Γελωτοποιός
«Είναι αμίλητη, Δεν μου έχει μιλήσει ποτέ. Την ακούω να μιλάει χωρίς να μιλάει. Δεν μας μιλάνε οι νεκροί που έρχονται στον ύπνο μας, δεν μας μιλάνε.
● Είχατε πιο στενή σχέση με τη μητέρα σας;
Έτσι γίνεται. Η μητέρα είναι η βάση, είναι ο άξονας που όλα γυρίζουν γύρω του.
● Γι’ αυτό και σας «επισκέπτεται» πιο συχνά…
Ναι. Όταν μου μιλάει δεν ανοίγει το στόμα της. Στα όνειρα ακούμε εκείνα που σκέφτονται οι νεκροί.»
Ο Μάνος Ελευθερίου, 80 χρονών, στην τελευταία του συνέντευξη
1966, Εθνική οδός Κέηπ Τάουν-Γιοχάνεσμπουργκ
Στο πίσω κάθισμα της ασημί μερσεντές κάθονται ο Πέτρος, έξι χρονών, και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Νίκος. Τσακώνονται για ένα κόμιξ της DC.
Ο πατέρας οδηγάει. Εκνευρισμένος απ’ τις φωνές ανάβει τσιγάρο. Η μητέρα τον βλέπει. Λύνει τη ζώνη της και γυρίζει προς τα πίσω.
«Μπορείτε να σταματήσετε;» τους λέει.
«Δεν μου το δίνει. Είναι η σειρά μου», λέει ο Πέτρος.
«Δεν είναι», κάνει ο Νίκος.
«Είναι. Είπες ότι θα διαβάσεις μία ιστορία και θα μου το δώσεις.»
«Δεν την τέλειωσα ακόμη.»
«Την τέλειωσες, σε είδα.»
«Παιδιά… Παιδιά! Ενοχλείτε τον πατέρα σας που οδηγάει.»
«Δεν μου το δίνει.»
«Δεν τέλειωσα. Κι εσύ δεν ξέρεις ούτε να διαβάζεις.»
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΩΡΑ!»
Τα παιδιά σταματούν. Η μητέρα γυρνάει μπροστά. Ο Πέτρος μουτρώνει. Ο Νίκος τον κοιτάει και τον κοροϊδεύει.
«Cafri», κάνει ο Πέτρος.
Ο πατέρας εξοργισμένος κοιτάει πίσω.
«Τι ‘ν’ αυτά που λες; Δεν θέλω ν’ ακούω απ’ τα παιδιά μου ρατσιστικά…»
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση. Ενώ κοιτάει πίσω η μερσεντές μπαίνει στη δεξιά λωρίδα.
«ΓΙΩΡΓΟ!» είναι η τελευταία λέξη που λέει η μητέρα.
Το αυτοκίνητο που τους προσπερνάει από δεξιά κορνάρει για να μην τρακάρουν. Ο πατέρας στρέφει απότομα το τιμόνι αριστερά. Χάνει τον έλεγχο. Η μερσεντές χτυπάει στο κράσπεδο και απογειώνεται. Κάνει τρεις τούμπες και εκατό μέτρα μέχρι να σταματήσει.
Τον Ιούλιο του 1996 είχα κλείσει δεκαεφτά μήνες στον Ναύσταθμο Σούδας. Μετρούσα 58+σήμερα. Συνέχιζα να είμαι στα μαγειρεία, αλλά ήμουν τόσο παλιός, που δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα. Ούτε καν να κουρεύομαι. Απλώς περίμενα την απόλυση. Ευτυχισμένες μέρες.
Είχε μπει μόλις η καινούρια σειρά, η 96Δ, κι είχαν φέρει τα στραβάδια για τις αγγαρείες. Ο Πολάκης, που ήταν και λιγάκι σαδιστής, τους έβαλε να καθαρίσουν όλες τις λαμαρίνες απ’ την αρχή.
Ταΐζαμε χίλιους ανθρώπους κάθε μέρα. Υπήρχαν πολλές βρώμικες λαμαρίνες.
Τους κοιτούσα να τρίβουν, ενώ έπινα τον καφέ μου και διάβαζα την Ιστορία της Αναρχίας, του Νορντάου. Δεν ήμουν και πολύ αλληλέγγυος, το παραδέχομαι, αλλά όπως να το δεις οι παλιοί δεν κάνουν αγγαρείες.
Παρατήρησα ανάμεσα στους νέους κι έναν παππού. Παππούδες λέγαμε όλους εκείνους που ήταν πάνω από τριάντα και υπηρετούσαν. Εκείνος είχε μισή καράφλα, γυαλιά και κοιλιά. Ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα παππού.
Παραδόξως έτριβε τις λαμαρίνες με πολύ περισσότερο ζήλο απ’ τους άλλους, σαν να το απολάμβανε.
Κάποια στιγμή πέρασε δίπλα μου για να πάει στην τουαλέτα. Είδε τι διάβαζα.
«Νορντάου, ε; Πρέπει να διαβάσεις και Χάουαρντ Ζιν. Είναι πολύ πιο έγκυρος», μου είπε ο παππούς.
Στο στρατό δεν ήταν εύκολο να βρεις άνθρωπο για να μιλήσεις. Έτσι του είπα ν’ αφήσει για λίγο τις λαμαρίνες και να κάτσει να τον κεράσω καφέ.
«Πρώτα θα βοηθήσω τους άλλους να τελειώσουν. Μετά καθόμαστε», μου είπε και γύρισε γρήγορα στη δουλειά του.
Μου άρεσε ο τρόπος του. Πήγα κι εγώ εκεί.
«Περιμένετε να σας δείξω ένα κόλπο για να καθαρίζουν στο μισό χρόνο», τους είπα.
Η σκόνη για τα ρούχα διαλύει πιο γρήγορα τα λίπη. Αυτά τα μαθαίνεις με τον καιρό.
Κάτσαμε με τον Πέτρο στο εστιατόριο.
«Λοιπόν», του είπα, «πόσων χρονών είσαι;»
«Θα γίνω τριάντα έξι σ’ ένα μήνα.»
«Τριάντα έξι!» (εγώ ήμουν μόλις είκοσι δύο) «Και γιατί μπήκες τώρα; Ανυπόταχτος;»
«Εξάμηνο θα κάνω. Σπούδαζα μέχρι πέρσι, στο Σικάγο.»
«Τριάντα έξι και σπούδαζες; Τι είσαι; Καρδιοχειρουργός ή πυρηνικός φυσικός;»
«Το δεύτερο», είπε ο Πέτρος.
Το είχα πει για πλάκα. Ήταν η πρώτη φορά που γνώριζα έναν πυρηνικό φυσικό -και η τελευταία ως τώρα. Για να είμαι ειλικρινής δεν τον πίστεψα. Αλλά ρώτησα στο οπλονομείο και μου το επιβεβαίωσαν.
Αυτό είναι ένα απ’ τα παράλογα του στρατού -μήπως και της ελληνικής κοινωνίας; Να έχεις έναν πυρηνικό φυσικό και να τον βάζεις στα μαγειρεία να τρίβει λαμαρίνες.
Εκείνου του άρεσε να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, να καθαρίζει τουαλέτες, να κάνει μάπα και ματσακόνι. Δεν ήθελε δουλειά γραφείου.
Μόνο μια φορά μίλησε για τις σπουδές του στους ανώτερους. Όταν κάποιος υπαξιωματικός πενηντάρης τον πρόσβαλε. Ο Πέτρος του είχε απαντήσει: «Κύριε Χατζηπανάγο. Εγώ με την ευφυία και τα πτυχία που έχω αν ήμουν στην ηλικία σας, στο ελληνικό ναυτικό, θα ήμουν τουλάχιστον αντιναύαρχος.»
Έφαγε μερικές μέρες φυλακή γι’ αυτό.
Μου άρεσε πολύ να συζητάω με τον Πέτρο. Δεν ήταν μόνο σπουδαγμένος, ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Ήξερε από μουσική και κινηματογράφο, είχε διαβάσει πολλή λογοτεχνία, κι είχε ζήσει κι έντονη ζωή.
Αλλά την σημαντικότερη κουβέντα την κάναμε την νύχτα που πήραμε μαζί το πλοίο για Αθήνα, αυτός σουκού, εγώ άδεια απολύσεως.
Το Βενιζέλος έφευγε απ’ τη Σούδα στις οκτώ το βράδυ κι έφτανε Πειραιά το πρωί. Ήταν καλό πλοίο για φαντάρους. Ήταν μεγάλο κι είχε πολλές καβάντζες για να στρώσεις σλίπινγκ μπαγκ και να κοιμηθείς -ακόμα και τον χειμώνα.
Το καλοκαίρι, με τις τουρίστριες να κοιμούνται παντού γύρω στο κατάστρωμα, ήταν ιδανικό μέρος.
Είχα εφοδιαστεί για το ταξίδι. Ενάμιση κιλό ρακί, που μου έφερνε ένας πολίτης του ναυσταύθμου, ο κυρ Μανώλης -καλά να είναι αν ζει ακόμα. Ρακί πιο διάφανη κι από νερό. Όσο κι αν έπινες την άλλη μέρα ξυπνούσες χωρίς πονοκέφαλο.
Κάτσαμε με τον Πέτρο στο κατάστρωμα, έβγαλα και τα σάντουιτς που είχα καβαντζώσει απ’ το μαγειρείο, ανοίξαμε τη ρακί και πιάσαμε την κουβέντα. Πίναμε απ’ το μπουκάλι κι οι δύο. Με τέτοια περιεκτικότητα σε αλκοόλ δεν φοβάσαι μικρόβια.
Στην αρχή θυμάμαι ότι μιλάγαμε για κβαντομηχανική. Δεν κατάλαβα τίποτα. Μου πρότεινε εκλαϊκευμένα βιβλία να διαβάσω για το θέμα, όπως το «Η Αλίκη στη χώρα των κβάντων».
Μετά ξεκίνησα να του λέω ότι κάθε μαθηματική επινόηση των ανθρώπων είναι ψευδαίσθηση -είχα αρχίσει να μεθάω. Ακόμα και το 1+1=2 είναι κατά συνθήκη. Γιατί ισχύει μόνο αν μπορούμε να ορίσουμε το 1, τη μονάδα. Και στη φύση δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μικρότερα κομμάτια.
Έλεγα ανοησίες ενός 22χρονου-θέλω-να-γίνω-συγγραφέας. Ο Πέτρος γελούσε.
Κάποια στιγμή μες στη νύχτα με ρώτησε μήπως είχα και τίποτα άλλο μαζί μου. Κατάλαβα ότι εννοούσε φούντα. Όλοι στο ναύσταυθμο την έπιναν. Ακόμη κι οι υπαξιωματικοί. Αλλά -δυστυχώς για τον Πέτρο- είχε πέσει σε άτομο με διαφορετικό εθισμό.
Με αφετηρία αυτό ξεκινήσαμε να μιλάμε για ουσίες. Κι αντιλήφθηκα ότι ο Πέτρος, όσο ήταν φοιτητής στην Αμερική, είχε δοκιμάσει περισσότερα απ’ όσα μπορώ να ονομάσω, με προτίμηση στα ενθεογόνα ή ενθεογενή ή ψυχότροπα ή ψυχεδελικά ή παραισθησιογόνα.
Πεγιότ, ψυλοκυβίνη, μαγικά μανιτάρια, ντάτουρα, κι άλλα τόσα, τα είχε πάρει όλα.
«LSD;» τον ρώτησα.
Χαμογέλασε, αλλά είδα στο πρόσωπο του και κάτι παραπάνω, κάτι σαν θλίψη, κάτι σαν νοσταλγία.
«Το LSD», μου είπε, «είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ τα φυσικά. Είναι τόσο δυνατό που…»
«Σαν βόμβα που ρίχνεις στο κεφάλι σου;»
«Όχι, καμιά σχέση. Έτσι είναι η ηρωίνη. Σε ισοπεδώνει. Το acid είναι αλλιώς. Είναι… Θυμάσαι στα παλιά χρόνια, στις ταινίες θα το ‘χεις δει, πώς ήταν τα τηλεφωνικά κέντρα;»
«Εννοείς με τις τηλεφωνήτριες που είχαν μπροστά τους τον πίνακα και σε συνδέανε με όποιον τους έλεγες;»
«Ναι, ακριβώς έτσι. Αλλά χωρίς τηλεφωνήτριες.»
Σταμάτησε για λίγο να μιλάει, κι εγώ να τον ακούω, καθώς περνούσε από μπροστά μας μια ημίγυμνη τουρίστρια που θα κόλαζε φιλόσοφο. Ήπιαμε λίγη ρακί για να συνέρθουμε.
Ήμασταν καταμεσίς στο Αιγαίο εκείνη την ώρα. Το φεγγάρι ήταν πάνω και κάτω, στον ουρανό και στη θάλασσα. Θα ήταν προτιμότερο να κάναμε ρομαντζάδα με μια ημίγυμνη. Αλλά η παρέα ενός φίλου είναι το δεύτερο καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί.
«Φαντάσου», είπε ο Πέτρος σαν ξεκολλήσαμε, «ένα απέραντο τηλεφωνικό κέντρο. Αυτό είναι ο εγκέφαλος. Κάθε φορά που παίρνεις LSD το βύσμα της αντίληψης μπαίνει σε μια διαφορετική τρύπα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορείς να ελέγξεις πού θα μπει.»
«Και;»
«Και τι; Τι εννοείς;»
«Εσένα πού σου μπήκε;» του είπα.
Ο Πέτρος με κοίταξε, πιο πολύ με σκάναρε στα γρήγορα, για να δει αν θα μπορούσε να με εμπιστευτεί. Κατάλαβε ότι ήμουν αρκετά τρελός για να τον πιστέψω.
«Αυτά που έχω δει, νιώσει, αντιληφτεί με το LSD, δεν μπορούν να τα φτάσουν πενήντα χρόνια σπουδών», μου είπε. «Ο εγκέφαλος μας είναι αχανής και το πιο παράξενο απ’ όλα είναι ότι ακόμα κι αυτός είναι τόσο περιορισμένος. Υπάρχουν πολλά περισσότερα απ’ αυτά που καταλαβαίνουμε και άπειρα περισσότερα απ’ αυτά που μπορούμε να καταλάβουμε.»
Έκανε μια παύση, ήπιε κι άλλη ρακί -ο ορός της αλήθειας- και μου είπε μια παράξενη, μεταφυσική εμπειρία που είχε με LSD.
Ο Πέτρος μεγάλωσε στη Νότια Αφρική. Ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης, διορισμένος στο Κέηπ Τάουν. Όταν ήταν έξι χρονών είχαν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Σκοτώθηκε η μητέρα του, που δεν φορούσε ζώνη. Εκείνος τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά του βάλαν μια λάμα στο κεφάλι κι επέζησε (γι’ αυτό και ήταν Ι4 στο στρατό).
Ο αδελφός του, που ήταν μεγαλύτερος, από τότε πίστευε ότι έπρεπε να τον προστατεύει.
Κάποια μέρα που ο Πέτρος ήταν στο Σικάγο, φοιτητής, πήρε LSD. Εκείνη την εποχή ο Νίκος ήταν στο Λονδίνο, όπου σπούδαζε διοίκηση επιχειρήσεων.
Το LSD έδωσε στον Πέτρο ένα bad trip. Είχε βγει στους δρόμους σαν τρελός. Έτρεχε για να γλιτώσει απ’ το γεράκι.
Γιατί υπήρχε ένα γεράκι ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι του. Δεν πετούσε, ήταν εκεί, μερικά μέτρα από πάνω του. Κι όποτε σήκωνε τα μάτια να το δει, εκείνο έκανε πιο πίσω.
Ταυτόχρονα άκουγε, μες στο μυαλό του, τη φωνή του αδελφού του να του λέει: «Πρόσεχε, Πέτρο. Πρόσεχε!»
Τσακώθηκε με κάποιους στο δρόμο, παραλίγο να τον συλλάβει η αστυνομία, ήπιε χυμούς και βιταμίνες C για να ξενερώσει, αλλά τίποτα.
Μετά από δυο ώρες ο Πέτρος δεν άντεξε άλλο. Πήγε σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο και πήρε Λονδίνο. Σαν το σήκωσαν απ’ την άλλη μεριά φώναξε: «Τι θες; Τι θες; Ακούω τη φωνή σου μες στο κεφάλι μου. Τι θες;»
Ο Νίκος, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, ξεκίνησε να κλαίει. Είπε στον Πέτρο ότι είχε δει έναν εφιάλτη. Είχε δει ότι ήταν πάλι στη μερσεντές, ότι τσακώνονταν για το κόμιξ, κι ότι σκοτωνόταν κι ο Πέτρος στη σύγκρουση.
Είχε ξυπνήσει μες στη νύχτα και έλεγε από μέσα του: «Πρόσεχε, Πέτρο. Πρόσεχε, Πέτρο.»
Αλλά πώς ήξερε εκείνος τι του έλεγε;
Ο Πέτρος κατάλαβε. Το γεράκι πάνω απ’ το κεφάλι του ήταν ο αδελφός του, που προσπαθούσε να τον προφυλάξει. Χάρη στο LSD είχε πετύχει μια σύνδεση που είναι αδύνατον να προσδιοριστεί με επιστημονικούς όρους.
Σταμάτησε να μιλάει και περίμενε την αντίδραση μου. Θα μπορούσα να είχα γελάσει ή -ακόμα χειρότερα- να πω: «Μαλακίες. Αυτά δεν γίνονται.»
Μαλακίες. Αυτά δεν γίνονται.
Αυτή είναι η αγαπημένη φράση των ανθρώπων που νομίζουν ότι το σύμπαν είναι φτιαγμένο σύμφωνα με όσα μπορούμε να καταλάβουμε -εμείς.
Δεν υπάρχει πιο εγωκεντρική, πιο ανθρωποκεντρική αντίληψη απ’ αυτή. Όταν πιστεύεις ότι μόνο αυτά που καταλαβαίνουμε είναι δυνατά. Όταν πιστεύεις ότι μόνο όσα έχουν συμβεί ήδη μπορούν να συμβούν και πάλι, τίποτα άλλο.
«Όλα τα κοράκια που έχω δει είναι μαύρα. Οπότε δεν μπορεί να υπάρχει ένα άσπρο κοράκι;»
Αυτό το έχει πει ο Μπέρτραντ Ράσελ.
Κι ο Βιτγκεστάιν είχε γράψει: «Κάθε πρωί ο ήλιος ανατέλλει. Αλλά θα ανατείλλει αύριο; Είναι μόνο μια υπόθεση.»
Δεν είχα κανέναν λόγο να μην πιστέψω την ιστορία του Πέτρου. Αυτός την πίστευε και δεν ήταν το άτομο που θα μπορούσες εύκολα να αμφισβητήσεις. Είχε πάρει πολλά ψυχότροπα, το δέχομαι ως αντίρρηση, αλλά ήταν πυρηνικός φυσικός. Κι αυτό δεν το κάνεις εύκολα. Πρέπει να έχεις δυνατό μυαλό.
Άλλωστε αυτά που μου είπε στη συνέχεια ήταν πολύ πιο δύσκολο να τα καταλάβω και να τα πιστέψω.
Ξεκίνησε μιλώντας για κάποιες ιδιωτικές κλινικές στις ΗΠΑ που δίνουν LSD στους ετοιμοθάνατους. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να ξεπεράσουν τον φόβο του επερχόμενου θανάτου.
«Επειδή ναρκώνονται ή χάνονται σε συννεφάκια;» του είπα.
«Όχι, ακριβώς το αντίθετο. Το LSD δεν περιορίζει την αντίληψη, τη διευρύνει.»
«Έτσι λένε αυτοί που το παίρνουν.»
«Μη γίνεσαι βλάκας. Εγώ έχω πάρει και ξέρω πώς είναι. Εσύ ως αντίλογο τι έχεις να πεις;»
Δεν είχα κάτι να πω, πέρα απ’ τα κοινότοπα. Αλλά αυτό με τον θάνατο μου ήταν δύσκολο να το δεχτώ. Ίσως γιατί είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου: Ο θάνατος, η εκμηδένιση του εαυτού.
Ο Πέτρος είπε ότι με καταλαβαίνει. Έτσι ένιωθε κι εκείνος, μέχρι που είχε την τελευταία συνάντηση.
Ακολουθώντας τα διδάγματα του Τίμοθι Λίρι είχε φτιάξει στο διαμέρισμα του ένα θάλαμο απομόνωσης. Όλα τα φώτα κλειστά, χωρίς κανέναν θόρυβο. Κι έπαιρνε διαρκώς LSD. Ο σκοπός του ήταν να θυμηθεί τη μητέρα του.
«Δεν είχα καμία ανάμνηση απ’ τη μητέρα μου», είπε. «Μπορούσα να θυμηθώ απ’ τη στιγμή που ξύπνησα στο νοσοκομείο, με μια λάμα στο κεφάλι και τον πατέρα μου να με κοιτάει με απόγνωση. Τα πάντα πριν το δυστύχημα είχαν σβηστεί. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το πρόσωπο της, το γέλιο της, τον ήχο της φωνής της. Μόνο φωτογραφίες είχα, αλλά αυτές δεν έφταναν. Μου έλειπε και ήθελα να τη ξαναβρώ.»
Ο Τίμοθι Λίρι είχε υποστηρίξει ότι τα υποκείμενα των πειραμάτων του στους θαλάμους απομόνωσης μπορούσαν να θυμηθούν με ακρίβεια περιστατικά απ’ τη νηπιακή τους ζωή, ακόμα και νωρίτερα, τη βρεφική. Όλα αυτά, έλεγε ο Λίρι, είναι αποθηκευμένα σε χαμένα αρχεία του μυαλού. Το LSD, σαν ένα είδος ύπνωσης, αλλά πολύ πιο ισχυρό, τα έφερνε στην επιφάνεια.
Ο Πέτρος σταμάτησε για λίγο. Τα τελευταία λεπτά δεν έπινε. Μόνο κάπνιζε, μιλούσε και κοιτούσε το φεγγάρι.
«Και λοιπόν;» τον επανέφερα στο Βενιζέλος. «Τα κατάφερες; Τη θυμήθηκες;»
«Έγινε κάτι πολύ πιο σημαντικό απ’ αυτό.»
Έπαιρνε lsd, έτρωγε σούπες από τενεκεδάκια, κοιμόταν και ξυπνούσε στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή, ίσως ήταν μετά από 24 ή 48 ώρες, δεν ξέρει ακριβώς, είδε.
Δεν ήταν κάτι ρευστό και ακαθόριστο, όπως στα όνειρα. Βρισκόταν εκεί.
Μπροστά του η ασημί μερσεντές αναποδογυρισμένη. Ακουγόταν μόνο ο αδελφός του να κλαίει. Πλησίασε στο αυτοκίνητο.
Είδε το σώμα του. Στο πίσω κάθισμα βρισκόταν ο εξάχρονος Πέτρος. Με αίμα να τρέχει απ’ το κεφάλι. Λιπόθυμος. Ο Νίκος δίπλα είχε σπασμένο χέρι, αλλά ήταν ξύπνιος.
Ο πατέρας μπροστά δεν φαινόταν να είχε κάποιο τραύμα, αλλά είχε χάσει τις αισθήσεις του. Φορούσε ζώνη, όπως και τα παιδιά. Αλλά το σώμα της μητέρας είχε σπάσει το παρμπρίζ κι είχε πεταχτεί έξω. Ήταν κουρελιασμένο μερικά μέτρα πίσω.
Ο Πέτρος πήγε να την πλησιάσει. Τότε άκουσε τη φωνή της, αυτή τη φωνή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει.
«Μην πας. Δεν θέλω να με δεις έτσι.»
Στράφηκε και την είδε. Να στέκεται, όμορφη και νέα, εκεί δίπλα του. Αλλά ήταν πολύ ψηλή. Κατάλαβε ότι ήταν εξάχρονος ξανά.
«Μαμά, συγνώμη.»
«Αγάπη μου, δεν έκανες τίποτα εσύ.»
«Μου λείπεις», της είπε.
«Μην ανησυχείς. Θα είμαι πάντα δίπλα σου. Εσύ θα γυρίσεις. Εγώ θα μείνω εδώ. Αλλά θα είμαι πάντα κομμάτι σου.»
Θα γυρίσεις. Ο Πέτρος δεν είχε δημιουργήσει μια καινούρια εικόνα. Αυτό που ζούσε ήταν μια ανάμνηση αυτού που είχε συμβεί.
«Είμαι νεκρός;» είπε στη μητέρα του.
«Είσαι ανάμεσα. Αλλά θα γυρίσεις και θα ζήσεις πολλά ακόμα.»
«Εσύ είσαι νεκρή; Και πώς; Νιώθω ότι είμαι εδώ κι ότι δεν είμαι. Σαν να μπορώ να δω τον εαυτό μου μετά από πολλά χρόνια. Κι είναι μεγάλος, σε μια ξένη πόλη.»
Η μητέρα του μόνο ξεφύσησε και χαμογέλασε.
«Είναι αδύνατον να στο εξηγήσω», του είπε. «Αυτό που σου συμβαίνει τώρα θα το ξεχάσεις. Δεν θα θυμάσαι ούτε τη συνάντηση μας.»
«Δεν θέλω να ξεχάσω.»
«Δεν γίνεται αλλιώς. Θα γυρίσεις στο σώμα σου και θα ζήσεις πολλά χρόνια.»
«Και μετά;»
«Τότε ο χρόνος δεν θα ‘χει καμία σημασία.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Δεν μπορείς να καταλάβεις, γιατί είσαι ακόμα εδώ.»
«Και μετά;»
«Σου είπα. Δεν υπάρχει πριν και μετά, αλλά πρέπει να φύγεις για να το καταλάβεις.»
Σταμάτησε να μιλάει, αλλά ο Πέτρος ένιωθε ότι μπορούσε ν’ ακούσει τις σκέψεις της:
Αυτά που καταλαβαίνουμε όσο ζούμε στο σώμα μας είναι αυτά που μπορεί να καταλάβει το σώμα μας. Μέχρι εκεί φτάνει η αντίληψη μας. Αλλά… Είναι τόσο δύσκολο και τόσο εύκολο, αλλά είναι τόσο διαφορετικό, κάτι που δεν μπορείς να εξηγήσεις με λέξεις. Απλώς να θυμάσαι ότι βλέπεις τον κόσμο μέσα από μια τρύπα. Κι είναι πολύ περισσότερα αυτά που δεν βλέπεις.
Ακούστηκε μια σειρήνα ασθενοφόρου. Οι νοσοκόμοι πήγαν πρώτα στη νεκρή γυναίκα. Ο Πέτρος με τη μητέρα τους κοιτούσαν.
«Δεν στεναχωριέσαι;» της είπε ο Πέτρος.
«Όταν θα είσαι εδώ θα καταλάβεις», του είπε.
«Δεν υπάρχει στεναχώρια;»
«Δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Δεν φτάνουν οι λέξεις για να το περιγράψω.»
Οι νοσοκόμοι άφησαν τη γυναίκα και πήγαν στ’ αμάξι. Έβγαλαν πρώτα τα παιδιά. Τον Νίκο που έκλαιγε και ζητούσε τη μαμά του. Μετά τον Πέτρο. Τον σήκωσαν προσεκτικά κι ενώ του έδεναν το κεφάλι του έβαλαν οξυγόνο.
«Θα γυρίσεις τώρα», του είπε η μητέρα.
«Φοβάμαι», έκανε ο Πέτρος.
Η μητέρα έσκυψε και τον κοίταξε κατά πρόσωπο.
«Μη φοβάσαι τίποτα», του είπε. «Απόλαυσε ‘το όσο διαρκεί. Είναι δώρο. Και πες στον Νικολάκη και στον πατέρα σου…»
Ο Πέτρος ένιωσε να λιποθυμά. Βρέθηκε πρώτα στο ασθενοφόρο, με τους νοσομόκους από πάνω του, κι έπειτα στο σκοτεινό δωμάτιο του, στο Σικάγο, είκοσι χρόνια μετά. Κι εκεί ανάμεσα, στο μεταίχμιο, ανάμεσα στο 1966 και στο 1986, ανάμεσα στον εξάχρονο και στον είκοσι εξάχρονο, ανάμεσα στη ζωή και στο μετέκεινα, άκουσε τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Το μόνο που δεν χάνεται είναι η αγάπη».
Από κείνη τη μέρα ο Πέτρος δεν ξαναπήρε lsd. Δεν το χρειαζόταν πλέον. Έλαβε το μήνυμα κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Είπε στον πατέρα του και στον αδελφό του τα πάντα. Ο Νίκος άργησε να το αποδεχτεί. Αλλά ο πατέρας του, παραδόξως, σαν άκουσε την ανάμνηση του Πέτρου δεν ξαφνιάστηκε ούτε παραξενεύτηκε.
«Εγώ τη βλέπω συχνά στον ύπνο μου», είπε στον Πέτρο. «Δεν μιλάει, αλλά καταλαβαίνω.»
«Εσύ;» ρώτησα τον Πέτρο. «Την ονειρεύεσαι ποτέ;»
«Μια φορά», είπε εκείνος, «ξύπνιος ήμουν, καθόμουν στο μπαλκόνι κι έπινα κρασί, και είδα μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα να περνάει από κάτω. Νομίζω ότι ήταν αυτή, αλλά μέχρι να σηκωθώ είχε φύγει.»
«Σου λείπει;»
«Εννοείται. Πάντα. Αλλά θυμάμαι αυτά που μου είπε.»
Ο Πέτρος έκανε ξαφνικά πίσω, χαμογέλασε, και με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά.
«Είναι αστείο», μου είπε. «Αυτά που σου λέω λίγοι άνθρωποι τα ξέρουν. Ο πατέρας μου, ο αδελφός μου, η πρώην μου και η Γεωργία… Η πρώην μου δεν με πίστεψε.»
«Και καλά έκανε», του είπα. «Κάποιες ιστορίες πρέπει να τις μοιράζονται λίγοι. Μην πετάς μαργαριτάρια στους χοίρους.»
«Είσαι παράξενος, παρότι πιτσιρίκι», μου είπε ο Πέτρος.
«Κάποιοι γεννιόμαστε έτσι.»
Ήπιαμε όση ρακί είχε μείνει στο μπουκάλι και κοιμηθήκαμε σαν πτώματα. Λίγες ώρες μετά, στον Πειραιά, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και διευθύνσεις και χωριστήκαμε.
Δεν τον είδα ξανά. Γύρισα στον ναύσταθμο για να πάρω το χαρτί απόλυσης και να φύγω πάλι. Ο Πέτρος είχε έξοδο.
Το πιο περίεργο αυτής της ιστορίας είναι ότι ο Πέτρος (με διαφορετικό όνομα) είναι υπαρχτό πρόσωπο -και είναι ο μόνος πυρηνικός φυσικός που έχω γνωρίσει.
Η ιστορία που μου είπε δεν ξέρω αν είναι αληθινή, δεν μπορώ να την επιβεβαιώσω με κάποιο τρόπο. Αλλά ο «Πέτρος» την πίστευε όταν μου την είπε. Κι εγώ τον πιστεύω, χωρίς να έχω καμία απόδειξη.
Ένα τελευταίο παράξενο στοιχείο αυτής της ιστορίας είναι το εξής: Ξεκίνησα να τη γράφω στις 20 Ιουλίου του 2018. Το επόμενο βράδυ τέλειωσα την πρώτη γραφή. Στις 22 πήγα να τη διορθώσω και να βρω φωτογραφία. Ήταν η μέρα που πέθανε ο σπουδαίος Μάνος Ελευθερίου.
Κατά τύχη έπεσα πάνω σε μία απ’ τις τελευταίες συνεντεύξεις του. Και βρήκα αυτά που έλεγε ο Ελευθερίου για τη νεκρή μητέρα του.
Κατά τύχη… Όλα τυχαία μοιάζουνε όταν κοιτάς τον κόσμο μέσα από μια τρύπα.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
«Είναι αμίλητη, Δεν μου έχει μιλήσει ποτέ. Την ακούω να μιλάει χωρίς να μιλάει. Δεν μας μιλάνε οι νεκροί που έρχονται στον ύπνο μας, δεν μας μιλάνε.
● Είχατε πιο στενή σχέση με τη μητέρα σας;
Έτσι γίνεται. Η μητέρα είναι η βάση, είναι ο άξονας που όλα γυρίζουν γύρω του.
● Γι’ αυτό και σας «επισκέπτεται» πιο συχνά…
Ναι. Όταν μου μιλάει δεν ανοίγει το στόμα της. Στα όνειρα ακούμε εκείνα που σκέφτονται οι νεκροί.»
Ο Μάνος Ελευθερίου, 80 χρονών, στην τελευταία του συνέντευξη
1966, Εθνική οδός Κέηπ Τάουν-Γιοχάνεσμπουργκ
Στο πίσω κάθισμα της ασημί μερσεντές κάθονται ο Πέτρος, έξι χρονών, και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Νίκος. Τσακώνονται για ένα κόμιξ της DC.
Ο πατέρας οδηγάει. Εκνευρισμένος απ’ τις φωνές ανάβει τσιγάρο. Η μητέρα τον βλέπει. Λύνει τη ζώνη της και γυρίζει προς τα πίσω.
«Μπορείτε να σταματήσετε;» τους λέει.
«Δεν μου το δίνει. Είναι η σειρά μου», λέει ο Πέτρος.
«Δεν είναι», κάνει ο Νίκος.
«Είναι. Είπες ότι θα διαβάσεις μία ιστορία και θα μου το δώσεις.»
«Δεν την τέλειωσα ακόμη.»
«Την τέλειωσες, σε είδα.»
«Παιδιά… Παιδιά! Ενοχλείτε τον πατέρα σας που οδηγάει.»
«Δεν μου το δίνει.»
«Δεν τέλειωσα. Κι εσύ δεν ξέρεις ούτε να διαβάζεις.»
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΩΡΑ!»
Τα παιδιά σταματούν. Η μητέρα γυρνάει μπροστά. Ο Πέτρος μουτρώνει. Ο Νίκος τον κοιτάει και τον κοροϊδεύει.
«Cafri», κάνει ο Πέτρος.
Ο πατέρας εξοργισμένος κοιτάει πίσω.
«Τι ‘ν’ αυτά που λες; Δεν θέλω ν’ ακούω απ’ τα παιδιά μου ρατσιστικά…»
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση. Ενώ κοιτάει πίσω η μερσεντές μπαίνει στη δεξιά λωρίδα.
«ΓΙΩΡΓΟ!» είναι η τελευταία λέξη που λέει η μητέρα.
Το αυτοκίνητο που τους προσπερνάει από δεξιά κορνάρει για να μην τρακάρουν. Ο πατέρας στρέφει απότομα το τιμόνι αριστερά. Χάνει τον έλεγχο. Η μερσεντές χτυπάει στο κράσπεδο και απογειώνεται. Κάνει τρεις τούμπες και εκατό μέτρα μέχρι να σταματήσει.
~~{}~~
Τον Ιούλιο του 1996 είχα κλείσει δεκαεφτά μήνες στον Ναύσταθμο Σούδας. Μετρούσα 58+σήμερα. Συνέχιζα να είμαι στα μαγειρεία, αλλά ήμουν τόσο παλιός, που δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα. Ούτε καν να κουρεύομαι. Απλώς περίμενα την απόλυση. Ευτυχισμένες μέρες.
Είχε μπει μόλις η καινούρια σειρά, η 96Δ, κι είχαν φέρει τα στραβάδια για τις αγγαρείες. Ο Πολάκης, που ήταν και λιγάκι σαδιστής, τους έβαλε να καθαρίσουν όλες τις λαμαρίνες απ’ την αρχή.
Ταΐζαμε χίλιους ανθρώπους κάθε μέρα. Υπήρχαν πολλές βρώμικες λαμαρίνες.
Τους κοιτούσα να τρίβουν, ενώ έπινα τον καφέ μου και διάβαζα την Ιστορία της Αναρχίας, του Νορντάου. Δεν ήμουν και πολύ αλληλέγγυος, το παραδέχομαι, αλλά όπως να το δεις οι παλιοί δεν κάνουν αγγαρείες.
Παρατήρησα ανάμεσα στους νέους κι έναν παππού. Παππούδες λέγαμε όλους εκείνους που ήταν πάνω από τριάντα και υπηρετούσαν. Εκείνος είχε μισή καράφλα, γυαλιά και κοιλιά. Ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα παππού.
Παραδόξως έτριβε τις λαμαρίνες με πολύ περισσότερο ζήλο απ’ τους άλλους, σαν να το απολάμβανε.
Κάποια στιγμή πέρασε δίπλα μου για να πάει στην τουαλέτα. Είδε τι διάβαζα.
«Νορντάου, ε; Πρέπει να διαβάσεις και Χάουαρντ Ζιν. Είναι πολύ πιο έγκυρος», μου είπε ο παππούς.
Στο στρατό δεν ήταν εύκολο να βρεις άνθρωπο για να μιλήσεις. Έτσι του είπα ν’ αφήσει για λίγο τις λαμαρίνες και να κάτσει να τον κεράσω καφέ.
«Πρώτα θα βοηθήσω τους άλλους να τελειώσουν. Μετά καθόμαστε», μου είπε και γύρισε γρήγορα στη δουλειά του.
Μου άρεσε ο τρόπος του. Πήγα κι εγώ εκεί.
«Περιμένετε να σας δείξω ένα κόλπο για να καθαρίζουν στο μισό χρόνο», τους είπα.
Η σκόνη για τα ρούχα διαλύει πιο γρήγορα τα λίπη. Αυτά τα μαθαίνεις με τον καιρό.
~~
Κάτσαμε με τον Πέτρο στο εστιατόριο.
«Λοιπόν», του είπα, «πόσων χρονών είσαι;»
«Θα γίνω τριάντα έξι σ’ ένα μήνα.»
«Τριάντα έξι!» (εγώ ήμουν μόλις είκοσι δύο) «Και γιατί μπήκες τώρα; Ανυπόταχτος;»
«Εξάμηνο θα κάνω. Σπούδαζα μέχρι πέρσι, στο Σικάγο.»
«Τριάντα έξι και σπούδαζες; Τι είσαι; Καρδιοχειρουργός ή πυρηνικός φυσικός;»
«Το δεύτερο», είπε ο Πέτρος.
Το είχα πει για πλάκα. Ήταν η πρώτη φορά που γνώριζα έναν πυρηνικό φυσικό -και η τελευταία ως τώρα. Για να είμαι ειλικρινής δεν τον πίστεψα. Αλλά ρώτησα στο οπλονομείο και μου το επιβεβαίωσαν.
Αυτό είναι ένα απ’ τα παράλογα του στρατού -μήπως και της ελληνικής κοινωνίας; Να έχεις έναν πυρηνικό φυσικό και να τον βάζεις στα μαγειρεία να τρίβει λαμαρίνες.
Εκείνου του άρεσε να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, να καθαρίζει τουαλέτες, να κάνει μάπα και ματσακόνι. Δεν ήθελε δουλειά γραφείου.
Μόνο μια φορά μίλησε για τις σπουδές του στους ανώτερους. Όταν κάποιος υπαξιωματικός πενηντάρης τον πρόσβαλε. Ο Πέτρος του είχε απαντήσει: «Κύριε Χατζηπανάγο. Εγώ με την ευφυία και τα πτυχία που έχω αν ήμουν στην ηλικία σας, στο ελληνικό ναυτικό, θα ήμουν τουλάχιστον αντιναύαρχος.»
Έφαγε μερικές μέρες φυλακή γι’ αυτό.
~~
Μου άρεσε πολύ να συζητάω με τον Πέτρο. Δεν ήταν μόνο σπουδαγμένος, ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Ήξερε από μουσική και κινηματογράφο, είχε διαβάσει πολλή λογοτεχνία, κι είχε ζήσει κι έντονη ζωή.
Αλλά την σημαντικότερη κουβέντα την κάναμε την νύχτα που πήραμε μαζί το πλοίο για Αθήνα, αυτός σουκού, εγώ άδεια απολύσεως.
Το Βενιζέλος έφευγε απ’ τη Σούδα στις οκτώ το βράδυ κι έφτανε Πειραιά το πρωί. Ήταν καλό πλοίο για φαντάρους. Ήταν μεγάλο κι είχε πολλές καβάντζες για να στρώσεις σλίπινγκ μπαγκ και να κοιμηθείς -ακόμα και τον χειμώνα.
Το καλοκαίρι, με τις τουρίστριες να κοιμούνται παντού γύρω στο κατάστρωμα, ήταν ιδανικό μέρος.
~~
Είχα εφοδιαστεί για το ταξίδι. Ενάμιση κιλό ρακί, που μου έφερνε ένας πολίτης του ναυσταύθμου, ο κυρ Μανώλης -καλά να είναι αν ζει ακόμα. Ρακί πιο διάφανη κι από νερό. Όσο κι αν έπινες την άλλη μέρα ξυπνούσες χωρίς πονοκέφαλο.
Κάτσαμε με τον Πέτρο στο κατάστρωμα, έβγαλα και τα σάντουιτς που είχα καβαντζώσει απ’ το μαγειρείο, ανοίξαμε τη ρακί και πιάσαμε την κουβέντα. Πίναμε απ’ το μπουκάλι κι οι δύο. Με τέτοια περιεκτικότητα σε αλκοόλ δεν φοβάσαι μικρόβια.
Στην αρχή θυμάμαι ότι μιλάγαμε για κβαντομηχανική. Δεν κατάλαβα τίποτα. Μου πρότεινε εκλαϊκευμένα βιβλία να διαβάσω για το θέμα, όπως το «Η Αλίκη στη χώρα των κβάντων».
Μετά ξεκίνησα να του λέω ότι κάθε μαθηματική επινόηση των ανθρώπων είναι ψευδαίσθηση -είχα αρχίσει να μεθάω. Ακόμα και το 1+1=2 είναι κατά συνθήκη. Γιατί ισχύει μόνο αν μπορούμε να ορίσουμε το 1, τη μονάδα. Και στη φύση δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μικρότερα κομμάτια.
Έλεγα ανοησίες ενός 22χρονου-θέλω-να-γίνω-συγγραφέας. Ο Πέτρος γελούσε.
~~
Κάποια στιγμή μες στη νύχτα με ρώτησε μήπως είχα και τίποτα άλλο μαζί μου. Κατάλαβα ότι εννοούσε φούντα. Όλοι στο ναύσταυθμο την έπιναν. Ακόμη κι οι υπαξιωματικοί. Αλλά -δυστυχώς για τον Πέτρο- είχε πέσει σε άτομο με διαφορετικό εθισμό.
Με αφετηρία αυτό ξεκινήσαμε να μιλάμε για ουσίες. Κι αντιλήφθηκα ότι ο Πέτρος, όσο ήταν φοιτητής στην Αμερική, είχε δοκιμάσει περισσότερα απ’ όσα μπορώ να ονομάσω, με προτίμηση στα ενθεογόνα ή ενθεογενή ή ψυχότροπα ή ψυχεδελικά ή παραισθησιογόνα.
Πεγιότ, ψυλοκυβίνη, μαγικά μανιτάρια, ντάτουρα, κι άλλα τόσα, τα είχε πάρει όλα.
«LSD;» τον ρώτησα.
Χαμογέλασε, αλλά είδα στο πρόσωπο του και κάτι παραπάνω, κάτι σαν θλίψη, κάτι σαν νοσταλγία.
«Το LSD», μου είπε, «είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ τα φυσικά. Είναι τόσο δυνατό που…»
«Σαν βόμβα που ρίχνεις στο κεφάλι σου;»
«Όχι, καμιά σχέση. Έτσι είναι η ηρωίνη. Σε ισοπεδώνει. Το acid είναι αλλιώς. Είναι… Θυμάσαι στα παλιά χρόνια, στις ταινίες θα το ‘χεις δει, πώς ήταν τα τηλεφωνικά κέντρα;»
«Εννοείς με τις τηλεφωνήτριες που είχαν μπροστά τους τον πίνακα και σε συνδέανε με όποιον τους έλεγες;»
«Ναι, ακριβώς έτσι. Αλλά χωρίς τηλεφωνήτριες.»
Σταμάτησε για λίγο να μιλάει, κι εγώ να τον ακούω, καθώς περνούσε από μπροστά μας μια ημίγυμνη τουρίστρια που θα κόλαζε φιλόσοφο. Ήπιαμε λίγη ρακί για να συνέρθουμε.
Ήμασταν καταμεσίς στο Αιγαίο εκείνη την ώρα. Το φεγγάρι ήταν πάνω και κάτω, στον ουρανό και στη θάλασσα. Θα ήταν προτιμότερο να κάναμε ρομαντζάδα με μια ημίγυμνη. Αλλά η παρέα ενός φίλου είναι το δεύτερο καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί.
«Φαντάσου», είπε ο Πέτρος σαν ξεκολλήσαμε, «ένα απέραντο τηλεφωνικό κέντρο. Αυτό είναι ο εγκέφαλος. Κάθε φορά που παίρνεις LSD το βύσμα της αντίληψης μπαίνει σε μια διαφορετική τρύπα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορείς να ελέγξεις πού θα μπει.»
«Και;»
«Και τι; Τι εννοείς;»
«Εσένα πού σου μπήκε;» του είπα.
Ο Πέτρος με κοίταξε, πιο πολύ με σκάναρε στα γρήγορα, για να δει αν θα μπορούσε να με εμπιστευτεί. Κατάλαβε ότι ήμουν αρκετά τρελός για να τον πιστέψω.
«Αυτά που έχω δει, νιώσει, αντιληφτεί με το LSD, δεν μπορούν να τα φτάσουν πενήντα χρόνια σπουδών», μου είπε. «Ο εγκέφαλος μας είναι αχανής και το πιο παράξενο απ’ όλα είναι ότι ακόμα κι αυτός είναι τόσο περιορισμένος. Υπάρχουν πολλά περισσότερα απ’ αυτά που καταλαβαίνουμε και άπειρα περισσότερα απ’ αυτά που μπορούμε να καταλάβουμε.»
Έκανε μια παύση, ήπιε κι άλλη ρακί -ο ορός της αλήθειας- και μου είπε μια παράξενη, μεταφυσική εμπειρία που είχε με LSD.
~~
Ο Πέτρος μεγάλωσε στη Νότια Αφρική. Ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης, διορισμένος στο Κέηπ Τάουν. Όταν ήταν έξι χρονών είχαν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Σκοτώθηκε η μητέρα του, που δεν φορούσε ζώνη. Εκείνος τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά του βάλαν μια λάμα στο κεφάλι κι επέζησε (γι’ αυτό και ήταν Ι4 στο στρατό).
Ο αδελφός του, που ήταν μεγαλύτερος, από τότε πίστευε ότι έπρεπε να τον προστατεύει.
Κάποια μέρα που ο Πέτρος ήταν στο Σικάγο, φοιτητής, πήρε LSD. Εκείνη την εποχή ο Νίκος ήταν στο Λονδίνο, όπου σπούδαζε διοίκηση επιχειρήσεων.
Το LSD έδωσε στον Πέτρο ένα bad trip. Είχε βγει στους δρόμους σαν τρελός. Έτρεχε για να γλιτώσει απ’ το γεράκι.
Γιατί υπήρχε ένα γεράκι ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι του. Δεν πετούσε, ήταν εκεί, μερικά μέτρα από πάνω του. Κι όποτε σήκωνε τα μάτια να το δει, εκείνο έκανε πιο πίσω.
Ταυτόχρονα άκουγε, μες στο μυαλό του, τη φωνή του αδελφού του να του λέει: «Πρόσεχε, Πέτρο. Πρόσεχε!»
Τσακώθηκε με κάποιους στο δρόμο, παραλίγο να τον συλλάβει η αστυνομία, ήπιε χυμούς και βιταμίνες C για να ξενερώσει, αλλά τίποτα.
Μετά από δυο ώρες ο Πέτρος δεν άντεξε άλλο. Πήγε σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο και πήρε Λονδίνο. Σαν το σήκωσαν απ’ την άλλη μεριά φώναξε: «Τι θες; Τι θες; Ακούω τη φωνή σου μες στο κεφάλι μου. Τι θες;»
Ο Νίκος, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, ξεκίνησε να κλαίει. Είπε στον Πέτρο ότι είχε δει έναν εφιάλτη. Είχε δει ότι ήταν πάλι στη μερσεντές, ότι τσακώνονταν για το κόμιξ, κι ότι σκοτωνόταν κι ο Πέτρος στη σύγκρουση.
Είχε ξυπνήσει μες στη νύχτα και έλεγε από μέσα του: «Πρόσεχε, Πέτρο. Πρόσεχε, Πέτρο.»
Αλλά πώς ήξερε εκείνος τι του έλεγε;
Ο Πέτρος κατάλαβε. Το γεράκι πάνω απ’ το κεφάλι του ήταν ο αδελφός του, που προσπαθούσε να τον προφυλάξει. Χάρη στο LSD είχε πετύχει μια σύνδεση που είναι αδύνατον να προσδιοριστεί με επιστημονικούς όρους.
~~
Σταμάτησε να μιλάει και περίμενε την αντίδραση μου. Θα μπορούσα να είχα γελάσει ή -ακόμα χειρότερα- να πω: «Μαλακίες. Αυτά δεν γίνονται.»
Μαλακίες. Αυτά δεν γίνονται.
Αυτή είναι η αγαπημένη φράση των ανθρώπων που νομίζουν ότι το σύμπαν είναι φτιαγμένο σύμφωνα με όσα μπορούμε να καταλάβουμε -εμείς.
Δεν υπάρχει πιο εγωκεντρική, πιο ανθρωποκεντρική αντίληψη απ’ αυτή. Όταν πιστεύεις ότι μόνο αυτά που καταλαβαίνουμε είναι δυνατά. Όταν πιστεύεις ότι μόνο όσα έχουν συμβεί ήδη μπορούν να συμβούν και πάλι, τίποτα άλλο.
«Όλα τα κοράκια που έχω δει είναι μαύρα. Οπότε δεν μπορεί να υπάρχει ένα άσπρο κοράκι;»
Αυτό το έχει πει ο Μπέρτραντ Ράσελ.
Κι ο Βιτγκεστάιν είχε γράψει: «Κάθε πρωί ο ήλιος ανατέλλει. Αλλά θα ανατείλλει αύριο; Είναι μόνο μια υπόθεση.»
~~
Δεν είχα κανέναν λόγο να μην πιστέψω την ιστορία του Πέτρου. Αυτός την πίστευε και δεν ήταν το άτομο που θα μπορούσες εύκολα να αμφισβητήσεις. Είχε πάρει πολλά ψυχότροπα, το δέχομαι ως αντίρρηση, αλλά ήταν πυρηνικός φυσικός. Κι αυτό δεν το κάνεις εύκολα. Πρέπει να έχεις δυνατό μυαλό.
Άλλωστε αυτά που μου είπε στη συνέχεια ήταν πολύ πιο δύσκολο να τα καταλάβω και να τα πιστέψω.
Ξεκίνησε μιλώντας για κάποιες ιδιωτικές κλινικές στις ΗΠΑ που δίνουν LSD στους ετοιμοθάνατους. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να ξεπεράσουν τον φόβο του επερχόμενου θανάτου.
«Επειδή ναρκώνονται ή χάνονται σε συννεφάκια;» του είπα.
«Όχι, ακριβώς το αντίθετο. Το LSD δεν περιορίζει την αντίληψη, τη διευρύνει.»
«Έτσι λένε αυτοί που το παίρνουν.»
«Μη γίνεσαι βλάκας. Εγώ έχω πάρει και ξέρω πώς είναι. Εσύ ως αντίλογο τι έχεις να πεις;»
Δεν είχα κάτι να πω, πέρα απ’ τα κοινότοπα. Αλλά αυτό με τον θάνατο μου ήταν δύσκολο να το δεχτώ. Ίσως γιατί είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου: Ο θάνατος, η εκμηδένιση του εαυτού.
Ο Πέτρος είπε ότι με καταλαβαίνει. Έτσι ένιωθε κι εκείνος, μέχρι που είχε την τελευταία συνάντηση.
Ακολουθώντας τα διδάγματα του Τίμοθι Λίρι είχε φτιάξει στο διαμέρισμα του ένα θάλαμο απομόνωσης. Όλα τα φώτα κλειστά, χωρίς κανέναν θόρυβο. Κι έπαιρνε διαρκώς LSD. Ο σκοπός του ήταν να θυμηθεί τη μητέρα του.
«Δεν είχα καμία ανάμνηση απ’ τη μητέρα μου», είπε. «Μπορούσα να θυμηθώ απ’ τη στιγμή που ξύπνησα στο νοσοκομείο, με μια λάμα στο κεφάλι και τον πατέρα μου να με κοιτάει με απόγνωση. Τα πάντα πριν το δυστύχημα είχαν σβηστεί. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το πρόσωπο της, το γέλιο της, τον ήχο της φωνής της. Μόνο φωτογραφίες είχα, αλλά αυτές δεν έφταναν. Μου έλειπε και ήθελα να τη ξαναβρώ.»
Ο Τίμοθι Λίρι είχε υποστηρίξει ότι τα υποκείμενα των πειραμάτων του στους θαλάμους απομόνωσης μπορούσαν να θυμηθούν με ακρίβεια περιστατικά απ’ τη νηπιακή τους ζωή, ακόμα και νωρίτερα, τη βρεφική. Όλα αυτά, έλεγε ο Λίρι, είναι αποθηκευμένα σε χαμένα αρχεία του μυαλού. Το LSD, σαν ένα είδος ύπνωσης, αλλά πολύ πιο ισχυρό, τα έφερνε στην επιφάνεια.
Ο Πέτρος σταμάτησε για λίγο. Τα τελευταία λεπτά δεν έπινε. Μόνο κάπνιζε, μιλούσε και κοιτούσε το φεγγάρι.
«Και λοιπόν;» τον επανέφερα στο Βενιζέλος. «Τα κατάφερες; Τη θυμήθηκες;»
«Έγινε κάτι πολύ πιο σημαντικό απ’ αυτό.»
~~
Έπαιρνε lsd, έτρωγε σούπες από τενεκεδάκια, κοιμόταν και ξυπνούσε στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή, ίσως ήταν μετά από 24 ή 48 ώρες, δεν ξέρει ακριβώς, είδε.
Δεν ήταν κάτι ρευστό και ακαθόριστο, όπως στα όνειρα. Βρισκόταν εκεί.
Μπροστά του η ασημί μερσεντές αναποδογυρισμένη. Ακουγόταν μόνο ο αδελφός του να κλαίει. Πλησίασε στο αυτοκίνητο.
Είδε το σώμα του. Στο πίσω κάθισμα βρισκόταν ο εξάχρονος Πέτρος. Με αίμα να τρέχει απ’ το κεφάλι. Λιπόθυμος. Ο Νίκος δίπλα είχε σπασμένο χέρι, αλλά ήταν ξύπνιος.
Ο πατέρας μπροστά δεν φαινόταν να είχε κάποιο τραύμα, αλλά είχε χάσει τις αισθήσεις του. Φορούσε ζώνη, όπως και τα παιδιά. Αλλά το σώμα της μητέρας είχε σπάσει το παρμπρίζ κι είχε πεταχτεί έξω. Ήταν κουρελιασμένο μερικά μέτρα πίσω.
Ο Πέτρος πήγε να την πλησιάσει. Τότε άκουσε τη φωνή της, αυτή τη φωνή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει.
«Μην πας. Δεν θέλω να με δεις έτσι.»
Στράφηκε και την είδε. Να στέκεται, όμορφη και νέα, εκεί δίπλα του. Αλλά ήταν πολύ ψηλή. Κατάλαβε ότι ήταν εξάχρονος ξανά.
«Μαμά, συγνώμη.»
«Αγάπη μου, δεν έκανες τίποτα εσύ.»
«Μου λείπεις», της είπε.
«Μην ανησυχείς. Θα είμαι πάντα δίπλα σου. Εσύ θα γυρίσεις. Εγώ θα μείνω εδώ. Αλλά θα είμαι πάντα κομμάτι σου.»
Θα γυρίσεις. Ο Πέτρος δεν είχε δημιουργήσει μια καινούρια εικόνα. Αυτό που ζούσε ήταν μια ανάμνηση αυτού που είχε συμβεί.
«Είμαι νεκρός;» είπε στη μητέρα του.
«Είσαι ανάμεσα. Αλλά θα γυρίσεις και θα ζήσεις πολλά ακόμα.»
«Εσύ είσαι νεκρή; Και πώς; Νιώθω ότι είμαι εδώ κι ότι δεν είμαι. Σαν να μπορώ να δω τον εαυτό μου μετά από πολλά χρόνια. Κι είναι μεγάλος, σε μια ξένη πόλη.»
Η μητέρα του μόνο ξεφύσησε και χαμογέλασε.
«Είναι αδύνατον να στο εξηγήσω», του είπε. «Αυτό που σου συμβαίνει τώρα θα το ξεχάσεις. Δεν θα θυμάσαι ούτε τη συνάντηση μας.»
«Δεν θέλω να ξεχάσω.»
«Δεν γίνεται αλλιώς. Θα γυρίσεις στο σώμα σου και θα ζήσεις πολλά χρόνια.»
«Και μετά;»
«Τότε ο χρόνος δεν θα ‘χει καμία σημασία.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Δεν μπορείς να καταλάβεις, γιατί είσαι ακόμα εδώ.»
«Και μετά;»
«Σου είπα. Δεν υπάρχει πριν και μετά, αλλά πρέπει να φύγεις για να το καταλάβεις.»
Σταμάτησε να μιλάει, αλλά ο Πέτρος ένιωθε ότι μπορούσε ν’ ακούσει τις σκέψεις της:
Αυτά που καταλαβαίνουμε όσο ζούμε στο σώμα μας είναι αυτά που μπορεί να καταλάβει το σώμα μας. Μέχρι εκεί φτάνει η αντίληψη μας. Αλλά… Είναι τόσο δύσκολο και τόσο εύκολο, αλλά είναι τόσο διαφορετικό, κάτι που δεν μπορείς να εξηγήσεις με λέξεις. Απλώς να θυμάσαι ότι βλέπεις τον κόσμο μέσα από μια τρύπα. Κι είναι πολύ περισσότερα αυτά που δεν βλέπεις.
Ακούστηκε μια σειρήνα ασθενοφόρου. Οι νοσοκόμοι πήγαν πρώτα στη νεκρή γυναίκα. Ο Πέτρος με τη μητέρα τους κοιτούσαν.
«Δεν στεναχωριέσαι;» της είπε ο Πέτρος.
«Όταν θα είσαι εδώ θα καταλάβεις», του είπε.
«Δεν υπάρχει στεναχώρια;»
«Δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Δεν φτάνουν οι λέξεις για να το περιγράψω.»
Οι νοσοκόμοι άφησαν τη γυναίκα και πήγαν στ’ αμάξι. Έβγαλαν πρώτα τα παιδιά. Τον Νίκο που έκλαιγε και ζητούσε τη μαμά του. Μετά τον Πέτρο. Τον σήκωσαν προσεκτικά κι ενώ του έδεναν το κεφάλι του έβαλαν οξυγόνο.
«Θα γυρίσεις τώρα», του είπε η μητέρα.
«Φοβάμαι», έκανε ο Πέτρος.
Η μητέρα έσκυψε και τον κοίταξε κατά πρόσωπο.
«Μη φοβάσαι τίποτα», του είπε. «Απόλαυσε ‘το όσο διαρκεί. Είναι δώρο. Και πες στον Νικολάκη και στον πατέρα σου…»
Ο Πέτρος ένιωσε να λιποθυμά. Βρέθηκε πρώτα στο ασθενοφόρο, με τους νοσομόκους από πάνω του, κι έπειτα στο σκοτεινό δωμάτιο του, στο Σικάγο, είκοσι χρόνια μετά. Κι εκεί ανάμεσα, στο μεταίχμιο, ανάμεσα στο 1966 και στο 1986, ανάμεσα στον εξάχρονο και στον είκοσι εξάχρονο, ανάμεσα στη ζωή και στο μετέκεινα, άκουσε τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Το μόνο που δεν χάνεται είναι η αγάπη».
~~
Από κείνη τη μέρα ο Πέτρος δεν ξαναπήρε lsd. Δεν το χρειαζόταν πλέον. Έλαβε το μήνυμα κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Είπε στον πατέρα του και στον αδελφό του τα πάντα. Ο Νίκος άργησε να το αποδεχτεί. Αλλά ο πατέρας του, παραδόξως, σαν άκουσε την ανάμνηση του Πέτρου δεν ξαφνιάστηκε ούτε παραξενεύτηκε.
«Εγώ τη βλέπω συχνά στον ύπνο μου», είπε στον Πέτρο. «Δεν μιλάει, αλλά καταλαβαίνω.»
~~
«Εσύ;» ρώτησα τον Πέτρο. «Την ονειρεύεσαι ποτέ;»
«Μια φορά», είπε εκείνος, «ξύπνιος ήμουν, καθόμουν στο μπαλκόνι κι έπινα κρασί, και είδα μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα να περνάει από κάτω. Νομίζω ότι ήταν αυτή, αλλά μέχρι να σηκωθώ είχε φύγει.»
«Σου λείπει;»
«Εννοείται. Πάντα. Αλλά θυμάμαι αυτά που μου είπε.»
Ο Πέτρος έκανε ξαφνικά πίσω, χαμογέλασε, και με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά.
«Είναι αστείο», μου είπε. «Αυτά που σου λέω λίγοι άνθρωποι τα ξέρουν. Ο πατέρας μου, ο αδελφός μου, η πρώην μου και η Γεωργία… Η πρώην μου δεν με πίστεψε.»
«Και καλά έκανε», του είπα. «Κάποιες ιστορίες πρέπει να τις μοιράζονται λίγοι. Μην πετάς μαργαριτάρια στους χοίρους.»
«Είσαι παράξενος, παρότι πιτσιρίκι», μου είπε ο Πέτρος.
«Κάποιοι γεννιόμαστε έτσι.»
~~
Ήπιαμε όση ρακί είχε μείνει στο μπουκάλι και κοιμηθήκαμε σαν πτώματα. Λίγες ώρες μετά, στον Πειραιά, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και διευθύνσεις και χωριστήκαμε.
Δεν τον είδα ξανά. Γύρισα στον ναύσταθμο για να πάρω το χαρτί απόλυσης και να φύγω πάλι. Ο Πέτρος είχε έξοδο.
~~
Το πιο περίεργο αυτής της ιστορίας είναι ότι ο Πέτρος (με διαφορετικό όνομα) είναι υπαρχτό πρόσωπο -και είναι ο μόνος πυρηνικός φυσικός που έχω γνωρίσει.
Η ιστορία που μου είπε δεν ξέρω αν είναι αληθινή, δεν μπορώ να την επιβεβαιώσω με κάποιο τρόπο. Αλλά ο «Πέτρος» την πίστευε όταν μου την είπε. Κι εγώ τον πιστεύω, χωρίς να έχω καμία απόδειξη.
Ένα τελευταίο παράξενο στοιχείο αυτής της ιστορίας είναι το εξής: Ξεκίνησα να τη γράφω στις 20 Ιουλίου του 2018. Το επόμενο βράδυ τέλειωσα την πρώτη γραφή. Στις 22 πήγα να τη διορθώσω και να βρω φωτογραφία. Ήταν η μέρα που πέθανε ο σπουδαίος Μάνος Ελευθερίου.
Κατά τύχη έπεσα πάνω σε μία απ’ τις τελευταίες συνεντεύξεις του. Και βρήκα αυτά που έλεγε ο Ελευθερίου για τη νεκρή μητέρα του.
Κατά τύχη… Όλα τυχαία μοιάζουνε όταν κοιτάς τον κόσμο μέσα από μια τρύπα.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου