Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Χειμωνιάτικες υπνοβασίες

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης


Τα πιο παγερά βράδια των παιδικών μου χρόνων ξενυχτούν ακόμη στο κρεβάτι και στο δωμάτιο και στο μυαλό μου. Γύρω στις δυο με τρεις τα ξημερώματα, ή λίγο αργότερα. Κατά προτίμηση, τον χειμώνα. Με τον Βαρδάρη να λυσσομανά απέξω, την πανσέληνο να κοκαλώνει στον άδειο δρόμο και την πάχνη να πέφτει σαν κατσικίσια φέτα από τον ουρανό.

Όθεν η μέχρι πρότινος συνήθειά μου να κλειδώνω από μέσα την πόρτα του υπνοδωματίου, αλλά όχι από τον φόβο των άλλων. Μικρός όταν ήμουν, με έβρισκαν να υπνοβατώ στην αυλή, στον απέξω δρόμο και ακόμη πιο μακριά, στο ηρώο του χωριού. Με τις πιτζαμούλες μου, με τις καλτσίνες μου και με ένα ξυμένο μολυβάκι στο χέρι. Αγνοώ ποιο όνειρο έψαχνα στον ύπνο μου να ζήσω, αλλά μπορώ καταρχήν να υποθέσω είτε μια παράταση στα απογευματινά παιχνίδια με το κρυφτό, τα αγαλματάκια ακούνητα, τα πολεμικά και το κυνηγητό είτε ένα γκράφιτι έξω από το σπίτι της αγαπημένης μου γειτονοπούλας με μια πληγωμένη καρδούλα και δυο ονόματα στην ουρά και στη μύτη του βέλους είτε μια διαφυγή από το πρωινό σχολείο με την κυρία Ευδοξία να ελέγχει σχολαστικά την αριθμητική, την ανάγνωση, τα αυτιά και τα νύχια μου.

Εγώ πάντως από την πλευρά μου έκανα ό,τι μπορούσα για να προφυλαχτώ από τις ακούσιες νυχτερινές μου βόλτες. Έτρωγα ελαφριά το βράδυ, πήγαινα από νωρίς για τσίσα μου, επαναλάμβανα με ευλάβεια την προσευχή, έπαιρνα αγκαλιά το αρκουδάκι μου, καληνύχτα μπαμπά, καληνύχτα μαμά, καληνύχτα αδελφούλες φώναζα, άφηνα τις παντούφλες κάτω από το κρεβάτι, κουκουλωνόμουν με το πάπλωμα κι έσβηνα το φως. Τις περισσότερες φορές μ’ έπαιρνε αμέσως ο ύπνος και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις ήμουν αναγκασμένος να μετράω τις δεκατέσσερις αγελάδες του παππού μου, την Ασπρούλα, την Καφετούλα, την Μάι-Μάι, το Αντιγονάκι κι όλες τις άλλες, που τύχαινε αρκετά συχνά κι ο ίδιος να βοσκάω. Και όταν πάλι δεν έπιανε ούτε αυτή η μέθοδος, καθόμουν και σκεφτόμουν τις ιστορίες που αράδιαζε ο παππούς μου όταν ξεμπέρδευε με το άρμεγμα και με το τάισμα των ζωντανών του.

Ήρθαν με όπλα, φορτηγά και τανκς. Και σηκώσαν όλο το χωριό στο πόδι. Τρεις μέρες έκανε ο ίδιος χωμένος σε μια αλεπουδοσπηλιά. Ούτε προς νερού του δεν έβγαινε έξω. Το πρωί της τέταρτης είδε το κακό που έγινε. Το χωριό καμένο. Οι μισοί συγχωριανοί του εκτελεσμένοι. Έσκυψε το κεφάλι μπρος στις μανάδες, στις αδελφάδες και στις γυναίκες των νεκρών. Σαν να ντρεπότανε που γλίτωσε. Κι έπεσε με τα μούτρα στις δουλειές. Στα ζωντανά, στους κήπους, στα χωράφια. Να στρώσει λίγο τη ζωή του. Να ξεχάσει. Αλλά με την απελευθέρωση, τον πιάσανε. Έξω από το σπίτι τον δέρνανε, μπροστά στον άρρωστο πατέρα του. Δόντια, μύτη, δεξί χέρι, όλα σπασμένα. Τον πήγανε πρώτα φυλακή κι ύστερα τον στείλανε εξορία. Σε ένα νησί, πολύ μακριά από το χωριό. Ούτε ένα δέντρο, ούτε μια καρέκλα, ούτε ένας δρόμος. Μόνο σκηνές. Χειμώνα, καλοκαίρι σε σκηνές. Ολημερίς δουλειά και το βράδυ καψώνια. Να τρέχουν γύρω γύρω γυμνοί ή να βαράει ο ένας τον άλλον ή να τους πετάνε στην παγωμένη θάλασσα. Και στην παράταξη έκαναν κάθε πρωί μαθήματα. Για την ιστορία, για τα θρησκευτικά και για τους εχθρούς της πατρίδος. Δεν άντεξε άλλο ο παππούς. Έβαλε την υπογραφή για να γυρίσει πίσω. Μόνο που τον κοιτούσαν με μισό μάτι οι γείτονες. Ότι πρόδωσε. Κι ούτε καλημέρα δεν του έλεγαν. Μονάχος του στο καφενείο. Μαύριζε και πιανόταν η καρδιά του. Ιδίως όταν περνούσε από το ηρώο. Με τα ονόματα των εχτελεσμένων. Ένας αδελφός θαμμένος εκεί πέρα, τρία ξαδέλφια, δυο θείοι του από την πλευρά της μάνας του, ένας καρδιακός φίλος, όλοι οι συμμαθητές του από το σχολείο κι ένα κορίτσι που πολύ πολύ το αγαπούσε.

Τι ακριβώς έγινε μετά δεν ξέρω. Ούτε θα μπορέσω ποτέ να μάθω. Υποθέτω ότι κλείστηκε στη στάνη, έπιασε παρέες με τα ζωντανά του και άρχισε να αραδιάζει στον οχτάχρονο εγγονό του, δηλαδή σε μένα, τις ιστορίες του με την ίδια πάντα φράση, όταν έφτανε στο θέμα του ηρώου: «με αυτουνούς θα έπρεπε να είμαι». Αλλά ο θλιμμένος μου παππούλης έμελε να φύγει σαράντα χρόνια μετά τους φίλους, τους συγγενείς και το κορίτσι του. Ένα παγωμένο βράδυ του Δεκέμβρη. Από συμφόρηση. Δυο μέρες βασανιζόταν στο μαντρί χωρίς καμία βοήθεια. Απέξω το χιόνι στοίβες. Τον φαντάζομαι να κυλιέται ανάμεσα στα άχυρα και στις κοπριές, να προσπαθεί να πιαστεί από τα ξύλινα καδρόνια, να σηκώνεται στα γόνατα, να πέφτει κάτω και να ξανακυλιέται ανάμεσα στα άχυρα και στις κοπριές. Και το μόνο που με παρηγορεί είναι η σκέψη ότι δεν θα τον άφησε η Ασπρούλα, η Καφετούλα, η Μάι Μάι, το Αντιγονάκι και τα άλλα του τα ζωντανά χωρίς να τον ζεστάνουν με τα χνώτα τους όση ώρα τον καλούσαν οι νεκροί συντρόφοι.

Κι έμεινα εγώ με την ανάμνησή του και με τις ιστορίες του. Τα πιο παγερά βράδια του χειμώνα. Που σηκωνόμουν από το κρεβάτι στα καλά καθούμενα. Υπνοβατώντας στην αυλή, στον δρόμο και στο ηρώο. Με τις πιτζαμούλες μου, με τις καλτσίνες μου και με ένα ξυμένο μολυβάκι. Που ακόμη δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς το ήθελα και ούτε είμαι σίγουρος αν είχε κάποια σχέση με το όνομα του παππού μου που άρχισε να εμφανίζεται στο μάρμαρο με τους εκτελεσμένους. Αλλά είτε είχε είτε δεν είχε, δεν νομίζω ότι θα καθόταν κανείς από τους χωριανούς να ασχοληθεί σοβαρά με αυτό το θέμα. Αφού ως γνωστόν, εύκολα θαμπώνει, αμέσως ξεβάφει και γρήγορα σβήνει το μολύβι, ακόμη και όταν είναι γραμμένο πάνω σε μάρμαρο.

Στο μεταξύ κατάφερα να γλιτώσω οριστικά και από τις νυχτερινές μου υπνοβασίες. Με το που ερχότανε το βράδυ, κλείδωνα την πόρτα και έκρυβα το κλειδί για να μην το βρίσκω στον ύπνο μου. Καθόμουν μετά και μέτραγα αγελάδες ή στις πιο μεγάλες αϋπνίες μου ανακαλούσα τις ιστορίες του παππού μου. Δυο τρεις φορές βρήκα τον εαυτό μου μισοκοιμισμένο να κλωτσάει την πόρτα, σαν να ήθελα να βγω από το δωμάτιο. Αλλά όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος, ακόμη και την πιο προστατευτική του φυλακή. Μόνο το μολυβάκι θαρρώ ότι υπάρχει ακόμη. Φυλαγμένο στο αριστερό συρτάρι του γραφείου μου. Έτρεφα πάντα την ελπίδα ότι κάπου, κάπως, κάποτε θα μου δινόταν η ευκαιρία να γράψω το όνομα του παππού μου- ας μην είναι και στο μάρμαρο.

Και να, λοιπόν, που ήρθε η ώρα να το γράψω:

Πολυχρονίδης Παναγιώτης της Πολυξένης και του Παντελή, ετών 59.

Πηγή: artinews.gr



Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου