Kostas Vostantzoglou
Ζω όλα τα χρόνια μου στην Γραικία. Μια γριά τσιγγάνα μου ‘πε κάποτε πως είναι γραφτό στο χέρι μου πως στον τόπο που γεννήθηκα, εκεί και θα πεθάνω. Στο φημισμένο δουκάτο των Αθηνών στο οποίο είμ’ ένας απλός ιππότης. Ως ιππότης ανοίγω πάντα την πόρτα στις κυρίες. Τις αφήνω να περνούν πρώτες. Τους φιλώ το χέρι. Αν μ’ αφήσουνε, τις φιλώ κι’ αλλού.
Έχω στον στάβλο μου ένα άλογο κόκκινο. Ράτσας Τογιότα. Το ονομάζω «Σπινθήρ». Έχω και οικόσημο. Έχει πάνω του μια ασημένια ραγισμένη καρδιά - ενδεικτική του ότι έχω περάσει ένα έμφραγμα - και τρία πιτσούνια stend να κάθονται στου Δημουλά την ράχη. Το ‘να κοιτάει Ανατολή, τ’ άλλο κοιτάει τη Δύση, το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει πως έχω ένα κάστρο. Νοικιασμένο. Για συντομία, το κάστρο μου το λέω σπίτι. Στο κάστρο μου φορώ ανυπερθέτως στολή. Η σύζυγός μου μανιακή με την ακρίβεια των λέξεων την ονομάζει πυτζάμες. Το κάστρο μου δεν διαθέτει επάλξεις, υπηρετικό προσωπικό, σιδερόφραχτη πύλη που ανεβοκατεβαίνει με τροχαλία και βαθιά τάφρο ολοτρίγυρα γιομάτη πράσινο θολό νερό, φίδια, κροκόδειλους, σαλαμάνδρες που δεν καίγονται, λιμπελούλες, κύκνους και καλαμιές. Δεν το επιτρέπει ο κανονισμός της πολυκατοικίας.
Τα βράδια τριπλοκλειδώνω την καστρόπορτα ασφαλείας μη μπούνε στ’ απόρθητο κάστρο μου οι Τούρκοι Αυτοί είναι οχτροί. Θέλουν τα πλούτη μου. Με μισούν. Κλείνομαι μέσα λοιπόν -εθελουσίως- επειδή είμαι καλός άνθρωπος. Αφήνω τους κακούς να τριγυρνάν έξω από ‘δω. Όξω απ’ το κάστρο. Τους φυλακίζω σ’ όλη την υπόλοιπη γή. Αυτοί διάλεξαν να ‘ναι κακοί. Άρα, καλά να πάθουνε.
Έχω κι’ ένα δράκο. Όλα τα καθώς πρέπει κάστρα πρέπει να έχουν ένα. Τον δικό μου τον βρήκα ανάμεσα σε κάτι πασχαλινά σοκολατένια αυγά. Ήτανε νεογέννητος. Τόσος δα μικρός. Με τη βία μέτραγε τρεις πόντους από το μουσούδι μέχρι την ουρά. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι είναι. Νόμισα πως είναι πεταλούδα. Είχε βλέπετε φτερά. Μεγάλα. Πολύχρωμα. Είχανε ‘πάνω τους όλα τα χρώματα της Ίριδας. Όταν πήγα να πιάσω το δράκο μου, στρίγκλισε, έβγαλε τεράστιες φωτιές από τα ρουθούνια του και μου τσουρούφλισε το χέρι. Μέρες μετά, βρομοκοπούσα σαν κοτόπουλο. Του ‘ριξα κι’ εγώ ένα κανάτι νερό. Tον έκανα λούτσα το δράκο. Να μάθει. Σβήσανε που λες οι φωτιές από τα ρουθούνια του κι’ άρχισε να κλαίει σπαρακτικά. Βαρέθηκα τις τσιρίδες του, τον λυπήθηκα, τον στέγνωσα με μια χαρτοπετσέτα, τον τάϊσα μ’ ότι είχα πρόχειρο -καραμέλες ούζου, τσιπς, μπαγιάτικο τουρλού, τυρί φέτα, ζαχαρούχο γάλα βλάχας- κι’ αποφάσισα να τον κρατήσω για αναπτήρα.
Τον βάφτισα Ρόνσον, γιατί ένας αναπτήρας που είχε ο μπαμπάς μου -μάρκας Ρόνσον- του ‘μοιαζε. Είχε χοντρή κοιλιά κι’ έβγαζε ίδια φλόγα. Άμα δεν πρόσεχες και τον κράταγες κοντά στα μούτρα σου, σου έκαιγε τα ματοτσίνορα, τα μουστάκια, τα φρύδια και τις τρίχες της μύτης.
Στην αρχή η γυναίκα μου δεν τον ήθελε τον Ρόνσον. Καθόλου. Της βρώμιζε λέει την κουζίνα, κούρνιαζε και τραμπαλιζότανε στο πολύφωτο και κατουρούσε παντού. Όταν της απέδειξα πως είναι χρήσιμος για να φτιάχνει καφέ ζεσταίνωντας το μπρίκι, άλλαξε γνώμη. Τον ήθελε. Άντε βγάλε άκρη. Οι γυναίκες είν’ ακατανόητα πλάσματα. Αν και έχω με δαύτες τεράστια εμπειρία, ποτέ δεν τις κατάλαβα. Τώρα δηλαδή που τον θέλει -για να καταλάβω- δεν της βρωμίζει -ο τσαπατσούλης- την κουζίνα και δεν ουρεί ασυστόλως;
Από την μέρα που τον έσβησα, ο Ρόνσον με φοβότανε. Όλοι οι δράκοι του φημισμένου είδους Dragon Tremblingus όπως ο περί ου, έχουνε μια παθολογική φοβία με τους πυροσβέστες. Αυτός, επειδή ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητος, θεώρησε ευθύς εξ’ αρχής -επειδή φατσικά είμ’ αγριάνθρωπος- πως είμ’ ο αρχηγός του πυροσβεστικού σώματος και μ’ έτρεμε. Με το που τον αγριοκοίταζα -όταν έκανε αταξίες- κατέβαζε την κεφάλα του κι έτρεχε να κρυφτεί στην τσέπη μου. Άρχισε όμως να μεγαλώνει. Να χοντραίνει. Στους δύο μήνες επάνω, όλες μου οι τσέπες ήτανε καμμένες και ξεχειλωμένες. Αποφάσισα λοιπόν να τον κάνω κατοικίδιο. Αγόρασα ένα βιβλίο που μου συστήσανε θερμά, με τίτλο: «Η ΙΡΛΑΝΔΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΝ ΤΩΝ ΑΙΜΟΒΟΡΩΝ ΔΡΑΚΩΝ», το διάβασα προσεκτικά και μετά την πρώτη ‘βδομάδα το πέταξα. Ήταν άχρηστο. Είχε μέσα απόψεις παλιομοδίτικες, αυταρχικές και βλακώδεις που αντίκεινται στις ιδέες μου για την σύγχρονη παιδαγωγική. Να σκεφτείτε πως στο πρώτο κεφάλαιο έλεγε:
«Να κρατάτε πάντα το μαστίγιο στο δεξί χέρι -μη διστάσετε να το χρησιμοποιήσετε- και την ασπίδα σας στ’ αριστερό. (Αν είστε αριστερόχειρ, αντιστρόφως). Μη πλησιάζετε πολύ τους δράκους. Είναι άγριοι. Πάρτε τους αμέσως τον αέρα. Μόνον έτσι θα γίνουν υπάκουοι».
Έκανα αυτολεξί ότι έλεγε το βιβλίο. Πήρα το μαστίγιo στο δεξί μου χέρι, διότι είμαι δεξιόχειρ, αν και αριστερός, πήρα ένα μεγάλο καπάκι κατσαρόλας στ’ αριστερό για ασπίδα, έβαλα τον δράκο μου σ’ ένα μεγάλο γυάλινο δοχείο που η γυναίκα μου ονομάζει βάζο δια άνθη και το έκλεισα. Ερμητικά. Ύστερα απομακρύνθηκα διότι οι δράκοι -κατά το βιβλίο- είναι άγριοι. Τότε, και μόνο τότε, πήρα τον αέρα από το βάζο. Ο Ρόνσον άλλαξε χρώμα. Από πράσινος του γρασιδιού που είναι στο φυσικό του, έγινε κομμουνιστής σαν εμένα. Ύστερα γύρισε τ’ ανάσκελα και άρχισε να χτυπιέται στριφογυρίζοντας λες και τον είχα βάλει σε μπλέντερ. Εγώ κοίταζα προσεκτικά για να δώ πως θα γίνει υπάκουος τώρα που του πήρα τον αέρα. Δεν έγινε υπάκουος. Έσπασε το βάζο. Με τον κρότο, η γυναίκα μου ήρθε καλπάζοντας.
«Τι έκανες πάλι βρε τύρρανε» με ρώτησε.
«Τίποτα» απάντησα αθώα.
«Πως τίποτα; Ποιος έσπασε το βάζο μου;»
«Ο Ρόνσον».
«Δε ντρέπεσαι κοτζάμου μαντράχαλος να ρίχνεις το φταίξιμο σε κάτι τόσο μικρότερο από σένα;»
«Μα αυτός το έσπασε».
«Έστω. Αυτός το έσπασε. Εσύ τι κάνεις με το μαστίγιο και το καπάκι της κατσαρόλας;»
«Τον εκπαιδεύω».
«Με το μαστίγιο που δέρνεις εμένα; Σου το απαγορεύω. Είσαι αναίσθητος. Αυτό στο είχα πάρει στην επέτειό μας για να δέρνεις εμένα αλύπητα. Όχι για να εκπαιδεύεις δράκους».
«Μα εσένα δεν σε δέρνω. Ποτέ. Αντίκειται στις αρχές μου. Είμαι δηλωμένος φεμινιστής. Γι’ αυτό με παντρεύτηκες».
«Δεν έχει σημασία. Το μαστίγιο ήτανε για μένα».
Άντε βγάλε άκρη. Οι γυναίκες είναι ακατανόητα πλάσματα. Αν και έχω τεράστια εμπειρία μ’ αυτές ποτέ δεν τις κατάλαβα.
«Δεν μου λές... Αυτός τι έπαθε;» με ρώτησε δείχνωντας τον Ρόνσον που ήταν ανάσκελα ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά.
«Ξέρω ‘γώ;»
«Δεν ανασαίνει».
«Έτσι πρέπει. Του πήρα τον αέρα».
«Για ξαναπέστο...»
«Του πήρα τον αέρα».
«Είσαι τρελλός; Θεέ μου... Παναγίτσα μου... Θα πεθάνει...»
«Δεν πεθαίνει. Θα γίνει υπάκουος. Έτσι γράφει το βιβλίο».
«Θα πεθάνει!»
«Μμμμμ... Εσύ όλα τα ξέρεις...»
«Θα πεθάνει σου λέω. Θα πεθάνει!!!!.... Κάνε του τεχνητή αναπνοή. Τώρα!!!».
«Δεν μου λές; Νομίζεις πως με τις φωνές θα καταφέρεις τίποτα;»
«ΤΩΡΑ!!! Κάνε τεχνητή αναπνοή. ΤΩΡΑ!!!» ούρλιαξ’ η υστέρω σ’ έξαλλη κατάσταση.
Υπάκουσα. Όταν οι γυναίκες εξαγριώνονται και παθαίνουν εξάψεις κλιμακτηρίου, αυτό πρέπει να κάνει ο καθένας. Δεν ωφελεί η αντιπαράθεση λογικών επιχειρημάτων. Τι να τους πεις; Πως οι δράκοι -γενικώς- είν’ επικίνδυνα πλάσματα; Πως είναι άγριοι; Πως είν’ αιμοδιψείς; Πως είναι θηριώδεις; Πως απαγάγουν βασιλοπούλες και τρώνε ζώντες όσους πάνε να τις ελευθερώσουν; Πως είναι στη φύση τους να βιάζουν ανυπεράσπιστες κορασίδες; Ένας δράκος -το γράψαν οι εφημερίδες- αυτό ακριβώς έκανε. Βίαζε αθώες υπάρξεις. Συνελήφθη δε -κατόπιν αιματηρής μάχης- από μία κορασίδα που ήτο ακόρεστος και ήθελε να βιασθεί κι άλλο. Οι γυναίκες δεν κατανοούν την διαλεκτική και την συνακόλουθη σύνθεση απόψεων. Δεν είναι στη φύση τους. Έκανα λοιπόν στο κτήνος τεχνητή αναπνοή. Σιχάθηκα ελαφρώς, αλλά του την έκανα. Σε λίγο οι φολίδες του ξαναγίνανε πράσινες. Ζωντάνεψε το τέρας.
«Μιά χαρά είναι» είπα στην γυναίκα μου.
«Τι κατάλαβες που μου φώναζες;»
«Άμα σε ξαναπιάσω να κάνεις τέτοιες αηδίες με τον Ρόνσον, θα πας από το χέρι μου» με απείλησε.
«Το μαστίγιό μου».
Της το ‘δωσα. Έφυγε βιαστική. Πήγε να πλύνει τα πιάτα, να μας μαγειρέψει, να πλύνει, να τηλεφωνήσει στις φίλες της και να κάνει γενικώς γυναικείες δουλειές τις οποίες εγώ αν και φεμινιστής απεχθάνομαι. Άναψα τσιγάρο με τον Ρόνσον. Μετά, του έμαθα να κάνει σούζα. Μάθαινε γρήγορα και περίεργο πράγμα, ήταν απολύτως υπάκουος. Τότε ήτανε που πέταξα το βιβλίο. Το οικόσιτο το είχα εξημερώσει πλήρως. Μ’ ελάχιστη προσπάθεια. Άνευ μεθόδου.
Τις επόμενες ημέρες ο Ρόνσον έκανε τα εμβόλιά του, έμαθε που να χέζει, που να κατουράει, πως να κάνει γιουβαρλάκια, πως περπατάει ο γέρος και πως να παίρνει μέτρα ασφαλείας με το φλογοβόλο που ‘χει στην μύτη, όταν βρίσκεται κοντά σε βιβλία, για να μη γίνουμε παρανάλωμα του πυρός. Όταν του ‘μαθα και ελληνικά για να συνενοούμεθα, η ταχύρυθμος εκπαίδευσή του είχε ολοκληρωθεί. Μπορούσαμε να δούμε μαζί ματς του τσάμπιονς ληγκ στην τηλεόραση, τρώγωντας ποπ κορν, να συζητήσουμε για την ποιότητα των εκπομπών καλόπιστης κοινωνικής κριτικής και τους πολιτικούς που παρήλαυναν στα παράθυρα. Στον Ρόνσον αρέσανε πολλά απ’ αυτά που βλέπαμε. Πιο πολύ απ’ όλα του αρέσανε οι διαιτητές, οι πρωϊνές κυρίες -που τις έβρισκε αφάνταστα νόστιμες- κι’ οι πολιτικοί της δεξιάς. Ήθελε να τους φάει. Όλους. Όταν του εξήγησα πως δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους, ρώτησε:
«Γιατί;»
« Πρώτον διότι είμεθα χριστιανοί και όχι κανίβαλοι και δεύτερον διότι μας το απαγορεύουν οι νόμοι...».
«Να τους αλλάξετε τους νόμοι» μου αντέταξε.
«Είναι κακοί».
«Τρίτον» συνέχισα απτόητος, «διότι όλοι στη γη που την πατούμε κι’ όλοι μέσα της θα μπούμε, πρέπει να είναι σεβαστοί, ακόμα κι’ αν δεν συμφωνούμε μαζί τους... Θα ‘δινα και την ζωή μου για να ‘χουν όλοι το δικαίωμα να λένε την γνώμη τους ελεύθερα».
«Γιατί;»
«...και τέταρτον» αυτό το είπα απαθώς, μ’ όση ειρωνία και κακό βρεττανικό χιούμορ διέθετα ως έλλην «διότι αυτοί δεν τρώγονται...»
«Και βέβαια τρώγονται» μου είπε.
«Στο φούρνο με πατάτες».
Είχα συγχιστεί. Όλο αντιρρήσεις ήτανε το ζώον. Τίποτα δεν ένοιωθε από πολιτισμό. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως η υπακοή στους νόμους είναι εκ των ουκ άνευ για τη δημοκρατία.
«Ο Σωκράτης που ήτανε σοφός» του είπα υπομονετικά, «καταδικάστηκε αδίκως και όμως έκατσε στη φυλακή -ενώ του λέγανε να φύγει- και ρούφηξε και κώνειο -που είναι δηλητήριο- για να μην παραβεί τους νόμους της πολιτείας που τον καταδίκασε. Προσωπικά τονε θεωρώ πολύ σωστό άτομο. Ασυζητητί θα ‘κανα το ίδιο. Πεθαίνοντας «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος» έδωσε το καλό παράδειγμα σ’ όλους μας».
«Δηλαδή ψόφησε;»
«Τελείως» απάντησα καταφατικά αν και δεν συμφωνούσα με το ρήμα που χρησιμοποίησε.
«Βλάκας ήτανε» μου αντέτεινε με όλο το θράσος της νεαρής του ηλικίας.
«Ήταν άδικοι οι νόμοι;»
«Ήταν».
«Άμα την έκανε και θα γλύτωνε τη ζωή του και θα εξακολουθούσε να διδάσκει και με την σοφία του μπορεί ν’ άλλαζε στην πορεία τους νόμους και να γλύτωνε αργότερα και κανένα συμπολίτη του απ’ το κακό κι’ απ’ τ’ άδικο».
«Ναι. Εντάξει. Αλλά έτσι θα παράβαινε τους νόμους που ήδη υπήρχαν».
«Ε, και;»
Αδύνατον να καταλάβω πως σκέφτονται τα τέρατα κι’ οι γυναίκες. Οι γυναίκες όπως προανέφερα είναι ακατανόητα πλάσματα. Αν και έχω τεράστια εμπειρία μ’ αυτές ποτέ δεν τις κατάλαβα. Το ίδιο φαίνεται πως θα μου συμβεί και με τους δράκους. Έτσι, άλλαξα κουβέντα.
«Ο Ρονάλντο πως σου φαίνεται; Παίχτουρας έτσι;»
«Νόστιμος».
«Σταμάτα να ‘χεις όλο το φαΐ στο μυαλό σου»
«Γιατί; Υπάρχει τίποτα καλύτερο;»
«Οι γυναίκες».
«Εσύ λες συνέχεια πως δεν τρώγονται».
«Μερικές τρώγονται».
«Ποιες;» με ρώτησε με ελπίδα.
«Φάε το ποπ κορν σου» του είπα αυστηρά.
«Μετά, θα πλύνεις τα δόντια σου και θα πας κατευθείαν στο κρεβάτι σου. Θα κάνεις νάνι. Μην ακούσω κιχ έτσι; Και μη ξεχάσεις να κάνεις την προσευχή σου».
«Θα με σκεπάσεις;»
«Θα σε σκεπάσω» του είπα καρτερικά.
«Θα μου πεις και παραμύθι;»
«Άμα είσαι καλός...»
Έφαγε το ποπ κορν, έγλυψε το πιάτο με την φιδίσια γλώσσα του για να καθαρίσει, το ‘ψησε με τη φλόγα της μύτης του για να το αποστειρώσει σκοτώνοντας τα βακτηρίδια, έξυσ’ ακαμάτης τ’ αχαμνά του, ανακλαδίστηκε, χασμουρήθηκε μια δυο φορές βρυχόμενος, βάζοντας το χέρι του διακριτικά μπροστά -για να μην κάψει το σύμπαν σαν άλλος Ηρόστρατος- σηκώθηκε, άνοιξε τα νυχτεριδέ φτερά του, μάζεψε την ουρά του κι είπε μονολεκτικά:
«Πάμε».
Πήγαμε. Εγώ περπατώντας. Εκείνος πετώντας. Έπλυνε τα δόντια του κάνοντας γκριμάτσες σιχαμάρας, έκανε γονατιστός την προσευχή του ευλαβικά, αντικαθιστώντας το κομμάτι που ‘λεγε: «τον άρτον υμών τον επιούσιον» με την φράση: «τον εχθρόν υμών τον επιούσιον», ξάπλωσε, τον σκέπασα, του είπα ένα παραμύθι με μάγισσες που είχανε τρίχες στην μύτη τους, πετάγανε στο φεγγαρόφωτο στα μαύρα μεσάνυχτα καβάλα σε σκουπόξυλα κάνοντας ατιμίες και αιρετικά πράγματα, το τέρας γλάρωσε, η ανάσα του έγινε ρυθμική, τίναξε κάμποσες φορές το πόδι του λες κι είχε πατήσει σκατά και ξεράθηκε.
Την άλλη μέρα, επειδή ήτανε καλός κι ήσυχος, αποφάσισα να του κάνω ένα δωράκι έκπληξη. Τον έβαλα μέσα στον «Σπινθήρα» και τον πήγα βόλτα στην θάλασσα με τη δεσποσύνη της καρδιάς μου. Σκέφτηκα πως η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Πως μια ζωή την έχουμε. Πως η γυναίκα μου μαραζώνει κεντώντας ολημερίς κι ολονυχτίς ένα αντίγραφο του τάπητα του Μπαγέ κλεισμένη στο κάστρο μας. Πως πρέπει να χαρούμε τα δώρα της φύσης. Να φάμε κανένα ψαράκι ως ιππόται και άνθρωποι, να πλατσουρίσουμε και να χαρούμε τη φθήνεια που έκανε την χώρα μας διάσημη στα πέρατα του κόσμου.
Ο Ρόνσον φοβήθηκε την θάλασσα. Πολύ νερό...
Αγκάλιασε το κεφάλι του, να μην βλέπει, και κοντανάσαινε έντρομος. Στάθηκε αδύνατο να τον πείσω πως η ηλιοθεραπεία θα του κάνει καλό. Πως τα ψαράκια έχουνε μέσα τους ωμέγα τρία που κάνει τα λέπια να λάμπουνε και να τρίζουν από καθαριότητα. Μας έβγαλε ξυνή την εκδρομή ο χέστης. Αποφάσισα να μην του ξανακάνω έκπληξη. Απο ‘δω κι’ εμπρός θα κάναμε εκδρομές -αφού συμφωνούσαμε- μόνο σε βουνά, πεδιάδες και ερήμους. Σε στεγνά μέρη. Σε τίποτα που να ‘χει λίμνες, ποτάμια ή πισίνες. Η Σαχάρα, και η έρημος Γκόμπι όταν τις ανέφερα στον Ρόνσον, του φάνηκαν ιδεώδεις τόποι διακοπών. Ύστερα από ώριμη σκέψη αποφάσισε πως η Σαχάρα ήτανε το ιδανικό μέρος. Ενθουσιάστηκε. Εμένα η επιλογή δεν με τρέλανε τόσο. Προτιμούσα να δω τους Μογγόλους. Η γυναίκα μου δε θέλησε να συμμετάσχει στη χαρά μας. Καθόλου.
«Να τον πάρεις και να πάτε» μου είπε όταν της πρότεινα αυτό το υπέροχο περιπετειώδες ταξίδι στη Σαχάρα που θα βλέπαμε πολλές καμήλες, βεδουίνους και τεράστιους αμμόλοφους.
«Και δε χρειάζετε να γυρίσετε σύντομα...»
Αυτό, μου φάνηκε σαν αιχμή. Από την άλλη, οι γυναίκες είναι ακατανόητα πλάσματα. Αν και έχω τεράστια εμπειρία μ’ αυτές, ποτέ δεν τις κατάλαβα. Έτσι, μπορεί να κάνω λάθος. Κατόπιν όμως τούτου του λόγου της που με πίκρανε πολύ, πήρα τον Ρόνσον μου, πήγαμε στην Σαχάρα, στα βάθη της και έκτοτε αγνοούμεθα. Μην κλάψετε. Ήτανε μοιραίο να συμβεί. Έτσι χάνονται οι ποιητές.

Kostas Vostantzoglou: Σχετικά με τον συντάκτη
Ζω όλα τα χρόνια μου στην Γραικία. Μια γριά τσιγγάνα μου ‘πε κάποτε πως είναι γραφτό στο χέρι μου πως στον τόπο που γεννήθηκα, εκεί και θα πεθάνω. Στο φημισμένο δουκάτο των Αθηνών στο οποίο είμ’ ένας απλός ιππότης. Ως ιππότης ανοίγω πάντα την πόρτα στις κυρίες. Τις αφήνω να περνούν πρώτες. Τους φιλώ το χέρι. Αν μ’ αφήσουνε, τις φιλώ κι’ αλλού.
Έχω στον στάβλο μου ένα άλογο κόκκινο. Ράτσας Τογιότα. Το ονομάζω «Σπινθήρ». Έχω και οικόσημο. Έχει πάνω του μια ασημένια ραγισμένη καρδιά - ενδεικτική του ότι έχω περάσει ένα έμφραγμα - και τρία πιτσούνια stend να κάθονται στου Δημουλά την ράχη. Το ‘να κοιτάει Ανατολή, τ’ άλλο κοιτάει τη Δύση, το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει πως έχω ένα κάστρο. Νοικιασμένο. Για συντομία, το κάστρο μου το λέω σπίτι. Στο κάστρο μου φορώ ανυπερθέτως στολή. Η σύζυγός μου μανιακή με την ακρίβεια των λέξεων την ονομάζει πυτζάμες. Το κάστρο μου δεν διαθέτει επάλξεις, υπηρετικό προσωπικό, σιδερόφραχτη πύλη που ανεβοκατεβαίνει με τροχαλία και βαθιά τάφρο ολοτρίγυρα γιομάτη πράσινο θολό νερό, φίδια, κροκόδειλους, σαλαμάνδρες που δεν καίγονται, λιμπελούλες, κύκνους και καλαμιές. Δεν το επιτρέπει ο κανονισμός της πολυκατοικίας.
Τα βράδια τριπλοκλειδώνω την καστρόπορτα ασφαλείας μη μπούνε στ’ απόρθητο κάστρο μου οι Τούρκοι Αυτοί είναι οχτροί. Θέλουν τα πλούτη μου. Με μισούν. Κλείνομαι μέσα λοιπόν -εθελουσίως- επειδή είμαι καλός άνθρωπος. Αφήνω τους κακούς να τριγυρνάν έξω από ‘δω. Όξω απ’ το κάστρο. Τους φυλακίζω σ’ όλη την υπόλοιπη γή. Αυτοί διάλεξαν να ‘ναι κακοί. Άρα, καλά να πάθουνε.
Έχω κι’ ένα δράκο. Όλα τα καθώς πρέπει κάστρα πρέπει να έχουν ένα. Τον δικό μου τον βρήκα ανάμεσα σε κάτι πασχαλινά σοκολατένια αυγά. Ήτανε νεογέννητος. Τόσος δα μικρός. Με τη βία μέτραγε τρεις πόντους από το μουσούδι μέχρι την ουρά. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι είναι. Νόμισα πως είναι πεταλούδα. Είχε βλέπετε φτερά. Μεγάλα. Πολύχρωμα. Είχανε ‘πάνω τους όλα τα χρώματα της Ίριδας. Όταν πήγα να πιάσω το δράκο μου, στρίγκλισε, έβγαλε τεράστιες φωτιές από τα ρουθούνια του και μου τσουρούφλισε το χέρι. Μέρες μετά, βρομοκοπούσα σαν κοτόπουλο. Του ‘ριξα κι’ εγώ ένα κανάτι νερό. Tον έκανα λούτσα το δράκο. Να μάθει. Σβήσανε που λες οι φωτιές από τα ρουθούνια του κι’ άρχισε να κλαίει σπαρακτικά. Βαρέθηκα τις τσιρίδες του, τον λυπήθηκα, τον στέγνωσα με μια χαρτοπετσέτα, τον τάϊσα μ’ ότι είχα πρόχειρο -καραμέλες ούζου, τσιπς, μπαγιάτικο τουρλού, τυρί φέτα, ζαχαρούχο γάλα βλάχας- κι’ αποφάσισα να τον κρατήσω για αναπτήρα.
Τον βάφτισα Ρόνσον, γιατί ένας αναπτήρας που είχε ο μπαμπάς μου -μάρκας Ρόνσον- του ‘μοιαζε. Είχε χοντρή κοιλιά κι’ έβγαζε ίδια φλόγα. Άμα δεν πρόσεχες και τον κράταγες κοντά στα μούτρα σου, σου έκαιγε τα ματοτσίνορα, τα μουστάκια, τα φρύδια και τις τρίχες της μύτης.
Στην αρχή η γυναίκα μου δεν τον ήθελε τον Ρόνσον. Καθόλου. Της βρώμιζε λέει την κουζίνα, κούρνιαζε και τραμπαλιζότανε στο πολύφωτο και κατουρούσε παντού. Όταν της απέδειξα πως είναι χρήσιμος για να φτιάχνει καφέ ζεσταίνωντας το μπρίκι, άλλαξε γνώμη. Τον ήθελε. Άντε βγάλε άκρη. Οι γυναίκες είν’ ακατανόητα πλάσματα. Αν και έχω με δαύτες τεράστια εμπειρία, ποτέ δεν τις κατάλαβα. Τώρα δηλαδή που τον θέλει -για να καταλάβω- δεν της βρωμίζει -ο τσαπατσούλης- την κουζίνα και δεν ουρεί ασυστόλως;
Από την μέρα που τον έσβησα, ο Ρόνσον με φοβότανε. Όλοι οι δράκοι του φημισμένου είδους Dragon Tremblingus όπως ο περί ου, έχουνε μια παθολογική φοβία με τους πυροσβέστες. Αυτός, επειδή ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητος, θεώρησε ευθύς εξ’ αρχής -επειδή φατσικά είμ’ αγριάνθρωπος- πως είμ’ ο αρχηγός του πυροσβεστικού σώματος και μ’ έτρεμε. Με το που τον αγριοκοίταζα -όταν έκανε αταξίες- κατέβαζε την κεφάλα του κι έτρεχε να κρυφτεί στην τσέπη μου. Άρχισε όμως να μεγαλώνει. Να χοντραίνει. Στους δύο μήνες επάνω, όλες μου οι τσέπες ήτανε καμμένες και ξεχειλωμένες. Αποφάσισα λοιπόν να τον κάνω κατοικίδιο. Αγόρασα ένα βιβλίο που μου συστήσανε θερμά, με τίτλο: «Η ΙΡΛΑΝΔΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΝ ΤΩΝ ΑΙΜΟΒΟΡΩΝ ΔΡΑΚΩΝ», το διάβασα προσεκτικά και μετά την πρώτη ‘βδομάδα το πέταξα. Ήταν άχρηστο. Είχε μέσα απόψεις παλιομοδίτικες, αυταρχικές και βλακώδεις που αντίκεινται στις ιδέες μου για την σύγχρονη παιδαγωγική. Να σκεφτείτε πως στο πρώτο κεφάλαιο έλεγε:
«Να κρατάτε πάντα το μαστίγιο στο δεξί χέρι -μη διστάσετε να το χρησιμοποιήσετε- και την ασπίδα σας στ’ αριστερό. (Αν είστε αριστερόχειρ, αντιστρόφως). Μη πλησιάζετε πολύ τους δράκους. Είναι άγριοι. Πάρτε τους αμέσως τον αέρα. Μόνον έτσι θα γίνουν υπάκουοι».
Έκανα αυτολεξί ότι έλεγε το βιβλίο. Πήρα το μαστίγιo στο δεξί μου χέρι, διότι είμαι δεξιόχειρ, αν και αριστερός, πήρα ένα μεγάλο καπάκι κατσαρόλας στ’ αριστερό για ασπίδα, έβαλα τον δράκο μου σ’ ένα μεγάλο γυάλινο δοχείο που η γυναίκα μου ονομάζει βάζο δια άνθη και το έκλεισα. Ερμητικά. Ύστερα απομακρύνθηκα διότι οι δράκοι -κατά το βιβλίο- είναι άγριοι. Τότε, και μόνο τότε, πήρα τον αέρα από το βάζο. Ο Ρόνσον άλλαξε χρώμα. Από πράσινος του γρασιδιού που είναι στο φυσικό του, έγινε κομμουνιστής σαν εμένα. Ύστερα γύρισε τ’ ανάσκελα και άρχισε να χτυπιέται στριφογυρίζοντας λες και τον είχα βάλει σε μπλέντερ. Εγώ κοίταζα προσεκτικά για να δώ πως θα γίνει υπάκουος τώρα που του πήρα τον αέρα. Δεν έγινε υπάκουος. Έσπασε το βάζο. Με τον κρότο, η γυναίκα μου ήρθε καλπάζοντας.
«Τι έκανες πάλι βρε τύρρανε» με ρώτησε.
«Τίποτα» απάντησα αθώα.
«Πως τίποτα; Ποιος έσπασε το βάζο μου;»
«Ο Ρόνσον».
«Δε ντρέπεσαι κοτζάμου μαντράχαλος να ρίχνεις το φταίξιμο σε κάτι τόσο μικρότερο από σένα;»
«Μα αυτός το έσπασε».
«Έστω. Αυτός το έσπασε. Εσύ τι κάνεις με το μαστίγιο και το καπάκι της κατσαρόλας;»
«Τον εκπαιδεύω».
«Με το μαστίγιο που δέρνεις εμένα; Σου το απαγορεύω. Είσαι αναίσθητος. Αυτό στο είχα πάρει στην επέτειό μας για να δέρνεις εμένα αλύπητα. Όχι για να εκπαιδεύεις δράκους».
«Μα εσένα δεν σε δέρνω. Ποτέ. Αντίκειται στις αρχές μου. Είμαι δηλωμένος φεμινιστής. Γι’ αυτό με παντρεύτηκες».
«Δεν έχει σημασία. Το μαστίγιο ήτανε για μένα».
Άντε βγάλε άκρη. Οι γυναίκες είναι ακατανόητα πλάσματα. Αν και έχω τεράστια εμπειρία μ’ αυτές ποτέ δεν τις κατάλαβα.
«Δεν μου λές... Αυτός τι έπαθε;» με ρώτησε δείχνωντας τον Ρόνσον που ήταν ανάσκελα ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά.
«Ξέρω ‘γώ;»
«Δεν ανασαίνει».
«Έτσι πρέπει. Του πήρα τον αέρα».
«Για ξαναπέστο...»
«Του πήρα τον αέρα».
«Είσαι τρελλός; Θεέ μου... Παναγίτσα μου... Θα πεθάνει...»
«Δεν πεθαίνει. Θα γίνει υπάκουος. Έτσι γράφει το βιβλίο».
«Θα πεθάνει!»
«Μμμμμ... Εσύ όλα τα ξέρεις...»
«Θα πεθάνει σου λέω. Θα πεθάνει!!!!.... Κάνε του τεχνητή αναπνοή. Τώρα!!!».
«Δεν μου λές; Νομίζεις πως με τις φωνές θα καταφέρεις τίποτα;»
«ΤΩΡΑ!!! Κάνε τεχνητή αναπνοή. ΤΩΡΑ!!!» ούρλιαξ’ η υστέρω σ’ έξαλλη κατάσταση.
Υπάκουσα. Όταν οι γυναίκες εξαγριώνονται και παθαίνουν εξάψεις κλιμακτηρίου, αυτό πρέπει να κάνει ο καθένας. Δεν ωφελεί η αντιπαράθεση λογικών επιχειρημάτων. Τι να τους πεις; Πως οι δράκοι -γενικώς- είν’ επικίνδυνα πλάσματα; Πως είναι άγριοι; Πως είν’ αιμοδιψείς; Πως είναι θηριώδεις; Πως απαγάγουν βασιλοπούλες και τρώνε ζώντες όσους πάνε να τις ελευθερώσουν; Πως είναι στη φύση τους να βιάζουν ανυπεράσπιστες κορασίδες; Ένας δράκος -το γράψαν οι εφημερίδες- αυτό ακριβώς έκανε. Βίαζε αθώες υπάρξεις. Συνελήφθη δε -κατόπιν αιματηρής μάχης- από μία κορασίδα που ήτο ακόρεστος και ήθελε να βιασθεί κι άλλο. Οι γυναίκες δεν κατανοούν την διαλεκτική και την συνακόλουθη σύνθεση απόψεων. Δεν είναι στη φύση τους. Έκανα λοιπόν στο κτήνος τεχνητή αναπνοή. Σιχάθηκα ελαφρώς, αλλά του την έκανα. Σε λίγο οι φολίδες του ξαναγίνανε πράσινες. Ζωντάνεψε το τέρας.
«Μιά χαρά είναι» είπα στην γυναίκα μου.
«Τι κατάλαβες που μου φώναζες;»
«Άμα σε ξαναπιάσω να κάνεις τέτοιες αηδίες με τον Ρόνσον, θα πας από το χέρι μου» με απείλησε.
«Το μαστίγιό μου».
Της το ‘δωσα. Έφυγε βιαστική. Πήγε να πλύνει τα πιάτα, να μας μαγειρέψει, να πλύνει, να τηλεφωνήσει στις φίλες της και να κάνει γενικώς γυναικείες δουλειές τις οποίες εγώ αν και φεμινιστής απεχθάνομαι. Άναψα τσιγάρο με τον Ρόνσον. Μετά, του έμαθα να κάνει σούζα. Μάθαινε γρήγορα και περίεργο πράγμα, ήταν απολύτως υπάκουος. Τότε ήτανε που πέταξα το βιβλίο. Το οικόσιτο το είχα εξημερώσει πλήρως. Μ’ ελάχιστη προσπάθεια. Άνευ μεθόδου.
Τις επόμενες ημέρες ο Ρόνσον έκανε τα εμβόλιά του, έμαθε που να χέζει, που να κατουράει, πως να κάνει γιουβαρλάκια, πως περπατάει ο γέρος και πως να παίρνει μέτρα ασφαλείας με το φλογοβόλο που ‘χει στην μύτη, όταν βρίσκεται κοντά σε βιβλία, για να μη γίνουμε παρανάλωμα του πυρός. Όταν του ‘μαθα και ελληνικά για να συνενοούμεθα, η ταχύρυθμος εκπαίδευσή του είχε ολοκληρωθεί. Μπορούσαμε να δούμε μαζί ματς του τσάμπιονς ληγκ στην τηλεόραση, τρώγωντας ποπ κορν, να συζητήσουμε για την ποιότητα των εκπομπών καλόπιστης κοινωνικής κριτικής και τους πολιτικούς που παρήλαυναν στα παράθυρα. Στον Ρόνσον αρέσανε πολλά απ’ αυτά που βλέπαμε. Πιο πολύ απ’ όλα του αρέσανε οι διαιτητές, οι πρωϊνές κυρίες -που τις έβρισκε αφάνταστα νόστιμες- κι’ οι πολιτικοί της δεξιάς. Ήθελε να τους φάει. Όλους. Όταν του εξήγησα πως δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους, ρώτησε:
«Γιατί;»
« Πρώτον διότι είμεθα χριστιανοί και όχι κανίβαλοι και δεύτερον διότι μας το απαγορεύουν οι νόμοι...».
«Να τους αλλάξετε τους νόμοι» μου αντέταξε.
«Είναι κακοί».
«Τρίτον» συνέχισα απτόητος, «διότι όλοι στη γη που την πατούμε κι’ όλοι μέσα της θα μπούμε, πρέπει να είναι σεβαστοί, ακόμα κι’ αν δεν συμφωνούμε μαζί τους... Θα ‘δινα και την ζωή μου για να ‘χουν όλοι το δικαίωμα να λένε την γνώμη τους ελεύθερα».
«Γιατί;»
«...και τέταρτον» αυτό το είπα απαθώς, μ’ όση ειρωνία και κακό βρεττανικό χιούμορ διέθετα ως έλλην «διότι αυτοί δεν τρώγονται...»
«Και βέβαια τρώγονται» μου είπε.
«Στο φούρνο με πατάτες».
Είχα συγχιστεί. Όλο αντιρρήσεις ήτανε το ζώον. Τίποτα δεν ένοιωθε από πολιτισμό. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως η υπακοή στους νόμους είναι εκ των ουκ άνευ για τη δημοκρατία.
«Ο Σωκράτης που ήτανε σοφός» του είπα υπομονετικά, «καταδικάστηκε αδίκως και όμως έκατσε στη φυλακή -ενώ του λέγανε να φύγει- και ρούφηξε και κώνειο -που είναι δηλητήριο- για να μην παραβεί τους νόμους της πολιτείας που τον καταδίκασε. Προσωπικά τονε θεωρώ πολύ σωστό άτομο. Ασυζητητί θα ‘κανα το ίδιο. Πεθαίνοντας «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος» έδωσε το καλό παράδειγμα σ’ όλους μας».
«Δηλαδή ψόφησε;»
«Τελείως» απάντησα καταφατικά αν και δεν συμφωνούσα με το ρήμα που χρησιμοποίησε.
«Βλάκας ήτανε» μου αντέτεινε με όλο το θράσος της νεαρής του ηλικίας.
«Ήταν άδικοι οι νόμοι;»
«Ήταν».
«Άμα την έκανε και θα γλύτωνε τη ζωή του και θα εξακολουθούσε να διδάσκει και με την σοφία του μπορεί ν’ άλλαζε στην πορεία τους νόμους και να γλύτωνε αργότερα και κανένα συμπολίτη του απ’ το κακό κι’ απ’ τ’ άδικο».
«Ναι. Εντάξει. Αλλά έτσι θα παράβαινε τους νόμους που ήδη υπήρχαν».
«Ε, και;»
Αδύνατον να καταλάβω πως σκέφτονται τα τέρατα κι’ οι γυναίκες. Οι γυναίκες όπως προανέφερα είναι ακατανόητα πλάσματα. Αν και έχω τεράστια εμπειρία μ’ αυτές ποτέ δεν τις κατάλαβα. Το ίδιο φαίνεται πως θα μου συμβεί και με τους δράκους. Έτσι, άλλαξα κουβέντα.
«Ο Ρονάλντο πως σου φαίνεται; Παίχτουρας έτσι;»
«Νόστιμος».
«Σταμάτα να ‘χεις όλο το φαΐ στο μυαλό σου»
«Γιατί; Υπάρχει τίποτα καλύτερο;»
«Οι γυναίκες».
«Εσύ λες συνέχεια πως δεν τρώγονται».
«Μερικές τρώγονται».
«Ποιες;» με ρώτησε με ελπίδα.
«Φάε το ποπ κορν σου» του είπα αυστηρά.
«Μετά, θα πλύνεις τα δόντια σου και θα πας κατευθείαν στο κρεβάτι σου. Θα κάνεις νάνι. Μην ακούσω κιχ έτσι; Και μη ξεχάσεις να κάνεις την προσευχή σου».
«Θα με σκεπάσεις;»
«Θα σε σκεπάσω» του είπα καρτερικά.
«Θα μου πεις και παραμύθι;»
«Άμα είσαι καλός...»
Έφαγε το ποπ κορν, έγλυψε το πιάτο με την φιδίσια γλώσσα του για να καθαρίσει, το ‘ψησε με τη φλόγα της μύτης του για να το αποστειρώσει σκοτώνοντας τα βακτηρίδια, έξυσ’ ακαμάτης τ’ αχαμνά του, ανακλαδίστηκε, χασμουρήθηκε μια δυο φορές βρυχόμενος, βάζοντας το χέρι του διακριτικά μπροστά -για να μην κάψει το σύμπαν σαν άλλος Ηρόστρατος- σηκώθηκε, άνοιξε τα νυχτεριδέ φτερά του, μάζεψε την ουρά του κι είπε μονολεκτικά:
«Πάμε».
Πήγαμε. Εγώ περπατώντας. Εκείνος πετώντας. Έπλυνε τα δόντια του κάνοντας γκριμάτσες σιχαμάρας, έκανε γονατιστός την προσευχή του ευλαβικά, αντικαθιστώντας το κομμάτι που ‘λεγε: «τον άρτον υμών τον επιούσιον» με την φράση: «τον εχθρόν υμών τον επιούσιον», ξάπλωσε, τον σκέπασα, του είπα ένα παραμύθι με μάγισσες που είχανε τρίχες στην μύτη τους, πετάγανε στο φεγγαρόφωτο στα μαύρα μεσάνυχτα καβάλα σε σκουπόξυλα κάνοντας ατιμίες και αιρετικά πράγματα, το τέρας γλάρωσε, η ανάσα του έγινε ρυθμική, τίναξε κάμποσες φορές το πόδι του λες κι είχε πατήσει σκατά και ξεράθηκε.
Την άλλη μέρα, επειδή ήτανε καλός κι ήσυχος, αποφάσισα να του κάνω ένα δωράκι έκπληξη. Τον έβαλα μέσα στον «Σπινθήρα» και τον πήγα βόλτα στην θάλασσα με τη δεσποσύνη της καρδιάς μου. Σκέφτηκα πως η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Πως μια ζωή την έχουμε. Πως η γυναίκα μου μαραζώνει κεντώντας ολημερίς κι ολονυχτίς ένα αντίγραφο του τάπητα του Μπαγέ κλεισμένη στο κάστρο μας. Πως πρέπει να χαρούμε τα δώρα της φύσης. Να φάμε κανένα ψαράκι ως ιππόται και άνθρωποι, να πλατσουρίσουμε και να χαρούμε τη φθήνεια που έκανε την χώρα μας διάσημη στα πέρατα του κόσμου.
Ο Ρόνσον φοβήθηκε την θάλασσα. Πολύ νερό...
Αγκάλιασε το κεφάλι του, να μην βλέπει, και κοντανάσαινε έντρομος. Στάθηκε αδύνατο να τον πείσω πως η ηλιοθεραπεία θα του κάνει καλό. Πως τα ψαράκια έχουνε μέσα τους ωμέγα τρία που κάνει τα λέπια να λάμπουνε και να τρίζουν από καθαριότητα. Μας έβγαλε ξυνή την εκδρομή ο χέστης. Αποφάσισα να μην του ξανακάνω έκπληξη. Απο ‘δω κι’ εμπρός θα κάναμε εκδρομές -αφού συμφωνούσαμε- μόνο σε βουνά, πεδιάδες και ερήμους. Σε στεγνά μέρη. Σε τίποτα που να ‘χει λίμνες, ποτάμια ή πισίνες. Η Σαχάρα, και η έρημος Γκόμπι όταν τις ανέφερα στον Ρόνσον, του φάνηκαν ιδεώδεις τόποι διακοπών. Ύστερα από ώριμη σκέψη αποφάσισε πως η Σαχάρα ήτανε το ιδανικό μέρος. Ενθουσιάστηκε. Εμένα η επιλογή δεν με τρέλανε τόσο. Προτιμούσα να δω τους Μογγόλους. Η γυναίκα μου δε θέλησε να συμμετάσχει στη χαρά μας. Καθόλου.
«Να τον πάρεις και να πάτε» μου είπε όταν της πρότεινα αυτό το υπέροχο περιπετειώδες ταξίδι στη Σαχάρα που θα βλέπαμε πολλές καμήλες, βεδουίνους και τεράστιους αμμόλοφους.
«Και δε χρειάζετε να γυρίσετε σύντομα...»
Αυτό, μου φάνηκε σαν αιχμή. Από την άλλη, οι γυναίκες είναι ακατανόητα πλάσματα. Αν και έχω τεράστια εμπειρία μ’ αυτές, ποτέ δεν τις κατάλαβα. Έτσι, μπορεί να κάνω λάθος. Κατόπιν όμως τούτου του λόγου της που με πίκρανε πολύ, πήρα τον Ρόνσον μου, πήγαμε στην Σαχάρα, στα βάθη της και έκτοτε αγνοούμεθα. Μην κλάψετε. Ήτανε μοιραίο να συμβεί. Έτσι χάνονται οι ποιητές.

Kostas Vostantzoglou: Σχετικά με τον συντάκτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου