Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι

Kostas Vostantzoglou


1912. Ήτανε εικοσιδυό χρονών. Καλά - καλά δεν είχε χνούδι στα μάγουλα. Από τότε που θυμότανε τον εαυτό του, πάντα πρώτος ήτανε. Πάντα πρώτος. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στα αγωνίσματα, πρώτος μπήκε στη Νομική, πρώτος στο γλέντι, πρώτος στο τραγούδι, πρώτος από την παρέα που κατατάχτηκε - εθελοντής - μόλις η πατρίδα χρειάστηκε τα παιδιά της να πατήσουνε τις πέντε ηπείρους και να κολυμπήσουνε τις εφτά θάλασσες. Όταν του δώσανε -μιας και ήταν ο καλύτερος- τη σημαία του συντάγματος με τον άσπρο σταυρό, να κόβει στα τέσσερα το γαλάζιο τ’ ουρανού, το θεώρησε φυσικό κι ας καμάρωσε σαν το γύφτικο σκεπάρνι. Δεκανεύς Στρατού Ξηράς Βασίλειος Σ., σημαιοφόρος. Ωραία ακουγότανε στ’ αφτί. Μη σου πω που όλοι οι άλλοι στο λόχο του τονε ζηλεύανε. Το ‘βλεπε στα μάτια τους. Δεν είναι μικρό πράγμα να ‘σαι πρώτος. Η αδερφή του -τη λάτρευε- θα ‘τανε περήφανη. Όλο γι’ αυτόν θα μίλαγε στις φιλενάδες της. Θα τους τον προξένευε.

Στην παρέλαση, πριν φύγουνε για το μέτωπο, προχώραγε μπροστά, καμαρωτός, ίσιος σαν το κυπαρίσσι με το ιερό πανί να ανεμίζει από πάνω του. Οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, πίσω. Οι κοπελιές του στέλνανε φιλιά, τον τρώγανε ζωντανό με τα μάτια, τον ραίνανε λουλούδια λες κι ήταν επιτάφιος. Οι γέροι που ‘χανε ζήσει κι άλλους πολέμους, σκουπίζανε με το μανίκι τα μάτια τους καθώς ανατρίχιαζε από περηφάνεια ο σβέρκος κι η σκεβρωμένη ραχοκοκαλιά τους βλέποντάς τον να βαδίζει λεβέντικα με τη σημαία. Τέτοιαν ευτυχία δεν είχε φανταστεί πως μπορεί να τη ζήσει άνθρωπος.

Στην πρώτη μάχη, προχώρησε πρώτος. Πίσω του αριστερά και δεξιά, σε μιαν αραιή σειρά βάδιζε ο υπόλοιπος λόχος του με εφ’ όπλου λόγχη. Ακόμα αριστερότερα ήτανε δυο ακόμα λόχοι. Οι γραμμές τους είχανε χαλάσει γιατί στο έδαφος ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί κάτι θάμνοι. Κάτι βράχια. Κάτι χαντάκια βαθιά.

Στις πρώτες σφαίρες ξαφνιάστηκε. Δε φοβήθηκε. Ξαφνιάστηκε μόνο. Έτσι ήτανε; Αυτό ήταν ο πόλεμος; Συνέχισε να βαδίζει. Πρώτος. Σκόνταψε. Διόρθωσε το βήμα του. Συνέχισε. Ίσα για τους απέναντι. Κοντά στα είκοσι βήματα, του φάνηκε πως όλοι αυτόν είχανε βάλει στο σημάδι. Δεν είχε άδικο. Μια σφαίρα πέρασε τόσο κοντά στ’ αυτί του που το σύριγμά της τον κούφανε. Οι σφαίρες τώρα πέφτανε χαλάζι. Ασυναίσθητα έσκυψε να τις αποφύγει. Πίσω του, ανάμεσα σ’ εκρήξεις, βογγητά, πυροβολισμούς, άκουγε σαν σε όνειρο το κα - κα - κα - κα - κρακ του πολυβόλου και κάτι τρελαμένα ουρλιαχτά. Ο λοχαγός του ήτανε. Αυτός ούρλιαζε. Τι ούρλιαζε;

«Η σημαία δεν υποκλίνεται ρε πούστη!»

Πέρασαν καμπόσες στιγμές μέχρι να καταλάβει πως εκείνα τα έξαλλα ουρλιαχτά απευθύνονταν σ’ εκείνον. Ντράπηκε ίσαμε το μεδούλι. Κοκκίνησε σαν την παπαρούνα ο δόλιος. Σήκωσε ξανά το κορμί του λεβέντικα.

Την έφαγε στο φρύδι.

Η αδερφή του, η γιαγιά μου, ίσαμε που πέθανε στα ενενήντα τόσα της, δε μας είχε μιλήσει γι’ αυτόν. Κανένας δε μίλαγε γι’ αυτόν. Η μόνη θύμησή του βρέθηκε στρωμένη στο συρτάρι ενός παλιού κομοδίνου. Μια κιτρινισμένη εφημερίδα που ανάγγελε στην πρώτη σελίδα πως νικήσαμε και στην τελευταία, κάτω δεξιά, σε μονόστηλο, ξερά, πως ο δεκανεύς Βασίλειος Σ., έπεσε.

Πρώτος...

Γι’ αυτό, για το που ‘πεσε πρώτος, τιμήθηκε από την πολιτεία. Γίνηκε δρόμος.

Αδιέξοδος.



Kostas Vostantzoglou: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου