Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Το ημερολόγιο

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης


Αν μπορούσα να σβήσω κάποια μέρα του χρόνου από όλα τα επιτραπέζια ημερολόγια γραφείου, αφήνοντας στη θέση της μια λευκή σελίδα χωρίς όλες αυτές τις άχρηστες πληροφορίες για την ανατολή και τη δύση του ηλίου, τους τιμώμενους από την εκκλησία αγίους, τις εθνικές ή θρησκευτικές γιορτές και κυρίως χωρίς τον από κάτω διαγραμμισμένο χώρο για τις χειρόγραφες καταχωρίσεις, όπως η βρύση του μπάνιου στάζει, τηλέφωνο στην οδοντίατρο, να πληρώσω τη ΔΕΗ, λέω λοιπόν ότι, αν διέθετα μια τέτοια τυπογραφική αρμοδιότητα, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα κατέτασσα και τη σημερινή μέρα ανάμεσα στις πιο ισχυρές υποψηφιότητες, έστω και αν μια τέτοια κατάταξη δεν θα μου έλυνε καθόλου το πρόβλημα της επιλογής.

Γιατί, αν εξαιρέσω ένα σαββατοκύριακο το δίμηνο που παίρνω τα βουνά, τις πρώτες μόνο μέρες από τις χριστουγεννιάτικες και τις πασχαλινές διακοπές, που όσο να 'ναι διαφέρουν από τις προηγούμενες και τις επόμενες, σίγουρα την πρωτομαγιά από μια ψυχαναγκαστική εφηβική και ιδεολογική εμμονή και τον δεκαπενταύγουστο, που με θυμούνται εξ ανάγκης κάποιοι στενοί συγγενείς, παλιοί γνωστοί και μερικοί συνάδελφοι από το σχολείο, σκέφτομαι ότι όλες οι άλλες μέρες ανήκουν, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, που συνήθως συμπυκνώνονται σε έναν και μόνο λόγο, αλλά δεν νιώθω για την ώρα έτοιμος να τον παραδεχτώ, στην ίδια ακριβώς κατηγορία του λευκού της πιο θανατερής ανίας, αθροίζοντας ένα σύνολο από τριακόσια δέκα με τριακόσια τριάντα υποψήφια κελιά των Μπάαντερ-Μάινχοφ αραδιασμένα στο επιτραπέζιο ημερολόγιο του γραφείου μου, που παρ' όλα αυτά επιμένει ακόμα να αριθμεί σωστά τις μέρες, γυρισμένο στη σελίδα της 31ης Αυγούστου, με τη χειρόγραφη σημείωση καλή ανατολή, μαλάκα, να μου υπενθυμίζει τις τιμές που οφείλω από αύριο ξανά να αναπέμψω κατά τη διαδρομή σπίτι-σχολείο-σπίτι στην αγία βαρεμάρα και στην οσία πλήξη, μεγάλη η χάρη τους.

Κι όμως όταν αποβραδίς έγραφα τη σημείωση και ενεργοποιούσα το κινητό μου στη σταθερή αποδώ και πέρα αφύπνιση των 6:45 είχα σχεδόν καταφέρει, ύστερα από το τρίτο –αν θυμάμαι καλά– τσίπουρο διπλής απόσταξης, να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος, για να παρασυρθώ από την καθιερωμένη γκρίνια της μέρας. Ό,τι είχα να κάνω, εννοώ τη βρύση, την οδοντίατρο και τον λογαριασμό, έγινε κατά πώς έπρεπε να γίνει, γιατί πιστεύω ότι η μόνη κενή μέρα είναι η μέρα που δεν κάνεις τίποτα, όπως έλεγε και η μάνα μου, που όλο κάτι είχε να κάνει, και εγώ φροντίζω πάντα να τα κάνω όλα, ή για να είμαι πιο ακριβής φροντίζω πάντα να εφευρίσκω κάτι καινούριο να κάνω, έστω και αν τα έχω κάνει όλα, ώστε όταν πέφτει το σκοτάδι και ετοιμάζομαι να πάω για ύπνο, αφού προηγουμένως ορίζω τις δραστηριότητες της άλλης μέρας και σημειώνω την ίδια πάντα ευχή για την ανατολή της, να είμαι τόσο εξαντλημένος που καθόλου δεν θα με αγγίζει ο άδειος χρόνος της νυχτερινής αταραξίας, που τον διαισθάνομαι να παραμονεύει απειλητικός στο σκοτάδι με την υποψία των πιο αρχέγονων φόβων.

Λίγο πολύ έτσι είναι όλα τα καλοκαίρια μου, από τότε που θυμάμαι, –κληρονομιά, πιθανολογώ, των γονιών μου που με έπαιρναν από το πρωί ως το βράδυ στα καπνά– και αν περνούσε από το χέρι μου δεν θα ξόδευα ούτε ένα ηλιοβασίλεμα, για να λάβω μερίδιο από τη γλυκερή ανάμνηση των διακοπών και από τον ανόητο μύθο της απόδρασης, αφού στην πραγματικότητα καθόλου δεν με ενδιαφέρει να αποδράσω και πολύ θα 'θελα έτσι ακριβώς να οργανώσω όλο τον υπόλοιπο χρόνο μου, εννοώ με μερεμέτια στο σπίτι, τηλεφωνικά ραντεβού και ηλεκτρονικές εντολές τραπεζικών πληρωμών, μπας κι ησυχάσω επιτέλους από την αγοραφοβία που σφίγγει το στήθος και μουδιάζει τον αυχένα μου κάθε πρωί που βγαίνω από το σπίτι και ετοιμάζομαι να πάω στη δουλειά μου.

Αλλά αυτό το βράδυ της 31ης Αυγούστου που ακουμπούσα στο κάγκελο του μπαλκονιού σε μια σπάνια για τα δεδομένα της υψοφοβίας μου επίδειξη θάρρους, κυριευμένος από τη σαγήνη της έναστρης νύχτας και την επίδραση του τρίτου διπλοβρασμένου τσίπουρου, ένιωσα ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πληρότητας, τολμώ να πω ευτυχίας, που ούτε τα ξεφτίδια σκόρπιων αναμνήσεων που ανακαλούσα σαν απολογισμό του καλοκαιριού ούτε ο ενοχλητικός ήχος από τις νυχτοπεταλούδες που ψήνονταν στην ηλεκτρική εντομοπαγίδα δεν ήταν σε θέση να κλονίσουν. Κάτω από τα πόδια μου απλώνονταν χίλια τετραγωνικά μέτρα καλυμμένα από παρτέρια, πλακόστρωτους διαδρόμους, ανθισμένες τριανταφυλλιές, κατάφορτους από καρπό λωτούς, καλλωπιστικές δαμασκηνιές, φλαμουριές και δύο πλατάνια, ό,τι δηλαδή έχω ονομάσει με αυτή την ανόητη μεσοαστική συνήθεια των μεταλλικών επιγραφών, που πάντα με εκνευρίζει, σαν τον ιδιωτικό μου ξενώνα, που για μια ολόκληρη δεκαετία κόπιασα να διαχωρίσω με σειρές από πανύψηλα λεμονοκυπάρισσα περιμετρικά της περίφραξης από τον θόρυβο κάποιων σποραδικών εκρήξεων, έστω κι αν δεν κατάφερα ποτέ να γλιτώσω από τον απόηχό τους, που τώρα τελευταία μάλιστα φτάνει ολοένα και πιο δυνατός στα αυτιά μου.

Όμως όταν πολύ αργά τη νύχτα, κόντευε πια να ξημερώσει, αντήχησε πάνω από το κεφάλι μου το απειλητικό βουητό από ένα κουνούπι που για κακή μου τύχη ξέφυγε από το υπογάλανο φως της ηλεκτρικής εντομοπαγίδας, και άρχισε να ζαλίζει τα όνειρά μου με την αγωνία μιας βρύσης που συνεχίζει να στάζει, ενός ραντεβού που πρόκειται να ακυρωθεί και μιας τραπεζικής εντολής που βραχυκύκλωσε στο διαδίκτυο, ξύπνησα απότομα σφαλιαρίζοντας το κεφάλι, τα αυτιά και το πρόσωπό μου με την μάταιη ελπίδα να απαλλαγώ από την ενόχληση και μισανοίγοντας τα μάτια νόμισα ότι είδα τον εαυτό μου με τις άσπρες πάντα πιτζάμες ξαπλωμένο και ξεσκέπαστο σε εμβρυακή στάση σε ένα από τα λευκά κελιά των Μπάαντερ-Μάινχοφ.

Μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνω τινάχτηκα από το κρεβάτι ξύνοντας τον λαιμό, τα δάχτυλα του αριστερού χεριού και τον αγκώνα του δεξιού και με τσακισμένα νεύρα πήρα το στιλό, γιατί κάτι έπρεπε να κάνω, κι άρχισα αμέσως να γράφω σε ό,τι βρήκα εύκαιρο μπροστά μου, αραδιάζοντας στις διαγραμμισμένες σελίδες του κάτω ακριβώς από τις πληροφορίες για την ανατολή και τη δύση του ηλίου, τους τιμώμενους από την εκκλησία αγίους και τις εθνικές ή θρησκευτικές γιορτές, λέξεις που ενώνονταν σε προτάσεις, σχημάτιζαν παραγράφους και συνέθεταν ένα διήγημα, που στο τέλος έγραφε ότι

Τετάρτη – Wednesday Ευλαμπίου & Ευλαμπίας μαρτύρων, Θεοφίλου ομολογητού

  • 7π.μ. για κάποιον περίεργο λόγο μού θύμιζε τον κήπο
  • 8 της αυλής μου με το καταπράσινο τριφύλλι,
  • 9 τα οπωροφόρα δέντρα και τα ψηλά λεμονοκυπάρισσα,
  • 10 που αδράχνω την ευκαιρία να δηλώσω,
  • 11 λογοτεχνική αδεία,
  • 12μ.μ. ότι πολύ θα ήθελα
  1. να αποτελέσει για μένα την τελευταία κατοικία,

  2. δίπλα ακριβώς στις ανθισμένες τριανταφυλλιές

  3. έστω και αν διστάζω να παραδεχτώ

  4. ότι πιθανώς να έχει συμβεί και αυτό,

  5. και μάλιστα εδώ και πολλά χρόνια,

  6. αλλά, όπως είναι φυσικό, προτιμώ

  7. να το κρατάω μυστικό από τον εαυτό μου.

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Ζώνη Πυρός, Μεταίχμιο, 2014

Πηγή: artinews.gr



Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου