Θωμάς Κοροβίνης
«Όταν φυσάει το αεράκι της ατιμίας
εσύ ξαναγυρνάς στις ασημένιες εποχές» Μ . Ε.
Μεγάλωσα στις ταβέρνες και στα καφενεία. Στις ψαρόβαρκες και στο αναλόγιο. Βαφτίστηκα σε μια κουλτούρα καθαρά λαϊκή. Όταν άρχισα να εντρυφώ στα ποιητικά έργα και «δια της διαισθήσεως» να μπαίνω κάπως στη μυσταγωγία της νεοελληνικής ποίησης, χώρισα τους δημιουργούς που ασχολούνταν με την ποίηση σε δυο χοντρικά κατηγορίες: τους λαϊκούς και, ας πούμε, τους λόγιους. Λαϊκό ποίημα μου φαινόταν ένα τραγούδι του Καλδάρα ή του Πυθαγόρα, λόγιο ή αλλιώς –αργότερα ο όρος περίπου καθιερώθηκε- «έντεχνο» ένα ποίημα του Καβάφη ή του Ελύτη. Με ξένιζε ακόμη κι ένας ποιητής που εκφράζει τον συγκερασμό του πειραματισμού στην «έντεχνη» ποιητική γραφή με τα αφομοιωμένα διδάγματα του δημοτικού τραγουδιού, όπως ο Γκάτσος. Σιγά σιγά έμπαινα στο νόημα. Ο Γκάτσος ήταν ο ομοαίματος μεσογειακός αδερφός του Λόρκα. Και δεν είναι που έθεσε την σφραγίδα του με τη μοναδική «Αμοργό», όπου αναδεικνύονται οι καρποί του δίδυμου έρωτά του για τον υπερρεαλισμό και την προφορική λογοτεχνία και γενικότερα τη νεοελληνική παράδοση, αλλά και το πώς υποδέχτηκε όλον αυτό τον πακτωλό της παράδοσης για να μπολιάσει τις φλέβες των τραγουδιών του, που πέρασαν με τις μελωδίες κυρίως του Χατζιδάκι και του Ξαρχάκου στο στόμα του λαού.
Κι ο Ελευθερίου; Τον είδα για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’70, φοιτητής, στο σπίτι της «Φάτα Μοργκάνα», στην Αθήνα. Μπήκε για δυο λεπτά, οστεώδης και πελιδνός, με τους ώμους κυρτούς σαν του Καβάφη κι έμοιαζε συνεπαρμένος, ταγμένος σ’ έναν δικό του κόσμο μυστήριο. «Ψάχνω μια λέξη» είπε κοφτά αντί για «καλησπέρα». Δεν την βρήκε και έφυγε. «Τι παράδοξος άνθρωπος» σκέφτηκα. Για χρόνια παίδευε τη μνήμη μου η φωτογραφία εκείνη ενός λιπόσαρκου, κλειστού, σαν φυλακισμένου, τύπου, λουσμένου όμως στη θαμπή λάμψη ενός απόκοσμου φωτοστέφανου. Στο μεταξύ ο θρύλος του μεγάλωνε. Εντυπωσιαζόμουν. Με τον συνδυασμό του με τον Μούτση και τον «Άγιο Φεβρουάριο» που μπόρεσε να τον περάσει μέσα απ’ τη φωνή του ελεγειακού Μητροπάνου στον κόσμο. Με τη συνεργασία του με τον Σπανό με τον οποίο ο Ελευθερίου έκανε ένα αχτύπητο ντουέτο, και με τη «Μαρκίζα» του, που το αθάνατο λαρύγγι της Μοσχολιού την ανέδειξε μοναδικά. Και έψαχνα τις εκλεκτικές συγγένειες. Στα χασάπικα του συντοπίτη του Μάρκου. Στις μπαλάντες του συνονόματου Χατζιδάκι. Στα σκληροτράχηλα ζεϊμπέκικα του Άκη Πάνου. Ενίοτε στον λόγο άλλων ποιητών που έδωσαν ωραία στιχουργήματα και έγιναν ολοκληρωμένα τραγούδια, συγκαιρινών ή λίγο μεταγενέστερων, όπως π. χ. ο Χριστοδούλου, ο Γκούφας, ο Μπουρμπούλης, ο Αλκαίος, ο Ρασούλης, ο Τριπολίτης, ο Γκανάς, ο Χρονάς, ο Γκόνης. Ένιωθα πως είχε μελετήσει την Ευτυχία(στη μνήμη της, εξάλλου, έχει γράψει ένα άσμα παραδείσιο), τον Τσάντα, τον Βίρβο, τον Μάνεση και τον Κολοκοτρώνη και ότι περιείχε κάποιες αφομοιωμένες επιρροές τους. Με τον Παπαδόπουλο, δεν πολυταίριαζε. Μα, ποιητής όντας κι ο ίδιος, πατούσε τουλάχιστον με το ένα πόδι στο τοπίο των προγενέστερων ποιητών μας. Μήπως ήταν κάποια τρόπον τινά συνέχεια του Γκάτσου; Ψαχνόμουν.
«Σε καρτερούν μαστιγωτές και Συμπληγάδες,
μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά,
έχεις στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι είν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά».
Με τέτοιους εμπνευσμένους στίχους –όμως που δε μπορούν με ευκολία να αποκρυπτογραφηθούν- μας είχε ξαφνιάσει μιλώντας –όπως ακουγόταν- για την Κύπρο και τα ντέρτια της στο σαγηνευτικό ζεϊμπέκικο του αλησμόνητου Σταύρου Κουγιουμτζή και τη φωνή του υπερτυχερού νεαρού Γιώργου Νταλάρα, που το τραγούδι του πήγε, η αλήθεια, γάντι.
Αγαπώντας τον λόγο του και αφουγκραζόμενος τον παλμό του άρχισα να μπαίνω στο νόημα. Ο Ελευθερίου είναι ο ποιητής – ραψωδός με κεφαλαίο Π του ελληνικού τραγουδιού, ο συγγενέστερος στο πνεύμα του Γκάτσου, χωρίς να τον μιμείται, χωρίς να είναι ακριβώς ο διάδοχος μα που σίγουρα έχει δασκαλευτεί απ’ αυτόν. Έμμεσα έστω. Κι από έναν άλλο δρόμο, βέβαια, ο στενός συγγενής με τους προαναφερθέντες τεχνίτες του λαϊκού λόγου. Με την Παπαγιαννοπούλου, ίσως, περισσότερο. Ο Ελευθερίου είναι ο δημιουργός ποιητικού λόγου στο τραγούδι, ο οποίος εκφράζει σήμερα την επιτομή της πετυχημένης σύζευξης και του αρμονικού συνδυασμού ποίησης-λαϊκής στιχουργίας ως κορυφαίος του είδους.
Το λαϊκό τραγούδι μαρτύρησε πολύ απαξιωμένο ως αλήτικο, αγράμματο, προλεταριακό ή λούμπεν από τα ξινισμένα μούτρα των αστών και της κρατικής εξουσίας αλλά δευτερευόντως και από κάποιους αγκιτάτορες ή διανοούμενους της Αριστεράς που δεν το πίστεψαν στιγματίζοντάς το ως προϊόν υποκουλτούρας. Οι σπουδαίοι στιχουργοί μας, παιδιά της ζωής του άστεως αλλά γνήσιοι συνεχιστές της μακραίωνης παράδοσης των ανώνυμων και επώνυμων ποιητάρηδων της δημοτικής παράδοσης, ούτε καν λαϊκοί ποιητές ή ποιητές του λαϊκού τραγουδιού δεν αξιώθηκαν να ονομαστούν ποτέ. Η μοίρα τους ήταν χθαμαλή. Στη βαριά σκιά των ποιητών μας αλλά και στο περιθώριο των συνθετών και των ερμηνευτών, οι στιχοποιοί, αν δεν κακόπαθαν και δεν λεηλατήθηκαν βάναυσα, όπως η αξεπέραστη «Γριά» μας, πάντως ποτέ δε λογαριάστηκε η δουλειά τους σαν μερτικό με αξία ποιοτική καθώς τους έπρεπε. Κι αν δεν ήταν οι αγώνες του Βίρβου –και του μαέστρου Δερβενιώτη-, η εξουσία του Κολοκοτρώνη, η πένα και η φήμη του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το εκρηκτικό «ντου» του Σαββόπουλου αλλά και η αναδρομική καταξίωση της Ευτυχίας, το ένα τρίτο τουλάχιστον της συνδημιουργίας των τραγουδιών μας, ο λαϊκός τους λόγος, ο οποίος από την προπολεμική περίοδο -αλλά και πριν- μέχρι το τέλος του ’60 είχε τόσο υποβαθμιστεί αλλά και οι ίδιοι, που ως πνευματικές προσωπικότητες, ως παραγωγοί λόγου, -και κατά συνέπειαν ως αμοιβόμενοι εργάτες του λόγου- πέρασαν τη ζωή τους σαν παρακατιανοί, θα εξακολουθούσαν να υφίστανται την ίδια άδικη μοίρα.
Ο Ελευθερίου ευτυχώς έλαμψε σε μια εποχή που η αξία των στιχουργικών διαμαντιών αναγνωρίστηκε -τουλάχιστον περισσότερο από πριν- και οι στιχουργοί-ποιητές βρίσκουν σχετικά το δίκιο τους. Παρόλο που η παγκυριαρχία, η πριμοδότηση και η πανταχόθεν επιβαλλόμενη πρωτοκαθεδρία του τραγουδιστή-ειδώλου δε βοηθούν προς την κατεύθυνση της δικαίωσής τους. Μα κι οι συνθέτες που είχαν κάποτε τον πρώτο λόγο, στέκονται σήμερα μουδιασμένοι και παραπονιάρηδες. Είναι σαφώς δεύτεροι στην ιεραρχία.
Ο Ελευθερίου είναι ο εδώ και πολλά χρόνια πλατιά αναγνωρισμένος ποιητής πολυαγαπημένων τραγουδιών που παραμένει όμως γνωστός-άγνωστος, καθώς η αίσθηση που προκαλεί ισορροπεί ανάμεσα στην φιλότητα και την εξοικείωση και τον απρόσιτο ασκητισμό. Ο Ελευθερίου είναι οπαδός της ελευθερίας. Η γραφή του, πάντοτε διεισδυτική και θελξικάρδια, ενώ εμφέρει το ειδικό βάρος που συνεπάγεται η θεραπεία των λαϊκών μαρτυρίων και τα ασίγαστων πενθών του γένους, έχει τον τρόπο λειτουργώντας με μια υποδόρια ανατρεπτική μαχητικότητα να ελευθερώνει απ’ αυτό οδηγώντας τον ακροατή στην κάθαρση.
Η πολύχρωμη και πολύτροπη ματιά του σε συνδυασμό με την εμπεδωμένη ιστορική και βιωματική ρώμη που έχει αποδείξει ότι διαθέτει υποβάλλει την αίσθηση ότι ο στιχοπλόκος ποιητής έχει τα εφόδια να διατρέξει την περιουσία ενός ανεξάντλητου και ευρηματικού θεματικού βεληνεκούς και να αιφνιδιάζει θαυμαστικά με την χρήση ποικίλων στοιχείων και προσώπων από τους κόσμους του επιστητού και των θρύλων, που θα μπορούσαν να αντληθούν από εμπνεύσεις που προκαλούν η ύπαρξη και ο συσχετισμός των πιο ταπεινών πραγμάτων, όπως ένα λουλούδι κι ένα αγκάθι, μια παρθένα κι ένας νταβατζής, αλλά και των πιο μυστηριακών παραστάσεων π. χ. η απεικόνιση των φρικιαστικών μαρτυρίων της κολάσεως στον πρόναο των Ταξιαρχών στις Μηλιές του Πηλίου αλλά και η αγιογράφηση της εκστατικής πυρφόρου αναβάσεως του Προφήτη Ηλία σ’ ένα αποξεχασμένο κυκλαδίτικο ορεινό ξωκλήσι.
Ο Ελευθερίου είναι εραστής του απροσδόκητου, θιασώτης του ετοιμόγκρεμνου, λάτρης του απολησμονημένου, ανάδοχος παραγκωνισμένων κομπάρσων και συλλέκτης ανεπίδοτων ηδονών. Ο «πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» καθορίζει την τέχνη του και ανιχνεύεται στις πηγές της παπαδιαμάντειας ταπεινοφροσύνης, στις οποίες καταφεύγει για να συντηρήσει την ανθρωπιά του και να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες του. Τα ποιήματά του είναι οι κραυγές μιας ψυχής προδομένης αλλά περήφανης, σαν την ψυχή του λαού μας με τις ταπεινώσεις και τους αγώνες του. Όμως η αγωνία του για την ανάδειξη του «δοξαστικού» του γένους και ο εγκωμιασμός της παράδοσης δεν αντιστρατεύεται την ασίγαστη φλόγα του να σαλτάρει με πελώρια άλματα μαζί με τα παγώνια και τα τρυγόνια του σε περιοχές ανεξιχνίαστες, ασυνόρευτες με τον χωροχρόνο που διανύουμε.
Η προσωπική μυθολογία που έχει δημιουργήσει ο Ελευθερίου αντιστοιχεί σ’ ένα κόσμο που τον διέπουν η αυθεντικότητα, η πρωτοτυπία και η θαυματοποιία και συνιστά μία αυτόνομη και πλήρη εποποιία. Και δεν του πρέπει το «ευχαριστώ» που του χρωστάμε να το θολώνουμε με εύλογες αντιδράσεις του θυμικού σε επικαιρικά φλερτ της καθαρά προσωπικής του επιλογής που ενίοτε μας σκανδαλίζουν. Πάνω απ’ όλα στέκει το έργο του που κελαηδάει. Είναι πολλά δίστιχα ή στιχάκια ή και τίτλοι τραγουδιών του που έχουν αποθησαυριστεί στην κοινή μνήμη και έχουν ήδη το κύρος και την ισχύ γνωμικού. Και όλα διαπνέονται από μία οικεία, θα έλεγα, τραγικότητα. Ένα μικρό απάνθισμα θα δικαίωνε ίσως αυτή την εκδοχή:
Οι ελεύθεροι κι ωραίοι
ζουν σε κάποιες φυλακές.
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά,
ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά;
Στα χρόνια της υπομονής
δε μας θυμήθηκε κανείς.
Τα τραγούδια που ’χουν αίμα και καρδιά
είναι αρρώστια που δε γίνεται καλά.
Δεν είμαι εγώ αυτός που κυνηγάτε,
λάθος η πόρτα κι ο αριθμός, μη με ρωτάτε.
Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά.
Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα πίνει.
Αλλά και: Ο Άγιος Φεβρουάριος- Έχεις μάτια το φεγγάρι- Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες Η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο τοίχο - Ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία – Αυτές οι ξένες αγκαλιές ήταν κάποτε φωλιές-Δίψασα στην πόρτα σου γι’ αγάπη- Μια νυχτερίδα στη σκεπή φυλάει το σπιτικό μας- Το καριοφίλι, μάνα μου - Το παλικάρι έχει καημό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ.
«Δίπλα μας γίνονται τα θαύματα», λέει ο ίδιος. Τα θαύματα, που μας χρειάζονται σαν αντίδοτα αυτού του φαρμακωμένου καιρού. Ο Μάνος Ελευθερίου, ένας δημιουργός που το όλο έργο του είναι ο ανάγλυφος καθρέφτης μιας ψυχής που η μοίρα και οι καιροί δε στάθηκαν φειδωλοί στα φαρμακερά βέλη που του έριξαν, κρατάει καλά κρυμμένο το μυστικό κλειδί της μουσικής του ποίησης. Όμως αυτό δεν είναι ίδιο των γνήσιων ποιητών;
*Στη φωτογραφία με τον Μάνο τον περασμένο Μάρτη
Πηγή: artinews.gr
Θωμάς Κοροβίνης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Τιμή στον Μάνο Ελευθερίου και τα τραγούδια του
«Όταν φυσάει το αεράκι της ατιμίας
εσύ ξαναγυρνάς στις ασημένιες εποχές» Μ . Ε.
Μεγάλωσα στις ταβέρνες και στα καφενεία. Στις ψαρόβαρκες και στο αναλόγιο. Βαφτίστηκα σε μια κουλτούρα καθαρά λαϊκή. Όταν άρχισα να εντρυφώ στα ποιητικά έργα και «δια της διαισθήσεως» να μπαίνω κάπως στη μυσταγωγία της νεοελληνικής ποίησης, χώρισα τους δημιουργούς που ασχολούνταν με την ποίηση σε δυο χοντρικά κατηγορίες: τους λαϊκούς και, ας πούμε, τους λόγιους. Λαϊκό ποίημα μου φαινόταν ένα τραγούδι του Καλδάρα ή του Πυθαγόρα, λόγιο ή αλλιώς –αργότερα ο όρος περίπου καθιερώθηκε- «έντεχνο» ένα ποίημα του Καβάφη ή του Ελύτη. Με ξένιζε ακόμη κι ένας ποιητής που εκφράζει τον συγκερασμό του πειραματισμού στην «έντεχνη» ποιητική γραφή με τα αφομοιωμένα διδάγματα του δημοτικού τραγουδιού, όπως ο Γκάτσος. Σιγά σιγά έμπαινα στο νόημα. Ο Γκάτσος ήταν ο ομοαίματος μεσογειακός αδερφός του Λόρκα. Και δεν είναι που έθεσε την σφραγίδα του με τη μοναδική «Αμοργό», όπου αναδεικνύονται οι καρποί του δίδυμου έρωτά του για τον υπερρεαλισμό και την προφορική λογοτεχνία και γενικότερα τη νεοελληνική παράδοση, αλλά και το πώς υποδέχτηκε όλον αυτό τον πακτωλό της παράδοσης για να μπολιάσει τις φλέβες των τραγουδιών του, που πέρασαν με τις μελωδίες κυρίως του Χατζιδάκι και του Ξαρχάκου στο στόμα του λαού.
Κι ο Ελευθερίου; Τον είδα για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’70, φοιτητής, στο σπίτι της «Φάτα Μοργκάνα», στην Αθήνα. Μπήκε για δυο λεπτά, οστεώδης και πελιδνός, με τους ώμους κυρτούς σαν του Καβάφη κι έμοιαζε συνεπαρμένος, ταγμένος σ’ έναν δικό του κόσμο μυστήριο. «Ψάχνω μια λέξη» είπε κοφτά αντί για «καλησπέρα». Δεν την βρήκε και έφυγε. «Τι παράδοξος άνθρωπος» σκέφτηκα. Για χρόνια παίδευε τη μνήμη μου η φωτογραφία εκείνη ενός λιπόσαρκου, κλειστού, σαν φυλακισμένου, τύπου, λουσμένου όμως στη θαμπή λάμψη ενός απόκοσμου φωτοστέφανου. Στο μεταξύ ο θρύλος του μεγάλωνε. Εντυπωσιαζόμουν. Με τον συνδυασμό του με τον Μούτση και τον «Άγιο Φεβρουάριο» που μπόρεσε να τον περάσει μέσα απ’ τη φωνή του ελεγειακού Μητροπάνου στον κόσμο. Με τη συνεργασία του με τον Σπανό με τον οποίο ο Ελευθερίου έκανε ένα αχτύπητο ντουέτο, και με τη «Μαρκίζα» του, που το αθάνατο λαρύγγι της Μοσχολιού την ανέδειξε μοναδικά. Και έψαχνα τις εκλεκτικές συγγένειες. Στα χασάπικα του συντοπίτη του Μάρκου. Στις μπαλάντες του συνονόματου Χατζιδάκι. Στα σκληροτράχηλα ζεϊμπέκικα του Άκη Πάνου. Ενίοτε στον λόγο άλλων ποιητών που έδωσαν ωραία στιχουργήματα και έγιναν ολοκληρωμένα τραγούδια, συγκαιρινών ή λίγο μεταγενέστερων, όπως π. χ. ο Χριστοδούλου, ο Γκούφας, ο Μπουρμπούλης, ο Αλκαίος, ο Ρασούλης, ο Τριπολίτης, ο Γκανάς, ο Χρονάς, ο Γκόνης. Ένιωθα πως είχε μελετήσει την Ευτυχία(στη μνήμη της, εξάλλου, έχει γράψει ένα άσμα παραδείσιο), τον Τσάντα, τον Βίρβο, τον Μάνεση και τον Κολοκοτρώνη και ότι περιείχε κάποιες αφομοιωμένες επιρροές τους. Με τον Παπαδόπουλο, δεν πολυταίριαζε. Μα, ποιητής όντας κι ο ίδιος, πατούσε τουλάχιστον με το ένα πόδι στο τοπίο των προγενέστερων ποιητών μας. Μήπως ήταν κάποια τρόπον τινά συνέχεια του Γκάτσου; Ψαχνόμουν.
«Σε καρτερούν μαστιγωτές και Συμπληγάδες,
μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά,
έχεις στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι είν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά».
Με τέτοιους εμπνευσμένους στίχους –όμως που δε μπορούν με ευκολία να αποκρυπτογραφηθούν- μας είχε ξαφνιάσει μιλώντας –όπως ακουγόταν- για την Κύπρο και τα ντέρτια της στο σαγηνευτικό ζεϊμπέκικο του αλησμόνητου Σταύρου Κουγιουμτζή και τη φωνή του υπερτυχερού νεαρού Γιώργου Νταλάρα, που το τραγούδι του πήγε, η αλήθεια, γάντι.
Αγαπώντας τον λόγο του και αφουγκραζόμενος τον παλμό του άρχισα να μπαίνω στο νόημα. Ο Ελευθερίου είναι ο ποιητής – ραψωδός με κεφαλαίο Π του ελληνικού τραγουδιού, ο συγγενέστερος στο πνεύμα του Γκάτσου, χωρίς να τον μιμείται, χωρίς να είναι ακριβώς ο διάδοχος μα που σίγουρα έχει δασκαλευτεί απ’ αυτόν. Έμμεσα έστω. Κι από έναν άλλο δρόμο, βέβαια, ο στενός συγγενής με τους προαναφερθέντες τεχνίτες του λαϊκού λόγου. Με την Παπαγιαννοπούλου, ίσως, περισσότερο. Ο Ελευθερίου είναι ο δημιουργός ποιητικού λόγου στο τραγούδι, ο οποίος εκφράζει σήμερα την επιτομή της πετυχημένης σύζευξης και του αρμονικού συνδυασμού ποίησης-λαϊκής στιχουργίας ως κορυφαίος του είδους.
Το λαϊκό τραγούδι μαρτύρησε πολύ απαξιωμένο ως αλήτικο, αγράμματο, προλεταριακό ή λούμπεν από τα ξινισμένα μούτρα των αστών και της κρατικής εξουσίας αλλά δευτερευόντως και από κάποιους αγκιτάτορες ή διανοούμενους της Αριστεράς που δεν το πίστεψαν στιγματίζοντάς το ως προϊόν υποκουλτούρας. Οι σπουδαίοι στιχουργοί μας, παιδιά της ζωής του άστεως αλλά γνήσιοι συνεχιστές της μακραίωνης παράδοσης των ανώνυμων και επώνυμων ποιητάρηδων της δημοτικής παράδοσης, ούτε καν λαϊκοί ποιητές ή ποιητές του λαϊκού τραγουδιού δεν αξιώθηκαν να ονομαστούν ποτέ. Η μοίρα τους ήταν χθαμαλή. Στη βαριά σκιά των ποιητών μας αλλά και στο περιθώριο των συνθετών και των ερμηνευτών, οι στιχοποιοί, αν δεν κακόπαθαν και δεν λεηλατήθηκαν βάναυσα, όπως η αξεπέραστη «Γριά» μας, πάντως ποτέ δε λογαριάστηκε η δουλειά τους σαν μερτικό με αξία ποιοτική καθώς τους έπρεπε. Κι αν δεν ήταν οι αγώνες του Βίρβου –και του μαέστρου Δερβενιώτη-, η εξουσία του Κολοκοτρώνη, η πένα και η φήμη του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το εκρηκτικό «ντου» του Σαββόπουλου αλλά και η αναδρομική καταξίωση της Ευτυχίας, το ένα τρίτο τουλάχιστον της συνδημιουργίας των τραγουδιών μας, ο λαϊκός τους λόγος, ο οποίος από την προπολεμική περίοδο -αλλά και πριν- μέχρι το τέλος του ’60 είχε τόσο υποβαθμιστεί αλλά και οι ίδιοι, που ως πνευματικές προσωπικότητες, ως παραγωγοί λόγου, -και κατά συνέπειαν ως αμοιβόμενοι εργάτες του λόγου- πέρασαν τη ζωή τους σαν παρακατιανοί, θα εξακολουθούσαν να υφίστανται την ίδια άδικη μοίρα.
Ο Ελευθερίου ευτυχώς έλαμψε σε μια εποχή που η αξία των στιχουργικών διαμαντιών αναγνωρίστηκε -τουλάχιστον περισσότερο από πριν- και οι στιχουργοί-ποιητές βρίσκουν σχετικά το δίκιο τους. Παρόλο που η παγκυριαρχία, η πριμοδότηση και η πανταχόθεν επιβαλλόμενη πρωτοκαθεδρία του τραγουδιστή-ειδώλου δε βοηθούν προς την κατεύθυνση της δικαίωσής τους. Μα κι οι συνθέτες που είχαν κάποτε τον πρώτο λόγο, στέκονται σήμερα μουδιασμένοι και παραπονιάρηδες. Είναι σαφώς δεύτεροι στην ιεραρχία.
Ο Ελευθερίου είναι ο εδώ και πολλά χρόνια πλατιά αναγνωρισμένος ποιητής πολυαγαπημένων τραγουδιών που παραμένει όμως γνωστός-άγνωστος, καθώς η αίσθηση που προκαλεί ισορροπεί ανάμεσα στην φιλότητα και την εξοικείωση και τον απρόσιτο ασκητισμό. Ο Ελευθερίου είναι οπαδός της ελευθερίας. Η γραφή του, πάντοτε διεισδυτική και θελξικάρδια, ενώ εμφέρει το ειδικό βάρος που συνεπάγεται η θεραπεία των λαϊκών μαρτυρίων και τα ασίγαστων πενθών του γένους, έχει τον τρόπο λειτουργώντας με μια υποδόρια ανατρεπτική μαχητικότητα να ελευθερώνει απ’ αυτό οδηγώντας τον ακροατή στην κάθαρση.
Η πολύχρωμη και πολύτροπη ματιά του σε συνδυασμό με την εμπεδωμένη ιστορική και βιωματική ρώμη που έχει αποδείξει ότι διαθέτει υποβάλλει την αίσθηση ότι ο στιχοπλόκος ποιητής έχει τα εφόδια να διατρέξει την περιουσία ενός ανεξάντλητου και ευρηματικού θεματικού βεληνεκούς και να αιφνιδιάζει θαυμαστικά με την χρήση ποικίλων στοιχείων και προσώπων από τους κόσμους του επιστητού και των θρύλων, που θα μπορούσαν να αντληθούν από εμπνεύσεις που προκαλούν η ύπαρξη και ο συσχετισμός των πιο ταπεινών πραγμάτων, όπως ένα λουλούδι κι ένα αγκάθι, μια παρθένα κι ένας νταβατζής, αλλά και των πιο μυστηριακών παραστάσεων π. χ. η απεικόνιση των φρικιαστικών μαρτυρίων της κολάσεως στον πρόναο των Ταξιαρχών στις Μηλιές του Πηλίου αλλά και η αγιογράφηση της εκστατικής πυρφόρου αναβάσεως του Προφήτη Ηλία σ’ ένα αποξεχασμένο κυκλαδίτικο ορεινό ξωκλήσι.
Ο Ελευθερίου είναι εραστής του απροσδόκητου, θιασώτης του ετοιμόγκρεμνου, λάτρης του απολησμονημένου, ανάδοχος παραγκωνισμένων κομπάρσων και συλλέκτης ανεπίδοτων ηδονών. Ο «πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» καθορίζει την τέχνη του και ανιχνεύεται στις πηγές της παπαδιαμάντειας ταπεινοφροσύνης, στις οποίες καταφεύγει για να συντηρήσει την ανθρωπιά του και να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες του. Τα ποιήματά του είναι οι κραυγές μιας ψυχής προδομένης αλλά περήφανης, σαν την ψυχή του λαού μας με τις ταπεινώσεις και τους αγώνες του. Όμως η αγωνία του για την ανάδειξη του «δοξαστικού» του γένους και ο εγκωμιασμός της παράδοσης δεν αντιστρατεύεται την ασίγαστη φλόγα του να σαλτάρει με πελώρια άλματα μαζί με τα παγώνια και τα τρυγόνια του σε περιοχές ανεξιχνίαστες, ασυνόρευτες με τον χωροχρόνο που διανύουμε.
Η προσωπική μυθολογία που έχει δημιουργήσει ο Ελευθερίου αντιστοιχεί σ’ ένα κόσμο που τον διέπουν η αυθεντικότητα, η πρωτοτυπία και η θαυματοποιία και συνιστά μία αυτόνομη και πλήρη εποποιία. Και δεν του πρέπει το «ευχαριστώ» που του χρωστάμε να το θολώνουμε με εύλογες αντιδράσεις του θυμικού σε επικαιρικά φλερτ της καθαρά προσωπικής του επιλογής που ενίοτε μας σκανδαλίζουν. Πάνω απ’ όλα στέκει το έργο του που κελαηδάει. Είναι πολλά δίστιχα ή στιχάκια ή και τίτλοι τραγουδιών του που έχουν αποθησαυριστεί στην κοινή μνήμη και έχουν ήδη το κύρος και την ισχύ γνωμικού. Και όλα διαπνέονται από μία οικεία, θα έλεγα, τραγικότητα. Ένα μικρό απάνθισμα θα δικαίωνε ίσως αυτή την εκδοχή:
Οι ελεύθεροι κι ωραίοι
ζουν σε κάποιες φυλακές.
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά,
ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά;
Στα χρόνια της υπομονής
δε μας θυμήθηκε κανείς.
Τα τραγούδια που ’χουν αίμα και καρδιά
είναι αρρώστια που δε γίνεται καλά.
Δεν είμαι εγώ αυτός που κυνηγάτε,
λάθος η πόρτα κι ο αριθμός, μη με ρωτάτε.
Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά.
Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα πίνει.
Αλλά και: Ο Άγιος Φεβρουάριος- Έχεις μάτια το φεγγάρι- Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες Η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο τοίχο - Ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία – Αυτές οι ξένες αγκαλιές ήταν κάποτε φωλιές-Δίψασα στην πόρτα σου γι’ αγάπη- Μια νυχτερίδα στη σκεπή φυλάει το σπιτικό μας- Το καριοφίλι, μάνα μου - Το παλικάρι έχει καημό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ.
«Δίπλα μας γίνονται τα θαύματα», λέει ο ίδιος. Τα θαύματα, που μας χρειάζονται σαν αντίδοτα αυτού του φαρμακωμένου καιρού. Ο Μάνος Ελευθερίου, ένας δημιουργός που το όλο έργο του είναι ο ανάγλυφος καθρέφτης μιας ψυχής που η μοίρα και οι καιροί δε στάθηκαν φειδωλοί στα φαρμακερά βέλη που του έριξαν, κρατάει καλά κρυμμένο το μυστικό κλειδί της μουσικής του ποίησης. Όμως αυτό δεν είναι ίδιο των γνήσιων ποιητών;
*Στη φωτογραφία με τον Μάνο τον περασμένο Μάρτη
Πηγή: artinews.gr
Θωμάς Κοροβίνης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου