Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Τα λέγκο μου

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης


Κάποια δικά μου Σαββατόβραδα τρώνε άσπρα πασατέμπο, μαλλί της γριάς και γλυκό βανίλια. Νωρίς το απόγευμα παίζουνε με τους φίλους τους μπαλάκια, πετάνε κρίκους σε μπουκάλια και σημαδεύουν στόχους με το αεροβόλο στο λούνα παρκ, μετά κάνουν με το ποδήλατο ένα γρήγορο πέρασμα από την πλατεία του χωριού που είναι μαζεμένα όλα τα κορίτσια και στο τέλος φοράνε τις πιτζάμες τους, πίνουν ένα ποτήρι γάλα κακάο, πλένουνε τα δόντια και ξαπλώνουν στο κρεβάτι για να δουν ελληνική ταινία με τον Βέγγο, τον Γκιωνάκη ή τη Βασιλειάδου. Σε δέκα το πολύ λεπτά θα αρχίσουν να τρίβουνε τα μάτια τους και αμέσως θα νιώσουνε τα βλέφαρά τους να βαραίνουν και τη σκέψη τους να ξεμακραίνει, για να παραδοθούν, τελικά, με ανοιχτό στόμα και ελαφριά αναπνοή στα πιο όμορφα όνειρά τους.

Κάποια δικά μου Σαββατόβραδα ονειρεύονται τους ήρωες των παιδικών τους χρόνων. Ότι ανταγωνίζονται τον Καρνέισον για να βγάλουνε τη Λόλα από τη φωτιά ή ότι δοκιμάζουνε από το σπανάκι του Ποπάι για να τσαμπουκαλευτούν με τους νταήδες του σχολείου ή ότι ετοιμάζουν ενέδρα μαζί με τον λοχία Σόντερς σε μια στρατιά Γερμαναράδων ή ότι υπερασπίζονται τον ινδιάνικο καταυλισμό των Σιου ενάντια στους λευκούς κατακτητές της άγριας δύσης. Και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, τινάζονται απότομα από το κρεβάτι, πηγαίνουνε για τσίσα τους στην τουαλέτα κουτουλώντας στον διάδρομο και γρήγορα γρήγορα επιστρέφουν στο δωμάτιο για να κρυφτούν μες στα ζεστά παπλώματα από τον φόβο της Κυριακής που πλησιάζει.

Κάποια δικά μου Σαββατόβραδα αρνούνται πεισματικά να γίνουν Κυριακή. Γιατί έχουν να πάνε εκκλησία το πρωί και να ντυθούνε παπαδάκια, μετά να σκουπίσουν και να τακτοποιήσουν το δωμάτιό τους ή να βοηθήσουν τον μπαμπά τους στις δουλειές της αποθήκης, το μεσημέρι να φάνε ξανά κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο και νωρίς το απόγευμα να φορέσουνε τις ίδιες κυριακάτικες μελαγχολίες. Για μια Δευτέρα που έρχεται την άλλη μέρα βιαστική. Και έχουν πολλά διαβάσματα την Τρίτη. Κατηχητικό με την κυρία Ευδοξία το απόγευμα της Τετάρτης. Διαγώνισμα στην ορθογραφία ή την αριθμητική την Πέμπτη. Και εκείνη την ανυπόφορη προσμονή του σ/κ, που δεν τους αφήνει σε ησυχία από τα πολύ ξημερώματα της Παρασκευής μέχρι νωρίς το μεσημέρι της ίδιας μέρας.

Διασώζω μπόλικα τέτοια σαββατόβραδα, ειδικά στις πιο σαββατιάτικες γραφές μου. Όταν όλος ο κόσμος διασκεδάζει αποδώ και αποκεί, ενώ εγώ βρίσκω και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου μπρος την οθόνη του υπολογιστή, κυκλωμένο από την έγνοια των πιο ενοχλητικών Κυριακών που συνεχίζουν ερήμην μου να ξημερώνουν. Με τις ίδιες μελαγχολίες μιας Δευτέρας και μιας Τρίτης και μιας Τετάρτης και μιας Πέμπτης και μιας Παρασκευής – συν την ενήλικη συνείδηση του ξοδεμένου χρόνου και της άδειας καθημερινότητας. Και είναι ακριβώς εκείνες οι ώρες που μη έχοντας τι άλλο να κάνω, κάθομαι και αραδιάζω στην οθόνη του υπολογιστή λέξεις και φράσεις σαν να ήταν παιδικά λέγκο, τις ταιριάζω σε προτάσεις, σχηματίζω παραγράφους και τελειώνω μικρά διηγήματα σαν και αυτό εδώ, με την φρούδα ελπίδα να στεγάσω σε ένα κείμενο το σπίτι των παιδικών μου χρόνων μαζί με όλες τις σχετικές μου αναμνήσεις.

Στο μεταξύ το σπίτι των παιδικών μου χρόνων έχει εδώ και σαράντα χρόνια εγκαταλειφθεί από τον ένοικό του. Μια χοντρή αλυσίδα σκουριάζει στην αυλόπορτά του. Κισσοί σκαρφαλώνουν στους τοίχους του. Ένα ξεμανταλωμένο παράθυρο χτυπάει με το πρώτο φύσημα του αέρα. Οι σοβάδες της βορινής πλευράς έχουν αρχίσει να ξηλώνονται. Τα ξύλα της κεραμοσκεπής είναι όλα σαπισμένα. Οι υδρορροές κρέμονται ξεχαρβαλωμένες στο μπαλκόνι. Αγκαθερές τριανταφυλλιές, πυκνές ακακίες, πανύψηλα χορτάρια και άγρια βατόμουρα φράζουνε την είσοδό του.

Λέω για την κεντρική είσοδο του σπιτιού που άνοιγε σε έναν μακρύ, πνιγηρό και λαβυρινθώδη, όπως τότε μου φαινότανε, διάδρομο. Η κουζίνα ήταν από αριστερά. Μια κρεβατοκάμαρα, ένα παιδικό, ένα δεύτερο παιδικό από δεξιά και απέναντι ακριβώς το σαλόνι. Με τον καναπέ, τις καρέκλες, μία πολυθρόνα αλά Λουδοβίκο και ένα επτάχρονο αγοράκι καθισμένο στη φλοκάτη μπροστά στην αναμμένη ξυλόσομπα. Η μάνα του μέσα ετοιμάζει το κοτόπουλο με τις πατάτες που θα ψήσει την άλλη μέρα στον ηλεκτρικό φούρνο, ο πατέρας του ταΐζει τα ζωντανά στο μαντρί κι οι αδελφές του διαβάζουν τα μαθήματα της βδομάδας στο δικό τους το δωμάτιο. Κάθεται λοιπόν μονάχο και συναρμολογεί με τα λέγκο που του ’φερε η νουνά του το σπίτι των ενήλικών του χρόνων.

Το ονειρεύεται διώροφο, χωρίς λαβυρινθώδεις διαδρόμους και άγριες βατομουριές, με μεγάλο κήπο, υπόγειο γραφείο, μία μαμά, δύο κόρες κι έναν μπαμπά που τις πιο σαββατιάτικες γραφές του έχει το χούι να τις αφιερώνει στα όμορφα σαββατόβραδα των παιδικών του χρόνων, κι ας μην ήταν κατ’ ανάγκη όμορφα.

Πηγή: artinews.gr



Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου