Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Πάντα Γελαστοί

Βάλια Μακρυνίτσα


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι πριν μερικά χρόνια τα καλοκαίρια μας τα περνούσαμε στο χωριό. Αν έχω κρατήσει κάτι από αυτά τα νωχελικά καλοκαίρια είναι η αυλή της γιαγιάς μου με τις τριανταφυλλιές, ο καταναγκαστικός μεσημεριανός ύπνος και οι ειδήσεις των οκτώ που έπρεπε οπωσδήποτε να δουν οι μεγάλοι προκειμένου να ενημερωθούν για τα τεκταινόμενα.

Στις 14/08/1996 ήμουν δέκα χρονών. Εκείνη την ημέρα τα δελτία ειδήσεων δεν έδειξαν εικόνες από καλλίπυγες  λουόμενες, δεν έδειξαν τουρίστες εν εξάλλω να διατυμπανίζουν πόσο υπέροχα περνούν στο νησί που πήγαν, ούτε έδειξαν ιδροκοπημένους δημοσιογράφους να περιδιαβαίνουν τους δρόμους της Αθήνας εκθειάζοντας τις ομορφιές της άδειας πόλης. Την 14/08/1996 οι τηλεθεατές αντίκρισαν για πρώτη φορά μια εν ψυχρώ δολοφονία, εκείνη του Κύπριου Σολωμού Σολωμού από Τούρκο σκοπευτή στη νεκρή ζώνη.

Όλα συνέβησαν γρήγορα, δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά ξέφυγε από τους κυανόκρανους, πέρασε στη νεκρή ζώνη και προσπάθησε να ανέβει σε έναν ιστό για να κατεβάσει την τουρκική σημαία, δεν έδωσε σημασία σ εκείνους που του φώναζαν ότι είναι τρελός, ότι θα σκοτωθεί. Είχε ήδη πάρει την απόφασή του, η σημαία θα κατέβαινε, τέλος. Έτσι βιαστικά σκαρφάλωσε και πριν προλάβει να κάνει αυτό που είχε αποφασίσει, η σφαίρα τον βρήκε ακριβώς στον κρόταφο. Μπροστά σε εκατομμύρια ζευγάρια μάτια, σωριάστηκε και οι τηλεθεατές έμειναν να κοιτάζουν, χωρίς την ασφάλεια των ειδικών φίλτρων, το αίμα να ποτίζει το χώμα, το βλέμμα το γυάλινο, το τσιγάρο που ακόμη δεν είχε σβήσει.

Δεν είναι προγραμματισμένα τα σύμβολα, δεν είναι βιομηχανοποιημένα ρομπότ να κάνουν ό,τι τα προστάξουν. Αρκεί μια σπίθα, μια φευγαλέα σκέψη, ένα θολωμένο μυαλό ικανό να τολμήσει, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, κάτι που θα τους κάνει να μην υπολογίσουν τίποτα και να φύγουν μπροστά, να περάσουν συρματοπλέγματα και να κάνουν αυτό που αποφάσισαν ότι πρέπει να γίνει.

Έφτασαν λίγα λεπτά για να περάσει ο Σολωμός Σολωμού στην αθανασία. Όχι πεσμένος στο χώμα, όχι ματωμένος, αλλά με το τσιγάρο του στα χείλη να κοιτάζει το Χάρο κατάματα και να τον καλωσορίζει, γιατί όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη*.

*Στίχος από το τραγούδι του Δ. Μητροπάνου «Πάντα γελαστοί» το οποίο γράφτηκε για τον Σολωμό Σολωμού.


Ν-ήμαρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου