Του Κωστή Μουδάτσου
Ο παραλογισμός της παγκόσμιας λογικής και πολιτικής σκέψης με τον άτεγκτο ορθολογισμό της εφαρμογής τους, καταστρέφουν την επιθυμία, την ευτυχία και το παιγνίδι της ζωής στο πλανητικό μας χωριό. Η επιβολή της αποστεωμένης πειθαρχίας, ατομικής και συλλογικής, οδηγεί στην ισοπεδωτική εξίσωση που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε φτωχούς και εξαθλιωμένους από τη μια και από την άλλη, στους ολίγους πλούσιους.
Οι ελάχιστοι, που προστατεύονται από τους πολλούς με νόμιμα μέσα. Προστατευμένοι και διαφορετικοί από τους εξαθλιωμένους σε κλειστούς και ελεγχόμενους χώρους. Κλειστές πόλεις μέσα στις νεκρές πόλεις!
Με ηλεκτρονική ταυτότητα και κωδικούς ανοίγουν οι μπάρες στους δρόμους που οδηγούν στις πολυτελείς φυλακές. Οι οπλισμένοι φύλακες, περιπολούν στα ηλεκτροφόρα σύρματα της περίφραξης. Έχουν το φόβο φυλακτό! Οι χτύποι της καρδιάς, της κοινωνίας, είναι νεκροί στα χτυπήματα της ήττας του βαρύθυμου όχλου. Ο αέρας είναι ο τάφος. Αέρινος τάφος των αποκλεισμένων που φυσά την αρρώστια στο μουδιασμένο χέρι σαν προσπαθεί να μπουκώσει την βρώμικη τροφή στο ολοχάσκωτο στόμα.
Το νερό, μολυσμένο και βρώμικο και η τροφή μεταλλαγμένο δηλητήριο. Μεταλλαγμένοι άνθρωποι, νέοι τύποι και χαρακτήρες με ξεθωριασμένα, σβησμένα και χλιαρά όνειρα εμπλουτίζουν τη συλλογή της μοναξιάς των νεκρών στις νεκροπόλεις. Στο άνοιγμα της λαμαρίνας, που φαντάζει παράθυρο, ακούγονται οι φωνές της αδιαφορίας των ειδήσεων και ο ψίθυρος της βουβής οργής του όχλου. Φυλακισμένοι στις φτωχογειτονιές, έγκλειστοι στα νεκρόσπιτα.
Η ασχήμια ανταγωνίζεται την ασχήμια, η βρωμιά την βρωμιά και η πείνα την πείνα. Ολοένα πιο άσχημα, πιο βρωμερά, πιο πεινασμένα. Αρρωστημένος και βουβός όχλος. Οι ζωντανοί νεκροί μοιάζουν με σκελετοί που κρέμονται σαν τσαμπιά στις γέφυρες των στεναγμών. Το φάντασμα της μάνας που πετά το ετοιμοθάνατο μωρό από τη γέφυρα στον αφρισμένο ποταμό και έπειτα πηδά και εκείνη, ξαναέρχεται στον εγκλωβισμένο εγκέφαλο.
Η πείνα γεννά σκέψεις αρπαγής και λεηλασίας. Το φορτηγό του φιλόπτωχου ταμείου μοιράζει ψωμί και γάλα στο μανιασμένο όχλο κάτω από τις κάνες των ειδικών φρουρών. Το συσσίτιο των έγκλειστων σκλάβων πετιέται στον αέρα κι όποιος προλάβει τον Κύριο, είδε. Αηδιαστικές εικόνες που βρωμούν περισσότερο από τις νεκροπόλεις των ζωντανών φαντασμάτων. Η αγωνία της μοναξιάς, των επιδημιών και του θανάτου! Δεν το βάζει ο νους. Είναι απίστευτο. Ούτε η λογική, ούτε η συνείδηση δεν αποδέχονται την απόλυτη εξαθλίωση.
Ο λογικός και σκεφτόμενος άνθρωπος μένει αμίλητος. Την κοινωνική υστερία σκεπάζει η ομίχλη της φιλόπτωχης λύπης. Σαν πεθαίνουν τα άρρωστα παιδιά και οι εξαθλιωμένοι γέροντες, την οργή και τη θλίψη αντικαθιστά η παραίνεση, «ας τους δώσουν λίγο ψωμί να μην πεθαίνουν σαν τα κουνέλια».
Οι λίγοι που εξεγείρονται βρίσκουν το θάνατο στο καρτέρι κι έτσι δεν απολογούνται ώστε να προκαλέσουν τα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Ποιος θα μπορέσει να πείσει για το δίκιο τους σαν είναι νεκροί; Στα μάτια τους ανάβει η φλόγα της ελευθερίας γι αυτό οι πόρτες πρέπει να κλείνουν. Άλλωστε σαν τους ξεπαστρέψουν, ο κόσμος θα αναφωνεί, « τι κρίμα, ας τους φυλάκιζαν καλύτερα», και τελειώνει εδώ η υπόθεση!
Το μειδίαμα του εξεγερμένου μένει παγωμένο στο μουμιοποιημένο πτώμα. Η κρυφή δύναμη επιθετικότητας του όχλου διοχετεύεται σε άλλα κανάλια και οι τραγωδίες γεννούν εγκλήματα και αδιαφορία, καταστροφική μανία και φόβο, σοκ και δέος. Με αυτά κάνουν εχθρούς εκείνους που θα μπορούσαν να ήταν φίλοι. Η βαλβίδα αποσυμπίεσης στρέφει τον όχλο ενάντια σε όσους δεν υποτάσσονται. Ειδικές δυνάμεις στα δεξιά, ειδικές δυνάμεις στα αριστερά, δεσμοφύλακες στην πόλη των νεκρών, δεσμοφύλακες και στις καρδιές!
Τα κελιά του θανάτου αποκτούν διαστημική μορφή. Το πέρασμα στους άλλους πλανήτες είναι απαγορευμένο! Οι ελάχιστοι και οι φύλακες δεν θέλουν να χαλούν την ώρα τους. Θέλουν να νοιώθουν σαν το λιοντάρι που δεν χαλά τον ύπνο του για τις σκέψεις των αμνών. Οι φωνές του τάφου με το βρώμικο φως και οι αργοί βιασμοί του όχλου είναι συνεχείς. Οι νόμοι είναι νόμοι κι ο κουτσός θεός χαλκεύει τις αλυσίδες. Οι ζωντανοί νεκροί θα εκλιπαρούν να παραμένουν δεμένοι παρά να τραγουδούν τα τραγούδια της φωτιάς.
Οι δρόμοι των νεκροπόλεων δεν έχουν ονόματα και αριθμούς. Σκόνη και μίσος, φτώχια και κατάθλιψη στις τεμαχισμένες νύχτες. Η ζωή και οι βίοι των αγίων και των μοναχών, στα στόματα των γυναικών, είναι ο μάρτυρας των ανέλπιδων νεκρών. Οι νέοι νεκροί έρχονται και οι αναχωρητές φεύγουν για το τελευταίο ταξίδι. Η λαμαρινένια ψευτόπορτα ανοιγοκλείνει για να χαθεί στη λησμονιά ακόμη ένα παιδί.
Πριν την ύπαρξη έρχεται η μη ύπαρξη, η λησμονιά της ύπαρξης στους ξεψυχισμένους ψίθυρους κραυγής και απόγνωσης. Το τελευταίο καταφύγιο είναι η φαντασία που πλανιέται να πετάξει μακριά, χωρίς φωνή, στις φυλακισμένες φωνές, στα φυλακισμένα μνήματα. Το μάτι ανοίγει – κλείνει, ανοιγοκλείνει, χωρίς να βλέπει. Δεν έχει τίποτα άλλο να δει από τη ζωή. Ο νεκρός χρόνος κυλάει χωρίς παρόν και μέλλον. Η επιθυμία φτάνει στα όρια της.
Ακόμη μια μέρα ζωντανός-νεκρός! Ικετεύει να νυχτώνει για να μετρήσει ακόμη μια μέρα νεκρής ζωής. Το χειρότερο γίνεται χείριστο μέσα στα λείψανα της ζωής. Το δηλητήριο δεν βρίσκει αντίδοτο. Ο κατήφορος του κενού δεν έχει στάσεις. Ούτε τέλος, ούτε στάση, ούτε προσοχή, ούτε ανάπαυση. Ο τρελός, της νεκρής πόλης, μισοζώντανος ανάμεσα στους νεκρούς, διαλαλεί τη βραχνή φωνή του, σαν βραχνοκόκκορας την αυγή. «Δεν έχει άλλη ζωή, δεν υπάρχει άλλο μπροστά, δεν θέλομε άλλη ανάπτυξη! Ας μην κάνομε άλλο βήμα μπροστά!»
- Νεκροί, κάντε παρέα στον τρελό! Κι αν δεν μας αφήνουν, κι αν δεν μπορούμε να τα καταφέρομε, πρέπει να συνεχίσομε κι όπου το βγάλει η βράση, ή που θα στρώσει η δουλειά ή που θα σοχαλάσει!
Κωστής Μουδάτσος
Ο παραλογισμός της παγκόσμιας λογικής και πολιτικής σκέψης με τον άτεγκτο ορθολογισμό της εφαρμογής τους, καταστρέφουν την επιθυμία, την ευτυχία και το παιγνίδι της ζωής στο πλανητικό μας χωριό. Η επιβολή της αποστεωμένης πειθαρχίας, ατομικής και συλλογικής, οδηγεί στην ισοπεδωτική εξίσωση που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε φτωχούς και εξαθλιωμένους από τη μια και από την άλλη, στους ολίγους πλούσιους.
Οι ελάχιστοι, που προστατεύονται από τους πολλούς με νόμιμα μέσα. Προστατευμένοι και διαφορετικοί από τους εξαθλιωμένους σε κλειστούς και ελεγχόμενους χώρους. Κλειστές πόλεις μέσα στις νεκρές πόλεις!
Με ηλεκτρονική ταυτότητα και κωδικούς ανοίγουν οι μπάρες στους δρόμους που οδηγούν στις πολυτελείς φυλακές. Οι οπλισμένοι φύλακες, περιπολούν στα ηλεκτροφόρα σύρματα της περίφραξης. Έχουν το φόβο φυλακτό! Οι χτύποι της καρδιάς, της κοινωνίας, είναι νεκροί στα χτυπήματα της ήττας του βαρύθυμου όχλου. Ο αέρας είναι ο τάφος. Αέρινος τάφος των αποκλεισμένων που φυσά την αρρώστια στο μουδιασμένο χέρι σαν προσπαθεί να μπουκώσει την βρώμικη τροφή στο ολοχάσκωτο στόμα.
Το νερό, μολυσμένο και βρώμικο και η τροφή μεταλλαγμένο δηλητήριο. Μεταλλαγμένοι άνθρωποι, νέοι τύποι και χαρακτήρες με ξεθωριασμένα, σβησμένα και χλιαρά όνειρα εμπλουτίζουν τη συλλογή της μοναξιάς των νεκρών στις νεκροπόλεις. Στο άνοιγμα της λαμαρίνας, που φαντάζει παράθυρο, ακούγονται οι φωνές της αδιαφορίας των ειδήσεων και ο ψίθυρος της βουβής οργής του όχλου. Φυλακισμένοι στις φτωχογειτονιές, έγκλειστοι στα νεκρόσπιτα.
Η ασχήμια ανταγωνίζεται την ασχήμια, η βρωμιά την βρωμιά και η πείνα την πείνα. Ολοένα πιο άσχημα, πιο βρωμερά, πιο πεινασμένα. Αρρωστημένος και βουβός όχλος. Οι ζωντανοί νεκροί μοιάζουν με σκελετοί που κρέμονται σαν τσαμπιά στις γέφυρες των στεναγμών. Το φάντασμα της μάνας που πετά το ετοιμοθάνατο μωρό από τη γέφυρα στον αφρισμένο ποταμό και έπειτα πηδά και εκείνη, ξαναέρχεται στον εγκλωβισμένο εγκέφαλο.
Η πείνα γεννά σκέψεις αρπαγής και λεηλασίας. Το φορτηγό του φιλόπτωχου ταμείου μοιράζει ψωμί και γάλα στο μανιασμένο όχλο κάτω από τις κάνες των ειδικών φρουρών. Το συσσίτιο των έγκλειστων σκλάβων πετιέται στον αέρα κι όποιος προλάβει τον Κύριο, είδε. Αηδιαστικές εικόνες που βρωμούν περισσότερο από τις νεκροπόλεις των ζωντανών φαντασμάτων. Η αγωνία της μοναξιάς, των επιδημιών και του θανάτου! Δεν το βάζει ο νους. Είναι απίστευτο. Ούτε η λογική, ούτε η συνείδηση δεν αποδέχονται την απόλυτη εξαθλίωση.
Ο λογικός και σκεφτόμενος άνθρωπος μένει αμίλητος. Την κοινωνική υστερία σκεπάζει η ομίχλη της φιλόπτωχης λύπης. Σαν πεθαίνουν τα άρρωστα παιδιά και οι εξαθλιωμένοι γέροντες, την οργή και τη θλίψη αντικαθιστά η παραίνεση, «ας τους δώσουν λίγο ψωμί να μην πεθαίνουν σαν τα κουνέλια».
Οι λίγοι που εξεγείρονται βρίσκουν το θάνατο στο καρτέρι κι έτσι δεν απολογούνται ώστε να προκαλέσουν τα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Ποιος θα μπορέσει να πείσει για το δίκιο τους σαν είναι νεκροί; Στα μάτια τους ανάβει η φλόγα της ελευθερίας γι αυτό οι πόρτες πρέπει να κλείνουν. Άλλωστε σαν τους ξεπαστρέψουν, ο κόσμος θα αναφωνεί, « τι κρίμα, ας τους φυλάκιζαν καλύτερα», και τελειώνει εδώ η υπόθεση!
Το μειδίαμα του εξεγερμένου μένει παγωμένο στο μουμιοποιημένο πτώμα. Η κρυφή δύναμη επιθετικότητας του όχλου διοχετεύεται σε άλλα κανάλια και οι τραγωδίες γεννούν εγκλήματα και αδιαφορία, καταστροφική μανία και φόβο, σοκ και δέος. Με αυτά κάνουν εχθρούς εκείνους που θα μπορούσαν να ήταν φίλοι. Η βαλβίδα αποσυμπίεσης στρέφει τον όχλο ενάντια σε όσους δεν υποτάσσονται. Ειδικές δυνάμεις στα δεξιά, ειδικές δυνάμεις στα αριστερά, δεσμοφύλακες στην πόλη των νεκρών, δεσμοφύλακες και στις καρδιές!
Τα κελιά του θανάτου αποκτούν διαστημική μορφή. Το πέρασμα στους άλλους πλανήτες είναι απαγορευμένο! Οι ελάχιστοι και οι φύλακες δεν θέλουν να χαλούν την ώρα τους. Θέλουν να νοιώθουν σαν το λιοντάρι που δεν χαλά τον ύπνο του για τις σκέψεις των αμνών. Οι φωνές του τάφου με το βρώμικο φως και οι αργοί βιασμοί του όχλου είναι συνεχείς. Οι νόμοι είναι νόμοι κι ο κουτσός θεός χαλκεύει τις αλυσίδες. Οι ζωντανοί νεκροί θα εκλιπαρούν να παραμένουν δεμένοι παρά να τραγουδούν τα τραγούδια της φωτιάς.
Οι δρόμοι των νεκροπόλεων δεν έχουν ονόματα και αριθμούς. Σκόνη και μίσος, φτώχια και κατάθλιψη στις τεμαχισμένες νύχτες. Η ζωή και οι βίοι των αγίων και των μοναχών, στα στόματα των γυναικών, είναι ο μάρτυρας των ανέλπιδων νεκρών. Οι νέοι νεκροί έρχονται και οι αναχωρητές φεύγουν για το τελευταίο ταξίδι. Η λαμαρινένια ψευτόπορτα ανοιγοκλείνει για να χαθεί στη λησμονιά ακόμη ένα παιδί.
Πριν την ύπαρξη έρχεται η μη ύπαρξη, η λησμονιά της ύπαρξης στους ξεψυχισμένους ψίθυρους κραυγής και απόγνωσης. Το τελευταίο καταφύγιο είναι η φαντασία που πλανιέται να πετάξει μακριά, χωρίς φωνή, στις φυλακισμένες φωνές, στα φυλακισμένα μνήματα. Το μάτι ανοίγει – κλείνει, ανοιγοκλείνει, χωρίς να βλέπει. Δεν έχει τίποτα άλλο να δει από τη ζωή. Ο νεκρός χρόνος κυλάει χωρίς παρόν και μέλλον. Η επιθυμία φτάνει στα όρια της.
Ακόμη μια μέρα ζωντανός-νεκρός! Ικετεύει να νυχτώνει για να μετρήσει ακόμη μια μέρα νεκρής ζωής. Το χειρότερο γίνεται χείριστο μέσα στα λείψανα της ζωής. Το δηλητήριο δεν βρίσκει αντίδοτο. Ο κατήφορος του κενού δεν έχει στάσεις. Ούτε τέλος, ούτε στάση, ούτε προσοχή, ούτε ανάπαυση. Ο τρελός, της νεκρής πόλης, μισοζώντανος ανάμεσα στους νεκρούς, διαλαλεί τη βραχνή φωνή του, σαν βραχνοκόκκορας την αυγή. «Δεν έχει άλλη ζωή, δεν υπάρχει άλλο μπροστά, δεν θέλομε άλλη ανάπτυξη! Ας μην κάνομε άλλο βήμα μπροστά!»
- Νεκροί, κάντε παρέα στον τρελό! Κι αν δεν μας αφήνουν, κι αν δεν μπορούμε να τα καταφέρομε, πρέπει να συνεχίσομε κι όπου το βγάλει η βράση, ή που θα στρώσει η δουλειά ή που θα σοχαλάσει!
Κωστής Μουδάτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου