Παναγιώτης Οικονομίδης
Σήμερα η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και βρήκα την ευκαιρία να καθαρίσω λίγο τον κήπο. Κάποια στιγμή με την άκρη του ματιού μου είδα τον κύριο Νομισματίδη να περνάει από τον δρόμο. Είχε βγάλει τη τραγιάσκα του και είχε την ζακέτα του στο χέρι. Περπατούσε κοιτώντας μπροστά του. Δεν κούνησε ούτε το βλέφαρό του. Ξάφνου στάθηκε σαν κάτι να θυμήθηκε. Γύρισε και με χαιρέτισε.
- Ήμουν αφηρημένος. Καλημέρα.
- Καλημέρα κύριε Νώντα.
- Σκεφτόμουν.
- Το κατάλαβα. Τι σκεφτόσασταν;
- Σκεφτόμουν κάτι που μου είπε κάποιος στο καφενείο τις προάλλες. Να στην ηλικία σου πάνω κάτω είναι. Είχε αγανακτήσει πάλι με κάτι που δεν θυμάμαι.
- Τι σας είπε κύριε Νώντα;
- «Είμαι από σάρκα και αίμα. Μεγάλωσα με την αγωνία του μεγαλώματος και πόνεσα από τον έρωτα. Κουβάλησα τις επιταγές και τα όνειρα της προηγούμενης γενιάς. Δούλεψα σκληρά. Έκανα οικογένεια. Χρωστάω στην εφορία και στις τράπεζες. Χρωστάω και στον εαυτό μου. Εξέπεσα από έρωτα. Ξαναγύρισα και είμαι ακόμα εδώ. Έπεσα και σηκώθηκα πολλές φορές. Στο Μεσολόγγι, στη Αρμενία, στον Πόντο, στην Σμύρνη. Στην Χιμάρα, στον Γοργοπόταμο, στην Αθήνα. Στον Γράμμο, στην Καισαριανή, στην Σταδίου, στου Γουδί. Στην Πατησίων, στην Αγίας Άννης, στα Εξάρχεια. Ούτε και θυμάμαι πόσες φορές. Με τα χέρια λυτά και το βλέμμα καθάριο. Είμαι και από κάτι άλλο. Κάτι καθάριο σαν το βλέμμα μου κι ελεύθερο σαν τα χέρια μου. Κάποιοι το λένε πνεύμα. Άλλοι ψυχή. Εγώ το λέω δέντρο.»
Κούνησα το κεφάλι μου.
- Κι εσείς τι του είπατε;
- Τίποτα. Τον άκουσα. Τι μπορείς να πεις στην λιακάδα ενός μυαλού. Μόνο να ζεστάνεις την ψυχή σου. Άντε γεια σου. Με πήρε το μεσημέρι.
Κοίταζα τον κύριο Νομισματίδη που κουνούσε ακόμα το χέρι του φεύγοντας.
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Σήμερα η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και βρήκα την ευκαιρία να καθαρίσω λίγο τον κήπο. Κάποια στιγμή με την άκρη του ματιού μου είδα τον κύριο Νομισματίδη να περνάει από τον δρόμο. Είχε βγάλει τη τραγιάσκα του και είχε την ζακέτα του στο χέρι. Περπατούσε κοιτώντας μπροστά του. Δεν κούνησε ούτε το βλέφαρό του. Ξάφνου στάθηκε σαν κάτι να θυμήθηκε. Γύρισε και με χαιρέτισε.
- Ήμουν αφηρημένος. Καλημέρα.
- Καλημέρα κύριε Νώντα.
- Σκεφτόμουν.
- Το κατάλαβα. Τι σκεφτόσασταν;
- Σκεφτόμουν κάτι που μου είπε κάποιος στο καφενείο τις προάλλες. Να στην ηλικία σου πάνω κάτω είναι. Είχε αγανακτήσει πάλι με κάτι που δεν θυμάμαι.
- Τι σας είπε κύριε Νώντα;
- «Είμαι από σάρκα και αίμα. Μεγάλωσα με την αγωνία του μεγαλώματος και πόνεσα από τον έρωτα. Κουβάλησα τις επιταγές και τα όνειρα της προηγούμενης γενιάς. Δούλεψα σκληρά. Έκανα οικογένεια. Χρωστάω στην εφορία και στις τράπεζες. Χρωστάω και στον εαυτό μου. Εξέπεσα από έρωτα. Ξαναγύρισα και είμαι ακόμα εδώ. Έπεσα και σηκώθηκα πολλές φορές. Στο Μεσολόγγι, στη Αρμενία, στον Πόντο, στην Σμύρνη. Στην Χιμάρα, στον Γοργοπόταμο, στην Αθήνα. Στον Γράμμο, στην Καισαριανή, στην Σταδίου, στου Γουδί. Στην Πατησίων, στην Αγίας Άννης, στα Εξάρχεια. Ούτε και θυμάμαι πόσες φορές. Με τα χέρια λυτά και το βλέμμα καθάριο. Είμαι και από κάτι άλλο. Κάτι καθάριο σαν το βλέμμα μου κι ελεύθερο σαν τα χέρια μου. Κάποιοι το λένε πνεύμα. Άλλοι ψυχή. Εγώ το λέω δέντρο.»
Κούνησα το κεφάλι μου.
- Κι εσείς τι του είπατε;
- Τίποτα. Τον άκουσα. Τι μπορείς να πεις στην λιακάδα ενός μυαλού. Μόνο να ζεστάνεις την ψυχή σου. Άντε γεια σου. Με πήρε το μεσημέρι.
Κοίταζα τον κύριο Νομισματίδη που κουνούσε ακόμα το χέρι του φεύγοντας.
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου