Παναγιώτης Οικονομίδης
Συνάντησα πάλι εχθές τον κύριο Νομισματίδη.
Του θύμισα κάτι που του είχα ζητήσει. Να μου βρει ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη του.
- Δεν με θυμηθήκατε, του παραπονέθηκα.
-Πώς είναι να σε θυμούνται, ε;
Το καταλαβαίνεις όταν δεν σε θυμούνται.
Να μην σε θυμούνται, όχι με τον τρόπο που σε ξεχνάνε οι φίλοι ή οι γνωστοί στα γενέθλια, αλλά με τον τρόπο που απλά κάποιος δεν σε θυμάται. Μετά από χρόνια. Μετά από πολλά χρόνια.
Κάποτε ξανασυνάντησα η κυρία Μαρία, μετά από 33 χρόνια. Ήταν η μάνα του φίλου μου του Γιάννη. Την ξανασυνάντησα αφού είχε πάθει το πρώτο εγκεφαλικό. Γιατί έπαθε και δεύτερο και κανένα δεν της άφησε κουσούρι. Την ξανά συνάντησα λοιπόν όπως είπα μετά από 33 χρόνια. Δεν με θυμόταν. Λογικό είπα. Ήταν, τότε,78 χρόνων. Η κυρά Μαρία δεν με ξέχασε. Απλά δεν με θυμόταν. Θα μου πεις τι σχέση έχει τώρα αυτό. Τα πάντα έχουν σχέση. Όχι απαραίτητα μεταξύ τους αλλά μέσα μας.
Δηλαδή. Όπως σου είπα άλλο να μη σε θυμούνται και άλλο να σε ξεχνάνε. Όταν ο άλλος δεν σε θυμάται είναι σαν να λείπεις από ένα μέρος της ζωής, δεν υπάρχεις στη ζωή του. Γιατί πώς αλλιώς υπάρχουμε; Μέσα από τις ζωές των άλλων. Και όσο μας θυμούνται, υπάρχουμε. Όταν μας ξεχνούν σημαίνει ότι δεν παίζουμε κάποιο ρόλο στη ζωή τους. Άρα δεν υπάρχουμε.
Και θα μου πεις, τώρα πρέπει να κάνω τα πάντα συνεχώς για να με θυμάται ο άλλος;
Αυτή είναι η μία προσέγγιση, να δηλώνεις διαρκώς την παρουσία σου, αυτό το διαρκές άγχος της παρουσίας μας. Αυτό που κάνουν οι περισσότεροι. Είτε που σε παίρνουν τηλέφωνο χωρίς λόγο, η που συνεχώς ανεβάζουνε πράγματα στο Facebook, που τέλος πάντων κάνουν τα πάντα για να ακούγονται και να φαίνονται.
Υπάρχει και η άλλη προσέγγιση. Να σου δώσω ένα παράδειγμα.
Θυμόμαστε κάποιους ανθρώπους χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο.
Δεν σου έχει τύχει κάποιες φορές, σε μια συζήτηση, να λες, γνώριζα κάποιον, καλή του ώρα, που είχε πει αυτό ή εκείνο. Και η κουβέντα πάει παρακάτω.
Σε αυτήν την περίπτωση θυμάσαι αυτόν τον κάποιο. Και τον θυμάσαι χωρίς να τον έχεις δει πολλά πολλά χρόνια μετά που είπε αυτό ή εκείνο.
Θα μου πεις, δεν είναι όπως θυμάσαι ένα κολλητό σου φίλο ή μια παλιά σου φιλενάδα.
Είναι αλλιώς με τον κολλητό ή την φιλενάδα. Έχει μια ζέστη η ανάμνηση. Νιώθεις την καρδούλα σου να σκιρτάει.
Στην άλλη περίπτωση δεν έχει αυτήν την ζέστη, την κάψα, άλλα παρ’ όλα αυτά νιώθεις κάπως αλλιώς, πως να στο πω, σαν όταν είσαι μέσα σε μια αγκαλιά, σαν παιδί στην αγκαλιά της μάνας ή του πατέρα, όχι για την ζέστη της αλλά για το ότι είσαι κάπου που δεν χρειάζεται να σε θυμούνται για να υπάρχεις. Απλά υπάρχεις με έναν τρόπο. Χωρίς γιατί και διότι.
Έτσι είναι όταν θυμάσαι αυτό που είπε εκείνος ο κάποιος. Υπάρχεις μέσα από αυτό που σου είπε κάποτε. Και αυτό το κάτι δεν αφορά τα πάντα,την ζωή, την αγάπη, τον θάνατο, την δύναμη. Και δεν είναι κάτι που αφορά εσένα αποκλειστικά αλλά κάτι που έμεινε μέσα σου. Σαν ένα σημάδι σκαλισμένο πάνω σε ένα μάρμαρο.
Πως είναι να σε θυμούνται με ρώτησες.
Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Μάλλον έχει να κάνει περισσότερο με το να θυμάσαι εσύ τους άλλους κι ας πέρασαν χρόνια.
Γιατί ο χρόνος πάντα είναι αυτός που σε κάνει να μην θυμάσαι. Ο χρόνος που τρώει τα παιδιά του.
Γι΄ αυτό μην γίνεις παιδί του χρόνου. Φύγε από κει.
Το βιβλίο θα σου το φέρω την επόμενη φορά. Άντε γεια σου για τώρα.
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Συνάντησα πάλι εχθές τον κύριο Νομισματίδη.
Του θύμισα κάτι που του είχα ζητήσει. Να μου βρει ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη του.
- Δεν με θυμηθήκατε, του παραπονέθηκα.
-Πώς είναι να σε θυμούνται, ε;
Το καταλαβαίνεις όταν δεν σε θυμούνται.
Να μην σε θυμούνται, όχι με τον τρόπο που σε ξεχνάνε οι φίλοι ή οι γνωστοί στα γενέθλια, αλλά με τον τρόπο που απλά κάποιος δεν σε θυμάται. Μετά από χρόνια. Μετά από πολλά χρόνια.
Κάποτε ξανασυνάντησα η κυρία Μαρία, μετά από 33 χρόνια. Ήταν η μάνα του φίλου μου του Γιάννη. Την ξανασυνάντησα αφού είχε πάθει το πρώτο εγκεφαλικό. Γιατί έπαθε και δεύτερο και κανένα δεν της άφησε κουσούρι. Την ξανά συνάντησα λοιπόν όπως είπα μετά από 33 χρόνια. Δεν με θυμόταν. Λογικό είπα. Ήταν, τότε,78 χρόνων. Η κυρά Μαρία δεν με ξέχασε. Απλά δεν με θυμόταν. Θα μου πεις τι σχέση έχει τώρα αυτό. Τα πάντα έχουν σχέση. Όχι απαραίτητα μεταξύ τους αλλά μέσα μας.
Δηλαδή. Όπως σου είπα άλλο να μη σε θυμούνται και άλλο να σε ξεχνάνε. Όταν ο άλλος δεν σε θυμάται είναι σαν να λείπεις από ένα μέρος της ζωής, δεν υπάρχεις στη ζωή του. Γιατί πώς αλλιώς υπάρχουμε; Μέσα από τις ζωές των άλλων. Και όσο μας θυμούνται, υπάρχουμε. Όταν μας ξεχνούν σημαίνει ότι δεν παίζουμε κάποιο ρόλο στη ζωή τους. Άρα δεν υπάρχουμε.
Και θα μου πεις, τώρα πρέπει να κάνω τα πάντα συνεχώς για να με θυμάται ο άλλος;
Αυτή είναι η μία προσέγγιση, να δηλώνεις διαρκώς την παρουσία σου, αυτό το διαρκές άγχος της παρουσίας μας. Αυτό που κάνουν οι περισσότεροι. Είτε που σε παίρνουν τηλέφωνο χωρίς λόγο, η που συνεχώς ανεβάζουνε πράγματα στο Facebook, που τέλος πάντων κάνουν τα πάντα για να ακούγονται και να φαίνονται.
Υπάρχει και η άλλη προσέγγιση. Να σου δώσω ένα παράδειγμα.
Θυμόμαστε κάποιους ανθρώπους χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο.
Δεν σου έχει τύχει κάποιες φορές, σε μια συζήτηση, να λες, γνώριζα κάποιον, καλή του ώρα, που είχε πει αυτό ή εκείνο. Και η κουβέντα πάει παρακάτω.
Σε αυτήν την περίπτωση θυμάσαι αυτόν τον κάποιο. Και τον θυμάσαι χωρίς να τον έχεις δει πολλά πολλά χρόνια μετά που είπε αυτό ή εκείνο.
Θα μου πεις, δεν είναι όπως θυμάσαι ένα κολλητό σου φίλο ή μια παλιά σου φιλενάδα.
Είναι αλλιώς με τον κολλητό ή την φιλενάδα. Έχει μια ζέστη η ανάμνηση. Νιώθεις την καρδούλα σου να σκιρτάει.
Στην άλλη περίπτωση δεν έχει αυτήν την ζέστη, την κάψα, άλλα παρ’ όλα αυτά νιώθεις κάπως αλλιώς, πως να στο πω, σαν όταν είσαι μέσα σε μια αγκαλιά, σαν παιδί στην αγκαλιά της μάνας ή του πατέρα, όχι για την ζέστη της αλλά για το ότι είσαι κάπου που δεν χρειάζεται να σε θυμούνται για να υπάρχεις. Απλά υπάρχεις με έναν τρόπο. Χωρίς γιατί και διότι.
Έτσι είναι όταν θυμάσαι αυτό που είπε εκείνος ο κάποιος. Υπάρχεις μέσα από αυτό που σου είπε κάποτε. Και αυτό το κάτι δεν αφορά τα πάντα,την ζωή, την αγάπη, τον θάνατο, την δύναμη. Και δεν είναι κάτι που αφορά εσένα αποκλειστικά αλλά κάτι που έμεινε μέσα σου. Σαν ένα σημάδι σκαλισμένο πάνω σε ένα μάρμαρο.
Πως είναι να σε θυμούνται με ρώτησες.
Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Μάλλον έχει να κάνει περισσότερο με το να θυμάσαι εσύ τους άλλους κι ας πέρασαν χρόνια.
Γιατί ο χρόνος πάντα είναι αυτός που σε κάνει να μην θυμάσαι. Ο χρόνος που τρώει τα παιδιά του.
Γι΄ αυτό μην γίνεις παιδί του χρόνου. Φύγε από κει.
Το βιβλίο θα σου το φέρω την επόμενη φορά. Άντε γεια σου για τώρα.
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου