Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Μαζί του...

Κυριακή Μπεϊόγλου


Πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που προσπάθησε να του εξηγήσει πως η μητέρα του είναι πεθαμένη εδώ και τρεις δεκαετίες. Πως δεν έχει νόημα να την περιμένει ώρες ολόκληρες πίσω από την πόρτα.

Πως το παλιό τους σπίτι γκρεμίστηκε και πως δεν χρειάζεται να σηκώνεται τόσο νωρίς πρωί το πρωί ψάχνοντας τα αδέρφια του, γιατί δεν ζούσαν πια μαζί.

Στον κόσμο που ζούσε εκείνος, τις περισσότερες ώρες της μέρας, εκείνη δεν είχε ακόμα γεννηθεί.

Τον τελευταίο χρόνο τής είναι πιο εύκολο να στηρίζει την παραίσθηση της ασθένειας για να διατηρεί τη συνομιλία μεταξύ τους, την επαφή.

Δεν θέλει να ξαναζήσει εκείνες τις απέραντες σιωπές μετά το πρώτο σοκ, τη δυνατή έκπληξη της απώλειας της μνήμης του. Η μεγάλη ανησυχία της ήταν να μη βγει στη γειτονιά και ψάχνει ένα σπίτι που δεν υπάρχει σε μια πόλη που δεν υπάρχει.

Κι επίσης της είναι δύσκολο να καταλάβει πότε είναι πραγματικά χαρούμενος και πότε λυπάται.

Μερικές φορές γελάει με τα πιο απίστευτα πράγματα, ένα χαρτάκι που τσαλακώνει και ξαναδιπλώνει, και άλλες φορές περιγράφει σκιώδεις λογομαχίες με τον πατέρα του και αγανακτεί. Αλλοτε παρακαλάει τη μητέρα του να καταλάβει πως δεν είναι πια παιδί.

Κοιτάζει με απορία συνέχεια το ρολόι, «γιατί δεν ήρθε ακόμα από το γήπεδο;» λέει ξανά και ξανά, και αναφέρεται στον ενενηντάχρονο αδελφό του.

Ο χρόνος που περνά τον κάνει πάντα να απορεί, να ξαφνιάζεται, να επαναλαμβάνεται. Κι εκείνη πηγαίνει συνεχώς μαζί του, συντονίζεται στο ίδιο έτος, στον ίδιο μήνα, στο ίδιο λεπτό. Μαζί του.

Σήμερα είναι στεναχωρημένος γιατί το παντελόνι που του έραψε ο ράφτης -είμαστε στο 1965- δεν του ταιριάζει. «Δεν είναι σωστή η τσάκιση», λέει και ξαναλέει.

Εκείνη το ξέρει καλά αυτό το παλιό γαμπριάτικο παντελόνι. Τον βεβαιώνει πως του πάει μια χαρά. Αλλά δεν τα καταφέρνει.

«Δεν καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις εσύ», λέει και ξαναλέει. Τον ρωτάει τι τον ενοχλεί. «Είναι στραβή η τσάκιση, δεν πέφτει ακριβώς στο κέντρο του παπουτσιού κι αυτό έχει σημασία, θέλω να καταλάβει πως τη σκέφτομαι σοβαρά, πως θα την παντρευτώ, δεν καταλαβαίνεις εσύ...».

Τριγυρνάει αναστατωμένος στο δωμάτιο, χτενίζει προς τα πίσω τα λίγα μαλλιά του, τα βρέχει, όπως παλιά έκαναν οι μανάδες στα μικρά αγόρια. Είναι τώρα ένα αγόρι; Ενας νέος άντρας; Δεν μπορεί να καταλάβει.

Σε λίγο την κοιτάζει με μάτια άτονα, θολά. Κάνει να μιλήσει, αλλά παραμένει σιωπηλός. Το περιβάλλον γίνεται ξανά ανοίκειο γι’ αυτόν.

Εξουθενωμένος κάθεται στην πολυθρόνα. Του σφίγγει το χέρι. «Τι έγινε; Το έριξες το κορίτσι;» «Ναι», λέει εκείνος, «το έριξα, πήγε να φέρει τη μικρή από το σχολείο, θα 'ρθουν όπου να 'ναι, ε;».

«Ναι, ναι, θα έρθουμε οπωσδήποτε», του λέει εκείνη με σιγουριά. Της χαρίζει ένα πλατύ και ανέμελο χαμόγελο σαν αυτό στη φωτογραφία, που εκείνη είναι μια σταλιά και εκείνος ο ωραιότερος μπαμπάς του κόσμου.

Πηγή: efsyn.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου