο επιρρεπείς στην αμαρτία. Για το λόγο αυτό θεωρούνταν ο προσφιλής στόχος του σατανά. Οι απόψεις αυτές πήγαζαν από ένα ιδεολογικό οπλοστάσιο το οποίο είχε τις ρίζες του στην παραδοσιακή χριστιανική επιφυλακτικότητα προς τις γυναίκες-απογόνους της Εύας.

Σύμφωνα με την ιστορικό Anne Llewellyn Barstow τα τρία τέταρτα των ανθρώπων που υπέδειξαν τις «μάγισσες» στο Σάλεμ ήταν άντρες. Όπως οι περισσότερες βρετανίδες που είχαν κατηγορηθεί για μαγεία στην Ευρώπη, αρκετές από αυτές που κατηγορήθηκαν στη Νέα Αγγλία θεωρούνταν εκκεντρικές, μιλούσαν με μεγαλύτερη ειλικρίνεια απ’ όσο τους επέτρεπε ο περίγυρος, κάποιες είχαν διαπράξει στο παρελθόν μικροεγκλήματα ή είχαν αμφιλεγόμενη θρησκευτική δράση.

Η ιστορικός Carol Karlsen υποστηρίζει ότι μεγάλες πιθανότητες να κατηγορηθούν είχαν όσες βρέθηκαν να είναι κληρονόμοι μεγάλης περιουσίας. Σε μια άκρως συντηρητική κοινωνία όπως εκείνη της προτεσταντικής Νέας Αγγλίας της εποχής, μία γυναίκα που κατείχε μεγάλο μερίδιο γης ήταν προκλητική -όποιος κατείχε γη είχε και λόγο στην κοινότητα. Κυριαρχούσε η αντίληψη ότι μια γυναίκα χωρίς σύζυγο, πατέρα, αδελφό ή γιο θα χρησιμοποιούσε τη δύναμή της για να συνάψει συμβόλαιο με το διάβολο. Το ίδιο συνέβαινε με όσες επιδείκνυαν δυναμισμό στις οικογενειακές επιχειρήσεις ή αναλάμβαναν τη γη ή την επιχείρηση του συζύγου τους όταν εκείνος ήταν άρρωστος. Οι γυναίκες που δεν είχαν παντρευτεί ή που είχαν περάσει τη γόνιμη ηλικία χωρίς να έχουν αποκτήσει γιο διέτρεχαν τον ίδιο κίνδυνο. Ωστόσο, όπως και με τις διώξεις στην Ευρώπη, κινδύνευαν επίσης οι ηλικιωμένες, οι χήρες, οι παραμορφωμένες, οι απομονωμένες, εκείνες που με τη φτώχεια τους αποτελούσαν βάρος για την κοινωνία. Τέτοιες γυναίκες βρέθηκαν στα δικαστήρια εξαιτίας της εξάρτησής τους από την κοινότητα της αδυναμίας τους και όχι της αυτάρκειάς τους. Οι μοναχικές αυτές γυναίκες θεωρούνταν παραφωνία στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας.

Σύμφωνα με την εξαιρετική και ρηξικέλευθη για την εποχή της μελέτη των Paul Boyer και Stephen Nissenbaum «Salem Possessed: The Social Origins of Witchcraft» (1974) τα γεγονότα του Σάλεμ αφορούσαν την οικονομική κυριαρχία της περιοχής. Το Σάλεμ ήταν διαιρεμένο σε σφαίρες επιρροής δύο ισχυρών οικογενειών των Πόρτερ και των Πάτναμ, μεταξύ των οποίων είχε από καιρό ανοίξει βεντέτα. Αυτό που συνέβη ήταν ότι τα κορίτσια της μίας φατρίας κατηγόρησαν εκείνα της άλλης. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν στη Νορβηγία, την Πολωνία και τη Γερμανία, όπου ξέσπασε κυνήγι μαγισσών επειδή οι άντρες των φατριών δεν μπορούσαν να έρθουν αντιμέτωποι, αλλά άνοιγαν πόλεμο μέσω των πιο αδύναμων μελών των κοινοτήτων.

Τα συμπτώματα των κοριτσιών σύμφωνα με άλλους μελετητές προκλήθηκαν από ένα συνδυασμό άγχους, ενοχών, άσθματος, παιδικής κακοποίησης, επιληψίας και ψύχωσης. Η καθηγήτρια Επιστήμης και Τεχνολογίας του Rensselaer Polytechnic School, Linnda Caporael, σε άρθρο της το 1976, υποστήριξε ότι τα συμπτώματα θα μπορούσαν να είναι σπαστικός εργοτισμός, από την κατανάλωση σίκαλης που είχε μολυνθεί από κρόμβο.

Τα γεγονότα στο Σάλεμ ακόμα βαραίνουν με ενοχές τη συλλογική συνείδηση των Αμερικανών. Κατά καιρούς έχουν εμπνεύσει μεγάλους συγγραφείς και καλλιτέχνες. Το πιο σημαντικό έργο με αναφορά στα γεγονότα του Σάλεμ είναι το θεατρικό έργο που ανέβασε ο Άρθουρ Μίλερ το 1953 στο Μπρόντγουεϊ με τίτλο «The Crucible», με το οποίο εμμέσως πλην σαφώς κατακεραύνωνε τον Ερυθρό Τρόμο που οδήγησε στην αντικομουνιστική υστερία της εποχής του μακαρθισμού και οδήγησε στη φυσική και πνευματική εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων.

ArtiNews

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου