Του Ρούντι Ρινάλντι
Στην πολιτική και πνευματική ζωή ενός τόπου, η «θολή όραση» μπορεί να σημαίνει ανικανότητα ή και άρνηση να δει κανείς καθαρά την πραγματικότητα και να εξάγει σοβαρά και χρήσιμα συμπεράσματα. Τα παραδείγματα είναι πολλά και δεν θα έφτανε ο χώρος να τα αναφέρουμε. Θα σταθούμε σε ορισμένες κραυγαλέες περιπτώσεις μόνο, αυτές που «βγάζουν μάτι».
Από το 2010, όταν η χώρα ήταν ακόμα σε θέση να αποτρέψει πολλά από όσα ήρθαν στην συνέχεια, μέχρι σήμερα που πανηγυρίζουν για την έξοδο από τα Μνημόνια και διαφημίζουν μια ισχυρή Ελλάδα με ηγεμονικό ρόλο στα Βαλκάνια, πέρασαν δέκα περίπου χρόνια.
Στην περίοδο αυτή, πολύς λόγος έγινε για την οικονομία. Την ίδια στιγμή, με τις μνημονιακές συνταγές δεν διασώζονταν αλλά «κουρεύονταν» δραματικά (μείον 27% του ΑΕΠ) και καταστρέφονταν δυνατότητες και εργαλεία ανάπτυξης. Όμως, ο ίδιος ο σχεδιασμός, τόσο των τροϊκανών όσο και των υποτελών κυβερνήσεων, δεν ήταν η διάσωση της οικονομίας αλλά κάτι ευρύτερο: Η αποδιάρθρωση, η μετατροπή της χώρας σε μετανεωτερική αποικία, η καταλήστευση πόρων για 99 χρόνια, το γκριζάρισμα ζωνών και περιοχών. Αλλά και η διάλυση κάθε αντιστασιακού πνεύματος μέσα στον λαό.
Δέκα χρόνια μετά, το χρέος έχει αυξηθεί, η οικονομία έχει αφελληνιστεί σε μεγάλο βαθμό, οι τράπεζες είναι διαλυμένες και υπό ξένο έλεγχο, η μεσαία τάξη καταστραμμένη και η φτωχοποίηση σε έξαρση. Ακόμα, το παραγωγικό μοντέλο, το οικονομικό πρότυπο, η σχέση οικονομίας και παραοικονομίας κ.λπ. δεν έχουν αλλάξει καθόλου, παρά τον έλεγχο και την κηδεμονία που υποτίθεται ότι θα τέλειωναν κάποιες παθογένειες.
Και όχι μόνο. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών και την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαφαίνεται πως πολλά κυριαρχικά δικαιώματα έχουν ρευστοποιηθεί και χάνονται.
Η θολή όραση, διαπερνά όλους τους πολιτικούς φορείς και την διανόηση συνολικά. Αδυνατούν να διαβάσουν τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο. Δεν υπάρχει ευρωατλαντική ασπίδα για τη χώρα απέναντι σε απειλές και κινδύνους. Η Ευρώπη (η Ε.Ε.) και το ΝΑΤΟ (οι ΗΠΑ) δεν ενδιαφέρονται για το τι θα απογίνει ένας πιστός σύμμαχός τους, αλλά πώς θα εξυπηρετηθούν τα δικά τους συμφέροντα. Το έχουν πει σε όλους τους τόνους: Η Συμμαχία δεν ανακατεύεται σε προστριβές και διαφορές ανάμεσα σε μέλη της. Τι πιο καθαρό;
Σήμερα, η Ελλάδα περιβάλλεται πλέον από χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ όταν εισερχόταν σε αυτό (1952), στα βόρεια σύνορά της η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Τώρα όμως (αυτή είναι η ειρωνεία), απειλείται πιο πραγματικά από τις «σύμμαχες» χώρες, Τουρκία, Αλβανία και ΠΓΔΜ (παρά τον πρόσκαιρο έρωτα Τσίπρα-Ζάεφ που δεν μειώνει δόλου τον αλυτρωτισμό).
Οι «ασπίδες» των μεγαπαικτών έχουν άλλους, πιο σοβαρούς πονοκεφάλους να αντιμετωπίσουν. Την εκδίωξη της Ρωσίας από τα Βαλκάνια, τον αναμεταξύ τους (ΗΠΑ-Γερμανία) ανταγωνισμό για την κάλυψη χώρων μέσω της αποσταθεροποίησης, και κυρίως τη συγκράτηση της Τουρκίας εντός των δυτικών προδιαγραφών. Και τώρα, την αντιμετώπιση της κινεζικής διείσδυσης στην περιοχή. Η Ελλάδα είναι τόσο δεδομένη για όλους, που μπορεί να πληρώσει το μάρμαρο όπου χρειαστεί. Αυτό οι «δικοί μας» δεν το βλέπουν, ίσως να μην τους νοιάζει και πολύ.
Λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηρόδρομοι, διαμετακομιστικά εμπορικά κέντρα, επικοινωνίες και ενέργεια. Βάσεις και στρατιωτικές διευκολύνσεις, γκριζάρισμα περιοχών και πέρασμα αρμοδιοτήτων σε νατοϊκή δικαιοδοσία. Αυτές είναι μορφές ενός ευρωατλαντικού «ταμπουρώματος» στην περιοχή που δεν διασφαλίζει σχεδόν τίποτα από την υπόσταση της χώρας. Αυτή μπορεί και να συρρικνωθεί, αν χρειάζεται να δοθούν ρεγάλα στην Τουρκία για να μείνει στο δυτικό στρατόπεδο.
Ως παθογένεια, το πολιτικό σύστημα αποτελεί μια αρκετά μόνιμη κατάσταση. Η βλάβη που το ίδιο έχει, αλλά και η βλάβη που αυτό προξενεί, είναι πολύ μεγαλύτερες από τη θολή όραση. Αδιαφορεί για τη χώρα και τις ανάγκες της. Υπηρετεί μια διαχειριστική υποτέλεια, φτάνει να αναπαράγει τον εαυτό του. Αν αφήνονταν πλήρως ελεύθερο, θα διογκώνονταν απεριόριστα και μάλιστα σε βάρος της κοινωνίας.
Τώρα, το πολιτικό σύστημα νομίζει ότι παίρνει μια ρεβάνς από την κοινωνία που το αμφισβήτησε και το απονομιμοποίησε εδώ και χρόνια. Μιλάει για «κανονικότητα», στην πραγματικότητα ονομάζει έτσι την πρόσκαιρη, επιφανειακή ηρεμία. Μέσα στη ζάλη του, δεν θέλει να δει πόσο ξένη νοιώθει η κοινωνία από αυτό. Νομίζουν ότι με ψέματα, χατίρια και υποσχέσεις, θα ξαναστήσουν την σχέση που κάποτε υπήρχε. Για πολλά χρόνια, θα είναι ντροπή να είσαι επαγγελματίας πολιτικός, πόσο μάλιστα «αριστερής» κοπής.
Η «αρρώστια» της πολιτικής μοιάζει σαν χούι που το έχουν, πέρα από τις ελίτ, και παρά πολλοί άλλοι. Σαν να είναι μεταδοτική η ασθένεια. Ιδιαίτερα όταν πλησιάζει ο καιρός των εκλογών, μοιάζει να λείπει η διαύγεια στη σκέψη των ανθρώπων που έλκονται από την πολιτική. Σαν να πρόκειται για τη μέγιστη στιγμή της πολιτικής, ή εκεί να ολοκληρώνονται σαν άτομα. Ακόμα κι αν η κοινωνία αδιαφορεί σε γενικές γραμμές. Δεν μπορούν να δουν γιατί ο ισχυρισμός πως «είναι πολύ σημαντικό να με (ή να μας) ψηφίσεις» δεν συγκινεί τον απλό πολίτη, τον αφήνει αδιάφορο. Όταν είναι φανερό ότι δεν πρόκειται ούτε στο ελάχιστο για κάποιο διαφορετικό, ενδιαφέρον, ελπιδοφόρο εγχείρημα. Τόσα πτυχία και μεταπτυχιακά, τόση πείρα από συμμετοχή στην πολιτική και να μη μπορεί να διαγνωστεί αυτή η αλήθεια…
Η συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου είναι σαν να μην έγινε και τίποτα σπουδαίο όλα αυτά τα χρόνια. Τίποτα ποιοτικό. Απλά παρατηρήθηκαν λάθη, απροσεξίες, προδοσίες, κωλοτούμπες κ.λπ. Η ζωή συνεχίζεται και φυσικά μαζί και η «παλιά μας τέχνη». Συμπεράσματα; Αυτοκριτική; Νέες ιδέες; Νέα πρόσωπα; Μα καλά, τέτοια ώρα θα λέμε τέτοια λόγια; Εδώ έχουμε μεγάλη, τεράστια μάχη σε 40 μέρες. Τα μεγάλα ερωτήματα δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η αναπαραγωγή της μικροπολιτικής.
Συγγνώμη, αλλά δεν θα πάρουμε. Λίγο κολλύριο δεν βλάπτει, ειδικά την άνοιξη που φουντώνουν κι οι αλλεργίες…
Πηγή: e-dromos.gr
Ρούντι Ρινάλντι: Σχετικά με τον Συντάκτη
Στην πολιτική και πνευματική ζωή ενός τόπου, η «θολή όραση» μπορεί να σημαίνει ανικανότητα ή και άρνηση να δει κανείς καθαρά την πραγματικότητα και να εξάγει σοβαρά και χρήσιμα συμπεράσματα. Τα παραδείγματα είναι πολλά και δεν θα έφτανε ο χώρος να τα αναφέρουμε. Θα σταθούμε σε ορισμένες κραυγαλέες περιπτώσεις μόνο, αυτές που «βγάζουν μάτι».
Μονοδιάστατη, οικονομίστικη προσέγγιση
Από το 2010, όταν η χώρα ήταν ακόμα σε θέση να αποτρέψει πολλά από όσα ήρθαν στην συνέχεια, μέχρι σήμερα που πανηγυρίζουν για την έξοδο από τα Μνημόνια και διαφημίζουν μια ισχυρή Ελλάδα με ηγεμονικό ρόλο στα Βαλκάνια, πέρασαν δέκα περίπου χρόνια.
Στην περίοδο αυτή, πολύς λόγος έγινε για την οικονομία. Την ίδια στιγμή, με τις μνημονιακές συνταγές δεν διασώζονταν αλλά «κουρεύονταν» δραματικά (μείον 27% του ΑΕΠ) και καταστρέφονταν δυνατότητες και εργαλεία ανάπτυξης. Όμως, ο ίδιος ο σχεδιασμός, τόσο των τροϊκανών όσο και των υποτελών κυβερνήσεων, δεν ήταν η διάσωση της οικονομίας αλλά κάτι ευρύτερο: Η αποδιάρθρωση, η μετατροπή της χώρας σε μετανεωτερική αποικία, η καταλήστευση πόρων για 99 χρόνια, το γκριζάρισμα ζωνών και περιοχών. Αλλά και η διάλυση κάθε αντιστασιακού πνεύματος μέσα στον λαό.
Δέκα χρόνια μετά, το χρέος έχει αυξηθεί, η οικονομία έχει αφελληνιστεί σε μεγάλο βαθμό, οι τράπεζες είναι διαλυμένες και υπό ξένο έλεγχο, η μεσαία τάξη καταστραμμένη και η φτωχοποίηση σε έξαρση. Ακόμα, το παραγωγικό μοντέλο, το οικονομικό πρότυπο, η σχέση οικονομίας και παραοικονομίας κ.λπ. δεν έχουν αλλάξει καθόλου, παρά τον έλεγχο και την κηδεμονία που υποτίθεται ότι θα τέλειωναν κάποιες παθογένειες.
Και όχι μόνο. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών και την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαφαίνεται πως πολλά κυριαρχικά δικαιώματα έχουν ρευστοποιηθεί και χάνονται.
Στην ευρωατλαντική αγκαλιά
Η θολή όραση, διαπερνά όλους τους πολιτικούς φορείς και την διανόηση συνολικά. Αδυνατούν να διαβάσουν τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο. Δεν υπάρχει ευρωατλαντική ασπίδα για τη χώρα απέναντι σε απειλές και κινδύνους. Η Ευρώπη (η Ε.Ε.) και το ΝΑΤΟ (οι ΗΠΑ) δεν ενδιαφέρονται για το τι θα απογίνει ένας πιστός σύμμαχός τους, αλλά πώς θα εξυπηρετηθούν τα δικά τους συμφέροντα. Το έχουν πει σε όλους τους τόνους: Η Συμμαχία δεν ανακατεύεται σε προστριβές και διαφορές ανάμεσα σε μέλη της. Τι πιο καθαρό;
Σήμερα, η Ελλάδα περιβάλλεται πλέον από χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ όταν εισερχόταν σε αυτό (1952), στα βόρεια σύνορά της η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Τώρα όμως (αυτή είναι η ειρωνεία), απειλείται πιο πραγματικά από τις «σύμμαχες» χώρες, Τουρκία, Αλβανία και ΠΓΔΜ (παρά τον πρόσκαιρο έρωτα Τσίπρα-Ζάεφ που δεν μειώνει δόλου τον αλυτρωτισμό).
Οι «ασπίδες» των μεγαπαικτών έχουν άλλους, πιο σοβαρούς πονοκεφάλους να αντιμετωπίσουν. Την εκδίωξη της Ρωσίας από τα Βαλκάνια, τον αναμεταξύ τους (ΗΠΑ-Γερμανία) ανταγωνισμό για την κάλυψη χώρων μέσω της αποσταθεροποίησης, και κυρίως τη συγκράτηση της Τουρκίας εντός των δυτικών προδιαγραφών. Και τώρα, την αντιμετώπιση της κινεζικής διείσδυσης στην περιοχή. Η Ελλάδα είναι τόσο δεδομένη για όλους, που μπορεί να πληρώσει το μάρμαρο όπου χρειαστεί. Αυτό οι «δικοί μας» δεν το βλέπουν, ίσως να μην τους νοιάζει και πολύ.
Λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηρόδρομοι, διαμετακομιστικά εμπορικά κέντρα, επικοινωνίες και ενέργεια. Βάσεις και στρατιωτικές διευκολύνσεις, γκριζάρισμα περιοχών και πέρασμα αρμοδιοτήτων σε νατοϊκή δικαιοδοσία. Αυτές είναι μορφές ενός ευρωατλαντικού «ταμπουρώματος» στην περιοχή που δεν διασφαλίζει σχεδόν τίποτα από την υπόσταση της χώρας. Αυτή μπορεί και να συρρικνωθεί, αν χρειάζεται να δοθούν ρεγάλα στην Τουρκία για να μείνει στο δυτικό στρατόπεδο.
Το πολιτικό σύστημα
Ως παθογένεια, το πολιτικό σύστημα αποτελεί μια αρκετά μόνιμη κατάσταση. Η βλάβη που το ίδιο έχει, αλλά και η βλάβη που αυτό προξενεί, είναι πολύ μεγαλύτερες από τη θολή όραση. Αδιαφορεί για τη χώρα και τις ανάγκες της. Υπηρετεί μια διαχειριστική υποτέλεια, φτάνει να αναπαράγει τον εαυτό του. Αν αφήνονταν πλήρως ελεύθερο, θα διογκώνονταν απεριόριστα και μάλιστα σε βάρος της κοινωνίας.
Τώρα, το πολιτικό σύστημα νομίζει ότι παίρνει μια ρεβάνς από την κοινωνία που το αμφισβήτησε και το απονομιμοποίησε εδώ και χρόνια. Μιλάει για «κανονικότητα», στην πραγματικότητα ονομάζει έτσι την πρόσκαιρη, επιφανειακή ηρεμία. Μέσα στη ζάλη του, δεν θέλει να δει πόσο ξένη νοιώθει η κοινωνία από αυτό. Νομίζουν ότι με ψέματα, χατίρια και υποσχέσεις, θα ξαναστήσουν την σχέση που κάποτε υπήρχε. Για πολλά χρόνια, θα είναι ντροπή να είσαι επαγγελματίας πολιτικός, πόσο μάλιστα «αριστερής» κοπής.
Η «αρρώστια» της πολιτικής μοιάζει σαν χούι που το έχουν, πέρα από τις ελίτ, και παρά πολλοί άλλοι. Σαν να είναι μεταδοτική η ασθένεια. Ιδιαίτερα όταν πλησιάζει ο καιρός των εκλογών, μοιάζει να λείπει η διαύγεια στη σκέψη των ανθρώπων που έλκονται από την πολιτική. Σαν να πρόκειται για τη μέγιστη στιγμή της πολιτικής, ή εκεί να ολοκληρώνονται σαν άτομα. Ακόμα κι αν η κοινωνία αδιαφορεί σε γενικές γραμμές. Δεν μπορούν να δουν γιατί ο ισχυρισμός πως «είναι πολύ σημαντικό να με (ή να μας) ψηφίσεις» δεν συγκινεί τον απλό πολίτη, τον αφήνει αδιάφορο. Όταν είναι φανερό ότι δεν πρόκειται ούτε στο ελάχιστο για κάποιο διαφορετικό, ενδιαφέρον, ελπιδοφόρο εγχείρημα. Τόσα πτυχία και μεταπτυχιακά, τόση πείρα από συμμετοχή στην πολιτική και να μη μπορεί να διαγνωστεί αυτή η αλήθεια…
Σαν να μην έγινε τίποτα
Η συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου είναι σαν να μην έγινε και τίποτα σπουδαίο όλα αυτά τα χρόνια. Τίποτα ποιοτικό. Απλά παρατηρήθηκαν λάθη, απροσεξίες, προδοσίες, κωλοτούμπες κ.λπ. Η ζωή συνεχίζεται και φυσικά μαζί και η «παλιά μας τέχνη». Συμπεράσματα; Αυτοκριτική; Νέες ιδέες; Νέα πρόσωπα; Μα καλά, τέτοια ώρα θα λέμε τέτοια λόγια; Εδώ έχουμε μεγάλη, τεράστια μάχη σε 40 μέρες. Τα μεγάλα ερωτήματα δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η αναπαραγωγή της μικροπολιτικής.
Συγγνώμη, αλλά δεν θα πάρουμε. Λίγο κολλύριο δεν βλάπτει, ειδικά την άνοιξη που φουντώνουν κι οι αλλεργίες…
Πηγή: e-dromos.gr
Ρούντι Ρινάλντι: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου