Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Τη γλώσσα μου έδωσαν... ανθρώπινη (ΙΙ)

Σπύρος Μανουσέλης


Το βαθύ βιολογικό-κοινωνικό ρίζωμα της ανθρώπινης γλώσσας


Οπως διαπιστώνουμε καθημερινά, οι άνθρωποι, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα, θα πρέπει να διαθέτουν μια έμφυτη «γλωσσική δομή» που τους επιτρέπει να επεξεργάζονται την ιδιαίτερα πλούσια -συντακτικά και σημασιολογικά- γλώσσα που μιλάνε.

Πρόκειται, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο για τη θεωρία της «καθολικής γραμματικής» που τη διατύπωσε, πριν από μισό αιώνα, ο γίγαντας της αμερικανικής γλωσσολογίας Νόαμ Τσόμσκι, και έκτοτε την υποστηρίζει με το ίδιο πάθος και εμμονή με την οποία ασκεί κριτική στη βαρβαρότητα της νέας βιοπολιτικής.

Αν όλα τα φυσιολογικά βρέφη και νήπια μπορούν -μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα- να αποκτούν και να μιλάνε στοιχειωδώς καλά τη γλώσσα των ενηλίκων, τότε αυτή η ικανότητα κατανόησης και εκφοράς του ανθρώπινου λόγου θα πρέπει να είναι «καθολική» και ισότιμα μοιρασμένη σε όλη την ανθρωπότητα.

Σήμερα θα εξετάσουμε γιατί η συγκεκριμένη προσέγγιση του Τσόμσκι -και πολλών άλλων επιφανών γλωσσολόγων- θεωρείται απλοϊκή: παραβλέποντας τη σημασία των επιγενετικών παραγόντων, τείνει να ανάγει την ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα αποκλειστικά σε κάποια γονίδια.


Σύμφωνα με την καλά τεκμηριωμένη γλωσσολογικά και ανθρωπολογικά θεωρία της «καθολικής γραμματικής», όλες οι ανθρώπινες γλώσσες διαθέτουν έναν ελάχιστο κοινό πυρήνα κανόνων, χάρη στον οποίο είναι εφικτή η ανάδυση και η ιστορική ανάπτυξη των επιμέρους, ιδιαίτερα διαφοροποιημένων μεταξύ τους, ανθρώπινων γλωσσών.

Αρα, όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται από κοινού μία ελάχιστη γραμματική-συντακτική δομή η οποία σχετίζεται προφανώς με την κοινή εξελικτική καταγωγή των σημερινών ανθρώπων.

Από τι εξαρτάται, όμως, αυτή η εμφανής γλωσσική μας προδιάθεση να εκφραζόμαστε με λέξεις και σε ποιες βιολογικές δομές μας βρίσκεται εγγεγραμμένη;

Αραγε, αρκεί η γενετική πληροφορία που υπάρχει σε ορισμένα γονίδιά μας για να εκδηλωθούν όλες οι ενδιάθετες γλωσσικές μας ικανότητες ή μήπως παίζουν καθοριστικό ρόλο οι λεγόμενοι «επιγενετικοί παράγοντες», όπως είναι ο εγκέφαλος και το κοινωνικό μακρο- ή/και μικρο-περιβάλλον;

Η απάντηση του Τσόμσκι είναι ότι η βασική ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα, την οποία αποκαλεί «Ε-Γλώσσα» (Internal Language ή I-Language), δεν είναι μόνον έμφυτη αλλά και αποκλειστικό χαρακτηριστικό του είδους μας.

Οπως γράφει ο Τσόμσκι σε ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία του με τίτλο «Νέοι ορίζοντες στη μελέτη της γλώσσας και του νου» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Πατάκη), «μια γλωσσική έκφραση είναι ένα σύμπλεγμα φωνητικών, σημασιακών και άλλων ιδιοτήτων.

Το να έχει κανείς μια Ε-γλώσσα είναι σαν να έχει έναν τρόπο να μιλά και να κατανοεί, πράγμα το οποίο αποτελεί παραδοσιακή εικόνα του τι είναι μια γλώσσα».

Μετουσιώνοντας τους ήχους σε λέξεις



Μάλιστα ο Τσόμσκι έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει ότι η Ε-γλώσσα θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στο DNA μας, δηλαδή στα γονίδιά μας.

Δήλωση αρκετά προκλητική, αλλά διόλου απρόσμενη, αν αναλογιστεί κανείς τις «σκληρές» γονιδιοκεντρικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στην επιστήμη κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα, την εποχή δηλαδή που ο ίδιος διατύπωσε τις πιο σημαντικές γλωσσολογικές θεωρίες του.

Από πού, ωστόσο, προέρχεται η γλώσσα και πώς τα γονίδια καθορίζουν τις βασικές γλωσσικές λειτουργίες;

Σύμφωνα με τον Τσόμσκι, ο άνθρωπος διαθέτει εκ φύσεως τη μοναδική ικανότητα να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του μέσω του λόγου, ο οποίος διαθέτει όχι απλώς περίπλοκη σύνταξη αλλά και αέναα εμπλουτιζόμενο σημασιακό περιεχόμενο.

Η ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου λόγου, σε σχέση με άλλους ζωικούς τρόπους επικοινωνίας, δεν περιορίζεται στην εγγενή ικανότητά του να πλάθει νέες λέξεις, αλλά και στην ικανότητά του να δημιουργεί άπειρους συνδυασμούς λέξεων (προτάσεις) καθώς και νέες σημασίες με αυτές.

Ηδη από τα πρώτα βήματα του είδους μας, πάνω από 100 χιλιάδες χρόνια πριν, οι άνθρωποι μπορούσαν να αρθρώνουν καθημερινά μια ασύλληπτα σύνθετη γλώσσα, σε σύγκριση με τα άλλα πρωτεύοντα.

Αυτή η «εσωτερική» γλωσσική ικανότητα, υποστηρίζει ο Τσόμσκι, θα πρέπει από τότε να ήταν «καθολική», δηλαδή έμφυτη βιολογικά ιδιότητα του είδους μας, αφού αφενός εμφανίζεται πολύ πρόωρα κατά τη νηπιακή ηλικία και αφετέρου είναι πανταχού παρούσα από τότε που υπάρχουν άνθρωποι.

Συνεπώς, τα φυσιολογικά παιδιά γεννιούνται με τη βιολογική προδιάθεση ή το ένστικτο να επικοινωνούν γλωσσικά, όπως περίπου τα πουλιά ξέρουν εκ γενετής να πετούν και τα ψάρια να κολυμπούν!

Εξάλλου, ακόμη και τα κωφάλαλα παιδιά μπορούν άνετα να επικοινωνούν εξίσου καλά στη νοηματική γλώσσα, με την προϋπόθεση όμως ότι θα τη μάθουν την ίδια εποχή -πρώιμη νηπιακή ηλικία- που τα φυσιολογικά παιδιά αποκτούν ευχέρεια στη χρήση της μητρικής γλώσσας.

Γεγονός που υποδεικνύει ότι η βιολογική προδιάθεση για τη γλωσσική επικοινωνία είναι πανίσχυρη και ώς ένα βαθμό ανεξάρτητη από το πώς εκδηλώνεται, αν δηλαδή πραγματώνεται μέσω της φωνητικής ή της νοηματικής γλώσσας.

Επιπλέον, αν και νευροβιολογικά έμφυτη, η ικανότητα αυτή των ανθρώπων εκδηλώνεται φυσιολογικά μόνο σε προκαθορισμένες «φάσεις» της ανάπτυξης ενός παιδιού.

Και όταν οι αποφασιστικές περίοδοι ή κρίσιμες φάσεις της γλωσσικής μας ανάπτυξης παρεμποδίζονται π.χ. από εξωτερικά αίτια, ή δεν ενεργοποιούνται την κατάλληλη στιγμή λόγω εγκεφαλικών ή γενετικών ανωμαλιών, τότε οδηγούν σε μόνιμες γλωσσικές παθήσεις.

Δυστυχώς, η «σκληρή» βιολογιστική προσέγγιση του ανθρώπινου λόγου υποβαθμίζει και θέτει σε παρένθεση τους «εξωτερικούς» ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες και επικεντρώνεται μόνο στις «εσωτερικές» γονιδιακές ή εγκεφαλικές προϋποθέσεις της γλωσσικής επικοινωνίας, μετατρέποντας έτσι την «καθολική γραμματική» σε θαύμα: τι ήταν αυτό που χάρισε αποκλειστικά στους πρωτανθρώπους τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τη «γλώσσα των αγγέλων»;

Γιατί μόνο οι πρόγονοί μας απέκτησαν αυτή τη μοναδική ικανότητα και όχι οι πιο στενοί εξελικτικά συγγενείς τους;

Και πώς εξηγείται ότι κάποια απρόβλεπτα ιστορικά ή βιολογικά «ατυχήματα» -που συνήθως είναι αρνητικά και σπανίως θετικά- μπορούν να επηρεάζουν δραματικά τις γλωσσικές μας ικανότητες;

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια η κυρίαρχη μεθοδολογικά επιλογή των γλωσσολόγων ήταν να αγνοούν ή και να υποβαθμίζουν τη σημασία τόσο των νευροβιολογικών προϋποθέσεων της γλώσσας όσο και του κοινωνικού-πολιτισμικού πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώνεται, εστιάζοντας αποκλειστικά στην αφηρημένη και την πιο στοιχειώδη γραμματική-συντακτική δομή του ανθρώπινου λόγου.

Η δικαιολογία γι’ αυτήν την εμφανώς αφαιρετική και απλουστευτική επιλογή ήταν ότι οι επιστήμες της ζωής και του εγκεφάλου δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσουν τα περίπλοκα γλωσσικά φαινόμενα.

Αρχαιολογία της γλωσσικής μηχανής



Αποψη που διατυπώθηκε ρητά και από τον Τσόμσκι, ο οποίος, μολονότι εδώ και μισό αιώνα επιχειρηματολογεί υπέρ του γενετικού καθορισμού των βασικών γλωσσικών μας λειτουργιών, θεωρεί ταυτόχρονα ότι η σημερινή γλωσσολογία οφείλει να αγνοήσει το ερώτημα της προέλευσης της γλώσσας, επειδή το αίνιγμα αυτό υπερβαίνει σήμερα τις δυνατότητες της σοβαρής επιστημονικής διερεύνησης.

Ωστόσο, οι εντυπωσιακές γνωσιακές και τεχνολογικές εξελίξεις στο πεδίο των νευροεπιστημών τις δύο τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο μας επιτρέπουν αλλά μας επιβάλλουν να θέσουμε το ερώτημα της προέλευσης και των νευροβιολογικών περιορισμών κατά την εκφορά και την κατανόηση του ανθρώπινου λόγου.

Ουδείς πλέον έχει το δικαίωμα να αγνοεί ή να παραβλέπει εσκεμμένα το ερώτημα του πώς η εγκεφαλική μας μηχανή επηρεάζει τις βιολογικές και νοητικές δυνατότητες του «γλωσσικού οργάνου» μας.

Η τσομσκιανή προσέγγιση, αμιγώς γλωσσολογική, χρειάζεται επιτακτικά αναθεώρηση: πρέπει -και επιτέλους μπορούμε!- να θέσουμε το ερώτημα της προέλευσης της «καθολικής γραμματικής».

Και η σύγχρονη νευροβιολογική μέθοδος δεν θα μπορούσε παρά να είναι εξελικτική και δυναμική: καμιά στατική και γονιδιακά παγιωμένη εξήγηση δεν μπορεί να μας ικανοποιεί, αφού γνωρίζουμε ότι ακόμα και οι εγκεφαλικοί μηχανισμοί της γλώσσας δεν είναι ούτε αμετάβλητοι ούτε οριστικά παγιωμένοι!

Ωστόσο, ο προφορικός λόγος δεν αφήνει απολιθώματα και γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξή του.

Παρά τις δυσκολίες όμως, διαθέτουμε αδιαμφισβήτητα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της εξελικτικής προσέγγισης της γλωσσικής μηχανής.

Για παράδειγμα, γνωρίζουμε αρκετά για τις εγκεφαλικές υποδομές του ανθρώπινου λόγου (βλ. και σχετικό Πλαίσιο).

Οι περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού που αναλαμβάνουν την εκφορά και την κατανόηση του λόγου είναι ανατομικά διαφοροποιημένες, αν και συνδέονται λειτουργικά μεταξύ τους, καθώς και με πολλές «κατώτερες» υποφλοιικές και με «ανώτερες» φλοιικές δομές.

Από παλαιοντολογικές αναλύσεις των κρανίων γνωρίζουμε ότι αυτές οι εξειδικευμένες στη γλώσσα ανατομικές-λειτουργικές διαφοροποιήσεις εμφανίζονται ήδη πριν από εκατομμύρια χρόνια, όταν δηλαδή οι πρώτοι άνθρωποι διαφοροποιήθηκαν από τους ανθρωποειδείς πιθήκους, στην Αφρική, πολύ πριν εμφανιστεί ο σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens).

Από ό,τι φαίνεται, λοιπόν, η γλωσσική ικανότητα ακολουθεί την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους από τα πρώτα του βήματα!

Μια σκοτεινή πορεία που, μέχρι πρόσφατα, ήταν και αδιαφανής στην επιστημονική έρευνα όχι μόνο λόγω των εγγενών δυσκολιών του αντικειμένου, αλλά και επειδή επικρατούσαν αντιεξελικτικές προσεγγίσεις που έβλεπαν περίπου σαν θαύμα την εμφάνιση του ανθρώπινου λόγου, πόσω δε μάλλον τη δυνατότητα να υπάρξει κάποια επαρκής επιστημονική εξήγησή του.

Εντούτοις, αυτό ακριβώς το «θαύμα» συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες.

Πρώτη φορά στην ιστορία της, η ανθρώπινη γνώση διαθέτει επαρκή και κοινά αποδεκτά επιστημονικά εργαλεία για την επίλυση του γλωσσικού αινίγματος: από τον εντοπισμό των σχετικών με τη γλώσσα γονιδίων και την αποκάλυψη των αναγκαίων ανατομικών προϋποθέσεών της μέχρι την παρατήρηση των εγκεφαλικών διεργασιών που επιτρέπουν την ανάδυσή της.

Είναι ίσως ένα αποφασιστικό βήμα για την ανθρώπινη αυτογνωσία και την απελευθέρωσή μας από τα αιωνόβια υπερφυσικά παραμύθια σχετικά με τον «ανώτερο» δήθεν σκοπό της ύπαρξής μας που δικαιολογείται από τη νοητική-γλωσσική μας ιδιομορφία.

Η εγκεφαλική έδρα για την ανάδυση του ανθρώπινου λόγου



Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η προέλευση της ιδιαίτερης ανθρώπινης γλώσσας είναι το προϊόν απολύτως φυσικών διεργασιών εξέλιξης του είδους μας και όχι μία πράξη υπερφυσικής δημιουργίας;

Είναι το δώρο της αγάπης ή, μήπως, της χαιρέκακης εκδίκησης ενός Θεού (ή κάποιων εξωγήινων) που αποφάσισαν να μετατρέψουν τα ανθρώπινα κτήνη σε νοήμονα κυρίαρχα όντα;

Απορρίπτοντας κανείς τις υπερφυσικές ή θεολογικές εξηγήσεις, οι οποίες επειδή εξηγούν τα Πάντα, τελικά δεν εξηγούν Τίποτα, πρέπει να αρκεστεί στις εγγενώς αβέβαιες, πάντα ανεπαρκείς και δυνητικά διαψεύσιμες επιστημονικές προσπάθειες επίλυσης του αινίγματος της γλώσσας.

Από αυτήν τη σκοπιά, έχουν όντως συντελεστεί μερικά πολύ ενδιαφέροντα βήματα προς τη διαλεύκανση και την αποσαφήνιση αυτού του δυσαπάντητου ερωτήματος.

Το πρώτα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους σταδιακά κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα.

Το 1863 ο Γάλλος νευροανατόμος Πολ Μπροκά (Paul Broca) ανακάλυψε στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο ενός ασθενούς το πρώτο σαφώς εντοπισμένο κέντρο επεξεργασίας της γλώσσας, το οποίο έκτοτε ονομάζεται «κέντρο Μπροκά».

Αυτός ο ασθενής είχε απολέσει την ικανότητα να μιλά, ενώ διατηρούσε την ικανότητα να καταλαβαίνει τη γλώσσα.

Το συμπέρασμα του Μπροκά ήταν ότι η καταστροφή -από τραυματισμό ή κάποια ασθένεια- του συγκεκριμένου κέντρου Μπροκά οδηγεί αναπόφευκτα σε σοβαρές δυσχέρειες ή και στην απώλεια της δυνατότητας άρθρωσης και εκφοράς του προφορικού λόγου.

Την επόμενη δεκαετία, το 1874, ήρθε στο φως μια δεύτερη σημαντική ανακάλυψη, αυτήν τη φορά από τον Γερμανό νευρολόγο Καρλ Βέρνικε (K. Wernicke), ο οποίος εντόπισε στο αριστερό ημισφαίριο ένα δεύτερο πολύ σημαντικό κέντρο του λόγου.

Ανατέμνοντας τον εγκέφαλο δύο ασθενών που παρουσίαζαν εμφανή προβλήματα όχι στην εκφορά αλλά στην κατανόηση του λόγου, ανακάλυψε ότι αυτή η περιοχή του εγκεφαλικού φλοιού, το «κέντρο Βέρνικε», εμπλέκεται άμεσα στην κατανόηση της σημασίας του λόγου.

Μετέπειτα μελέτες έδειξαν ότι αυτά τα δύο κέντρα, μολονότι βρίσκονται σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, συνδέονται στενά και επικοινωνούν διαρκώς τόσο μεταξύ τους, κυρίως μέσω της τοξοειδούς δεσμίδας, όσο και με άλλες εγκεφαλικές δομές που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τη γλώσσα.

Συνήθως η γλώσσα είναι... «αριστερή»



Ενα πρώτο βασικό συμπέρασμα από αυτές τις κατακτήσεις είναι ότι, συνήθως, τα κέντρα του λόγου -τόσο της άρθρωσης και της εκφοράς όσο και της κατανόησης και της σημασιοδότησης- βρίσκονται στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου.

Αυτό βέβαια δεν ισχύει για τους αριστερόχειρες, οι οποίοι ωστόσο δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα ή γλωσσικό έλλειμμα, αφού οι ίδιες ακριβώς εγκεφαλικές δομές για τη γλώσσα αναπτύσσονται στο δεξί ημισφαίριο των αριστερόχειρων.

Ενα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι, μελετώντας τις διαταραχές της γλώσσας (τις αφασίες καθώς και άλλες γλωσσικές δυσλειτουργίες, π.χ. αλεξία, αγραφία), οι ειδικοί κατάφεραν σταδιακά να κατανοήσουν πώς λειτουργεί η εγκεφαλική μηχανή της γλώσσας.

Η ανατομική και λειτουργική ασυμμετρία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων διευκολύνει όχι μόνο την ανάπτυξη διαφορετικών «κέντρων» επεξεργασίας της γλώσσας αλλά και την παράλληλα κατανεμημένη επεξεργασία διαφορετικών γλωσσικών διεργασιών-λειτουργιών.

Γεγονός που από μόνο του δικαιολογεί τη «μαγική» δύναμη και την απίστευτη δημιουργικότητα της ανθρώπινης γλώσσας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τη γλώσσα μου έδωσαν... ανθρώπινη (Ι)

ΕΦ-ΣΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου