Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Καβαλάρης στην Καταιγίδα

Του Όττο


Όλα μου φωνάζαν να βιαστώ. Σύννεφα βαριά, απειλητικά, σωριάζονταν απάνω απ’ την Αλεξανδρούπολη, γκαστρωμένα θεομηνία. Ήτανε να μείνω ακόμα μια νύχτα, μα η συντυχιά μου ’κλεισε συνωμοτικά το μάτι. Κείνος που θα συναντούσα την επαύριο, εμφανίστηκε μια μέρα νωρίτερα, απ’ το πουθενά. Μι’ άβολη και δαπανηρή διανυχτέρευση μπορούσε να λείψει, το μόνο που ’θελα ήταν το βράδυ να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου.

Αργά τ’ απόγεμα, το πήρα απόφαση να ξεκινήσω. Διαδρομή μακριά, μοναχική. Το σκοτάδι δεν θ’ αργούσε ν’ απλωθεί απάνω στον μελανιασμένο ορίζοντα, που θαρρείς ερχότανε να με πλακώσει. Δεν γινότανε ν’ αποφύγω τη νυχτερινή οδήγηση, μα άμα μ’ έπιανε και το δρολάπι από πάνω, το ταξίδι θα γινότανε παρακινδυνευμένο.

Στην έξοδο της πόλης είχε ένα πρατήριο με φτηνή βενζίνα, το ’χα σταμπάρει απ’ τον ερχομό. Σταμάτησα, φουλάρισα το ντεπόζιτο κι έβαλα το δρόμο εμπρός μου.

Πάτησα τέρμα γκάζι, έπρεπε να τρέξω πιο γρήγορα απ’ την καταιγίδα, αν ήθελα να φτάσω σπίτι δίχως κακά ξεμπερδέματα.

Μα τόσες ώρες δρόμος δεν αντέχεται στα μουγκά. Ευτυχώς διαθέτομεν κι εμπιτριόφωνο. Είχα από τα πριν φορτωμένες τις λίστες μου, πάνω από χίλια κομμάτια. Μα πρόγραμμα ποιος θα ’κανε· βαρέθηκα ν’ ακούω τα ίδια τραγούδια στη γνωστή κι ανάλλαχτη σειρά. Με το ’να χέρι και το ’να μάτι οδηγούσα, με τ’ άλλα ψαχούλευα τις ρυθμίσεις στο ηχοσύστημα. Τσέκαρα την τυχαία επιλογή κομματιών κι ησύχασα. Το απρόσμενο, το στοιχείο της έκπληξης, ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να μου τσιγκλάει το ενδιαφέρον, ποιο θα ’ναι το επόμενο κομμάτι.

Μα δεν είν’ εύκολο να παραβγείς τα στοιχειά. Μερικά χιλιόμετρα έξω απ’ την Αλεξανδρούπολη, χρειάστηκε να βάλω μπρος τους υαλοκαθαριστήρες, στη χαμηλή σκάλα. Ο δρόμος μόλις νοτισμένος, δεν είχε ακόμα ψυχή η βροχή για να τον μουσκέψει. Δεν έκοψα ταχύτητα, με την παγερή ανάσα της θύελλας στο σβέρκο μου ν’ ανασηκώνει το πετσί μου. Και κείνη, σάμπως να το πήρε προσωπικά, λες και της πάτησα τον κάλο, βάλθηκε να με τυλίξει στ’ ανάερα τρικυμισμένα της δίχτυα.

Λίγο πριν την Κομοτηνή μού ’χε στήσει καρτέρι. Άξαφνα είδα μπροστά μου μιαν υδάτινη κουρτίνα και, πριν προφτάσω να το συνειδητοποιήσω, έπεσα με πάταγο στη χωσιά της. Το σκοτάδι μετατράπηκε σε ζόφο, ο δρόμος σε ποτάμι και το αμάξι αρχίνησε να παραπαίει σα μεθυσμένο. Μανιασμένος, ο άνεμος έστελνε διαγώνιες υδάτινες ριπές να δέρνουν τις λαμαρίνες, που λες και γουβιάζανε με κάθε χτύπο.

Άφησα το πόδι απ’ το γκάζι, να κόψω ταχύτητα. Τότε ξεκίνησε το επόμενο τραγούδι, το Raining Blood των Slayer. Αγριεύτηκα, ανατρίχιασα σύγκορμος. Λένε πως η συγκυρία είναι κόρη της τυχαιότητας. Μα όταν αυτή βγάζει νόημα, τότε ποιον έχει πατέρα; Κοίταξα ασυναίσθητα στο κάθισμα του συνοδηγού. Δεν ήταν πια αδειανό. Μια μορφή μαυροντυμένη, σκυφτή, με κουκούλα, ρέμβαζε με τα σκοτόθωρα μάτια της ν’ ατενίζουν μέσ’ απ’ το παρμπρίζ. Παρ’ το σαν προειδοποίηση, ήχησε υποχθόνια η φωνή απευθείας μες στο κεφάλι μου.

Έκοψα κι άλλο ταχύτητα. Οι ρόδες πετούσαν νερά σα να πιλοτάριζα ταχύπλοο. Έσφιξα τα δόντια για να δαμάσω το τρέμουλο των χεριών μου. Δεν ήθελε πολύ να βαφόταν μ’ αίμα η βροχή στ’ αληθινά. Εντέλει τα κατάφερα. Τουλάχιστον έχω παρέα, είπα, κι ηρέμησα όσο να ’ναι.

Το κομμάτι στο ηχοσύστημα πλησίαζε στο τέλος. Ηχογραφημένος ήχος καταιγίδας και βροντές κεραυνών έκαναν τα ηχεία να τριζοβολάνε. Ήταν λες κι ο έξω κόσμος μπούκαρε στην καμπίνα μου. Κοίταξα τον μπαμπακωτό ουρανό. Αφού με προκαλείς, ρε μπαγάσα, δε θα σου χαλάσω το χατίρι. Ξαναπάτησα το γκάζι.

Με το που τέλειωσε το κομμάτι, έσκισα σα σφαίρα το υδάτινο μαγνάδι και βγήκα ξανά εμπρός απ’ την καταιγίδα, που πάσκιζε ξεγλωσσασμένη να με προφτάσει. Τώρα πάλι μονάχα ψιχάλιζε, κατέβασα τους υαλοκαθαριστήρες στην αργή σκάλα. Αναθαρρημένος, γκάζωσα περισσότερο.

Μα ένα σύγκρυο μ’ είχε περιλάβει. Αν τα κομμάτια επιλέγονται από ένα μηχάνημα που διαθέτει γεννήτρια τυχαίων αριθμών κι είναι ανεπηρέαστο από ανθρώπινες παρεμβάσεις, τότε ποιος διάολος έβαλε το κατάλληλο κομμάτι την κατάλληλη στιγμή; Ηρέμησε, μην παραδίνεσαι στη δεισιδαιμονία, μια καταραμένη σύμπτωση, αυτό είν’ όλο. Ντροπή σου, επιστήμονας άνθρωπος, ρεζίλι θα γίνεις αν ακούσει άλλος τούτες τις σκέψεις. Δεν πειράζει, είμαι μόνος εδώ μέσα. Ή μήπως όχι…

Ο δρόμος τράβαγε στο ίδιο μοτίβο. Μπροστά εγώ, να καλπάζω στο ψιλόβροχο, πίσω το δρολάπι να με καταδιώκει σα χολιασμένο κοράκι. Έφτασα στην Καβάλα, πάει η μισή διαδρομή. Σε λιγότερο από μιάμιση ώρα, εντός προγράμματος. Ο χαοτκός ντιτζέι έδινε τα ρέστα του. Η μια κομματάρα μετά την άλλη, δεν έκανα διόλου άσκημα που του ’δωσα δουλειά.

Λίγο μετά την Καβάλα, είδα μπροστά μου μια κακοφτιαγμένη γέφυρα μήκους μερικών χιλιομέτρων, γεμάτη απότομες στροφές, με λαθεμένες κλίσεις, με γλιστερό οδόστρωμα, σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, απαράδεχτη. Την είχα σταμπάρει στον ερχομό και της είχα δώσει το κατάλληλο όνομα, η Γέφυρα του Θανάτου.

Γκαμήλα το Μέγα Χάος και συζητητής σπαθάτος. Μόλις του θέσεις ένα ερώτημα, δεν ησυχάζει άμα δεν σου το απαντήσει. Ποιος είχε βάλει το κατάλληλο τραγούδι την κατάλληλη στιγμή; Έλα ντε. Μόλις οι ρόδες πατήσανε τη γέφυρα, μου ’δωσε τη χαριστική βολή. Στα ηχεία παιάνισαν οι εναρκτήριες νότες του Bridge of Death, των Manowar. Φρίκαρα, σάμπως κάποιος να μου προμήνυε την ύστατη ώρα, ότι τούτη η γέφυρα θα γινόταν ο τάφος μου. Έκοψα ταχύτητα και πήγαινα σαν την κότα. Η θύελλα κέρδισε έδαφος, κόντεψε να με τσακώσει.

Κοίταξα δίπλα μου, με την άκρη του ματιού. Ο σκιώδης συνεπιβάτης μου γύρισε κατά μένα. Μέσα απ’ τις σκιές της κουκούλας λαμπύριζε ένα ολόδοντο σαρδόνιο χαμόγελο. Χαμογέλασα κι εγώ. Ο παρανοϊκός γελωτοποιός του Χάους, ο αναστοχαστικός χλευαστής πάσης πεποιθήσεως, δεν είν’ κακός σύντροφος κατά βάθος, φτάνει να συνηθίσεις το παράδοξο διαστραμμένο του χιούμορ. Γιατί, σύμπτωση που επαναλαμβάνεται, δεν είναι συμπτωματική. Δεν ήμουνα μονάχος σε τούτο το ταξίδι και χαιρόμουν στο βάθος γι’ αυτό.

Που να με πάρει και να με σηκώσει, έχω καταντήσει χειρότερος απ’ τα φρικιά που γεμίζουν μ’ αυτοκόλλητα το παρμπρίζ, ότι έχουν τον Χριστό στο πλευρό τους. Δεν βαριέσαι, όλες οι πιθανές θεάσεις του Άπειρου είναι το ίδιο έωλες, γι’ αυτό κι εξίσου έγκυρες κι άκυρες συνάμα.

Μόλις διάβηκα την επικίνδυνη γέφυρα, πάτησα ξανά τέρμα γκάζι. Είχα αφήσει μια αναμέτρηση στη μέση, με τα στοιχειά του νερού και του αέρα. Και κέρδισα. Φάγανε τη λάσπη μου.

Πενήντα χιλιόμετρα παρακάτω, ο δρόμος ήταν άβροχος. Έσβησα εντελώς τους υαλοκαθαριστήρες, που ’χαν αρχίσει πια να τρίζουν απάνω στο στεγνό τζάμι. Έφτασα στη Σαλονίκη νικητής και τροπαιούχος. Με περίμενε το κρεβατάκι μου και μια ολόθερμη αγκάλη, το μεγάλο έπαθλο του αγώνα. Μισή ώρα αργότερα, η καταιγίδα έφτασε κι αυτή καταϊδρωμένη, ξέφρενη θαρρείς απ’ την αναπάντεχη ήττα σε τούτη την κούρσα. Στάθηκα στο παράθυρο, άναψα τσιγάρο και την απολάμβανα, ασφαλής, να ωρύεται ανήμπορη, η στρίγγλα.

Πηγή: otto-great-chaos



Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου