Κυριακή Μπεϊόγλου
Ενας ξερακιανός κατάκοπος γεράκος με το πρόσωπο σκληρά σημαδεμένο από ρυτίδες, ντυμένος με μπλε πουκαμίσα, ταλαιπωρημένο παντελόνι κι ένα ψάθινο μισοχαλασμένο καπέλο, καθόταν στα σκαλιά της εκκλησίας. Δίπλα του είχε ένα κοφίνι με βότανα. Μέσα σε πλαστικά σακουλάκια, δεμένα με ένα κομμάτι σχοινί, είχε κουβαλήσει όλο το βουνό κάτω στην πόλη.
Ενα χαρτόνι εξηγούσε τι ήταν το καθένα και σε τι βοηθούσε. Μάραθος για το αδυνάτισμα. Τσουκνίδα για την ατονία. Μελισσόχορτο για την ανικανότητα. Γαϊδουράγκαθο για την ανορεξία. Μαντζουράνα για την αμνησία. Κι άλλα πολλά για άλλα πολλά.
Ολος ο πάγκος του Αβικέννα ήταν μέσα στο πλατύ καλάθι. Με υπομονή εξηγούσε στους ενδιαφερόμενους τη χρησιμότητα του κάθε βότανου εξιστορώντας προσωπικά παραδείγματα.
Πώς, δηλαδή, του είχε γιατρέψει μια φορά βαριά βρογχίτιδα ένας συνδυασμός από μολόχα, ευκάλυπτο και θυμάρι. Και πώς η καλεντούλα και το δίκταμο τον έκαναν καλά όταν τον δάγκωσε εκείνο το φίδι στο χωριό.
Είχαν κάτι αυτές του οι διηγήσεις που ήθελες-δεν ήθελες, χρειαζόσουνα-δεν χρειαζόσουνα, έπαιρνες κάτι από το καλάθι. Δυο ευρώ το κάθε σακουλάκι. Ασήμαντο ποσό για τα τεράστια ευεργετικά αποτελέσματα που υπόσχονταν. Τι να πρωτοπάρεις όμως; Λίγο απ’ όλα έχουμε όλοι.
Ο πωλητής των βοτάνων με βλέπει να κοιτώ προβληματισμένη το καλάθι. «Δεν ξέρω τι να πάρω», του λέω. «Από τι πάσχεις;», με ρωτά με ενδιαφέρον. «Αυτή τη στιγμή από τίποτα». «Από τίποτα;». «Από τίποτα». Γελάει, «μπα από κάτι πάσχεις και δεν το ξέρεις, περίμενε», μου λέει. Ψάχνει στον πάτο του καλαθιού και τραβά έξω ένα σακουλάκι. «Αυτό θα πάρεις».
«Τι κάνει;», ρωτώ. «Είναι τσάι, έχει μέσα τριαντάφυλλο και αποξηραμένα φρούτα του δάσους, άρωμα από τα δέντρα του βουνού κι αέρα από τις δροσερές πλαγιές του.
Αυτό θα πάρεις και κάθε φορά που θα το πίνεις δεν θα βλέπεις γύρω σου και δεν θα ακούς. Μόνο θα αισθάνεσαι πως τάχα είσαι κάτω από μια καρυδιά, τέρμα Θεού και δεν φοβάσαι τίποτα». Το πήρα βέβαια. Κι έφυγα γρήγορα.
Ποιος ήταν αυτός ο ταλαντούχος πωλητής βοτάνων; Ενας ηλικιωμένος από τα βουνά της Πίνδου, όπως έλεγε; Ή ο σοφός Αβικέννας που μου περιέγραφε το «παράδειγμα του ιπτάμενου ανθρώπου»;
Πως, δηλαδή, ακόμα κι αν αποκλείσουμε τις αισθήσεις μας, μπορεί να βρούμε την αυτοσυνείδησή μας. Μπορεί ένα φλιτζάνι τσάι να μας γιατρέψει την απομάκρυνση από τη φύση και την ηρεμία της; Ο πωλητής πάντως ήταν σίγουρος πως ναι.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Ενας ξερακιανός κατάκοπος γεράκος με το πρόσωπο σκληρά σημαδεμένο από ρυτίδες, ντυμένος με μπλε πουκαμίσα, ταλαιπωρημένο παντελόνι κι ένα ψάθινο μισοχαλασμένο καπέλο, καθόταν στα σκαλιά της εκκλησίας. Δίπλα του είχε ένα κοφίνι με βότανα. Μέσα σε πλαστικά σακουλάκια, δεμένα με ένα κομμάτι σχοινί, είχε κουβαλήσει όλο το βουνό κάτω στην πόλη.
Ενα χαρτόνι εξηγούσε τι ήταν το καθένα και σε τι βοηθούσε. Μάραθος για το αδυνάτισμα. Τσουκνίδα για την ατονία. Μελισσόχορτο για την ανικανότητα. Γαϊδουράγκαθο για την ανορεξία. Μαντζουράνα για την αμνησία. Κι άλλα πολλά για άλλα πολλά.
Ολος ο πάγκος του Αβικέννα ήταν μέσα στο πλατύ καλάθι. Με υπομονή εξηγούσε στους ενδιαφερόμενους τη χρησιμότητα του κάθε βότανου εξιστορώντας προσωπικά παραδείγματα.
Πώς, δηλαδή, του είχε γιατρέψει μια φορά βαριά βρογχίτιδα ένας συνδυασμός από μολόχα, ευκάλυπτο και θυμάρι. Και πώς η καλεντούλα και το δίκταμο τον έκαναν καλά όταν τον δάγκωσε εκείνο το φίδι στο χωριό.
Είχαν κάτι αυτές του οι διηγήσεις που ήθελες-δεν ήθελες, χρειαζόσουνα-δεν χρειαζόσουνα, έπαιρνες κάτι από το καλάθι. Δυο ευρώ το κάθε σακουλάκι. Ασήμαντο ποσό για τα τεράστια ευεργετικά αποτελέσματα που υπόσχονταν. Τι να πρωτοπάρεις όμως; Λίγο απ’ όλα έχουμε όλοι.
Ο πωλητής των βοτάνων με βλέπει να κοιτώ προβληματισμένη το καλάθι. «Δεν ξέρω τι να πάρω», του λέω. «Από τι πάσχεις;», με ρωτά με ενδιαφέρον. «Αυτή τη στιγμή από τίποτα». «Από τίποτα;». «Από τίποτα». Γελάει, «μπα από κάτι πάσχεις και δεν το ξέρεις, περίμενε», μου λέει. Ψάχνει στον πάτο του καλαθιού και τραβά έξω ένα σακουλάκι. «Αυτό θα πάρεις».
«Τι κάνει;», ρωτώ. «Είναι τσάι, έχει μέσα τριαντάφυλλο και αποξηραμένα φρούτα του δάσους, άρωμα από τα δέντρα του βουνού κι αέρα από τις δροσερές πλαγιές του.
Αυτό θα πάρεις και κάθε φορά που θα το πίνεις δεν θα βλέπεις γύρω σου και δεν θα ακούς. Μόνο θα αισθάνεσαι πως τάχα είσαι κάτω από μια καρυδιά, τέρμα Θεού και δεν φοβάσαι τίποτα». Το πήρα βέβαια. Κι έφυγα γρήγορα.
Ποιος ήταν αυτός ο ταλαντούχος πωλητής βοτάνων; Ενας ηλικιωμένος από τα βουνά της Πίνδου, όπως έλεγε; Ή ο σοφός Αβικέννας που μου περιέγραφε το «παράδειγμα του ιπτάμενου ανθρώπου»;
Πως, δηλαδή, ακόμα κι αν αποκλείσουμε τις αισθήσεις μας, μπορεί να βρούμε την αυτοσυνείδησή μας. Μπορεί ένα φλιτζάνι τσάι να μας γιατρέψει την απομάκρυνση από τη φύση και την ηρεμία της; Ο πωλητής πάντως ήταν σίγουρος πως ναι.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου