Γιώργος Μαργαρίτης
Ο όρος “Γαλάζια Πατρίδα” έχει πλέον ενταχθεί στο τουρκικό διπλωματικό και πολιτικό λεξιλόγιο. Έχει μάλιστα προσδιοριστεί, αν όχι με γεωγραφική ακρίβεια, τουλάχιστον με το εύρος των θαλάσσιων ζωνών στις οποίες αναφέρεται. Οι συγκυριακές διπλωματικές μεταπτώσεις που συνοδεύουν ετούτο το “εύρος” δεν μειώνουν την ανατρεπτική –για την σταθερότητα της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου– σημασία του όρου.
Απέναντι από την τουρκική διπλωματική ορολογία περί “Γαλάζιας Πατρίδας” βρίσκονται δύο ζώνες στρατηγικής σημασίας. Οι ζώνες αυτές είναι επίσης γαλάζιες καθότι έχουν να κάνουν με την κυριαρχία θαλάσσιων εκτάσεων. Με κίνδυνο να υποπέσουμε στο αμάρτημα του νεολογισμού θα τις ονομάσουμε, για την οικονομία του λόγου, περιγραφικά, “γαλάζιες ενδοχώρες”.
Η πρώτη από αυτές αφορά το Ισραήλ, το κραταιό προπύργιο του δυτικού κόσμου στις ακτές της Παλαιστίνης, στο κατώφλι της Μέσης Ανατολής. Το κράτος αυτό ιδρύθηκε την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι σταθερές που είχε δημιουργήσει η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία στη Μέση Ανατολή κατέρρεαν, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες κρατικές οντότητες με συνεπακόλουθη ρευστότητα και αναταράξεις.
Από τη δημιουργία του κιόλας, το νέο κράτος, είδε να κλείνουν γύρω του οι δρόμοι της στεριάς και την επικοινωνία του με τον δυτικό κόσμο, μέρος του οποίου ήταν, να εξαρτάται από την κυριαρχία της θάλασσας. Καθώς το μικρό κράτος δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει ετούτη τη στρατηγική του ανάγκη, το έργο ανέλαβε η νέα “προστάτιδα” δύναμη του Δυτικού Κόσμου. Από το 1950 ειδικά, όταν δημιουργήθηκε ο 6ος Στόλος των ΗΠΑ στην Μεσόγειο, η απαραίτητη για την επιβίωση του Ισραήλ κυριαρχία στη θάλασσα εξασφαλιζόταν από τις ισχυρές ναυτικές δυνάμεις που οι Αμερικανοί διατηρούσαν έξω από τις ακτές του.
Οι καιροί, όμως, άλλαξαν και αυτό που αποτελούσε παράγοντα και εγγύηση σταθερότητας στις προηγούμενες δεκαετίες, προοδευτικά –και για πολύ καιρό ανεπαίσθητα– διαβρωνόταν και περιοριζόταν. Όταν –στη θέση της Βρετανίας– η αμερικανική ναυτική ισχύς ανέλαβε την διασφάλιση του μεσογειακού χώρου, η θέση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα ήταν απόλυτα κυρίαρχη.
Η δύναμη αυτή αντιπροσώπευε σχεδόν το 30% της παγκόσμιας οικονομίας και η διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων που απορροφούσαν το ένα τρίτο των παγκόσμιων στρατιωτικών κονδυλίων ήταν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό και αντίστοιχο με τις δυνατότητές της. Όταν, στην δεύτερη ήδη δεκαετία του 21ου αιώνα, το οικονομικό μέγεθος των ΗΠΑ έχει πέσει κάτω από το ένα πέμπτο της παγκόσμιας οικονομίας τότε η διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων ανάλογων με εκείνων του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, γίνεται κάτι το αφύσικο και τελικά, αδιέξοδο.
Ετούτο το αδιέξοδο καταγράφεται και στις τύχες του “ιστορικού” 6ου Στόλου. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η δύναμή του αποτελούσε βασικό στήριγμα της νότιας και νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, καθώς οι δυνάμεις του υπερείχαν κατά πολύ από το σύνολο των υπόλοιπων στόλων –φιλικών ή εχθρικών– που έπλεαν στα νερά της Μεσογείου. Ο στόλος είχε σε μόνιμη βάση ένα τουλάχιστον αεροπλανοφόρο μαζί με το συγκρότημα συνοδείας του, πολύ συχνά είχε δύο. Μόνιμη ήταν η παρουσία πυρηνικών υποβρυχίων και μονάδων αμφιβίου πολέμου που του έδιναν τη δυνατότητα προβολής δύναμης βαθιά στην ενδοχώρα του όποιου αντιπάλου.
Η τελευταία ισχυρή εμφάνιση του 6ου Στόλου συνέπεσε με την εκστρατεία στο Ιράκ στα 2003, την τελευταία στρατηγικού μεγέθους εκστρατεία των ΗΠΑ και του Δυτικού Κόσμου. Τότε ο 6ος Στόλος ενισχύθηκε με δύο ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων, με 40 πλοία μάχης, 175 μαχητικά αεροσκάφη και 21.000 προσωπικό. Επρόκειτο, όμως, για το κύκνειο άσμα αυτής της μεγάλης ναυτικής δύναμης.
Από εκείνο τον καιρό ως σήμερα –16 χρόνια έχουν περάσει– η συρρίκνωση της ναυτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη Μεσόγειο υπήρξε εντυπωσιακή. Αποτυπώθηκε, μάλιστα, στην μεταφορά των επιτελικών αρμοδιοτήτων του στόλου της Μεσογείου στις αντίστοιχες διοικήσεις της Ευρώπης (USEUCOM) και της Αφρικής (USAFRICOM). Σήμερα ο όρος 6ος Στόλος χρησιμοποιείται ολοένα και πιο σπάνια.
Το αντίθετο θα ήταν υπερβολικό: ο “στόλος” αυτός διαθέτει μόνο ένα πλοίο σε μόνιμη βάση – το πλωτό στρατηγείο (COMMAND SHIP) USS Mount Whitney. Η ύπαρξή του βασίζεται στις περιοδικές επισκέψεις, διαβάσεις, αποσπάσεις, άλλων πολεμικών πλοίων, τα οποία όμως εντάσσονται στις επιχειρησιακές δομές (Ομάδες Επιχειρήσεων – Task Forces) του στόλου μόλις εισέλθουν στα νερά της Μεσογείου και απεντάσσονται μόλις εξέλθουν από αυτά. Πολύ σπάνια πλέον οι επισκέψεις αυτές περιλαμβάνουν αεροπλανοφόρο.
Το στρατηγικό κενό το οποίο δημιουργήθηκε δεν προκάλεσε άμεσες παρενέργειες ειδικά όσο ξετυλίγονταν, στις νότιες ακτές της Μεσογείου, οι σχεδιασμοί της “Αραβικής Άνοιξης” που απέβλεπαν στην εγκατάσταση φιλοδυτικών καθεστώτων σε μια σειρά από “επικίνδυνες” χώρες. Εξέλιξη που θα δημιουργούσε ένα νέο πλέγμα σταθερότητας στην περιοχή.
Η δια αντιπροσώπων, όμως, διευθέτηση πολιτικών και στρατιωτικών ζητημάτων έδειξε πολύ γρήγορα τις περιορισμένες της προοπτικές καθώς δημιούργησε πολύ περισσότερα προβλήματα από εκείνα που επέλυσε – αν δεχτούμε φυσικά ότι επέλυσε κανένα. Καθώς ετούτη η προοπτική ξεθώριαζε, η ύπαρξη στρατηγικού κενού έγινε πλήρως αντιληπτή. Ως εκ τούτου, οδήγησε σε επανεξέταση των όρων ισορροπίας και κυριαρχίας στο ευρύτερο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου.
Η πρώτη σημαντική επίπτωση της νέας κατάστασης είναι ότι έφερε νέους παράγοντες –παίκτες αν προτιμάτε– στο προσκήνιο. Δυνάμεις που είχαν για αρκετά χρόνια εξοβελιστεί από το συγκεκριμένο πεδίο ανταγωνισμών. Η Ρωσία βρήκε την ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο. Την ίδια στιγμή περιφερειακές δυνάμεις που οι συσχετισμοί ισχύος κρατούσαν προσδεδεμένες σε συνασπισμούς ισχυρότερων, βρήκαν την ευκαιρία να απογαλακτισθούν και να διαμορφώσουν μια ανεξάρτητη παρέμβαση στις ισορροπίες της περιοχής.
Η Τουρκία είναι το κυριότερο παράδειγμα. Ευνοημένη μάλιστα από την αδυναμία της Αιγύπτου, που είναι καθηλωμένη μέσα σε εσωτερικά αδιέξοδα, να διεκδικήσει παρόμοιο ρόλο. Με την εμφάνιση των πρόσθετων αυτών παραγόντων το στρατηγικό κενό έγινε μια σύνθετη κατάσταση, όπου πλέον πολλοί συνδυασμοί είναι δυνατοί σε ένα ολοένα και πιο ασταθές σκηνικό.
Τρεις χώρες απειλούνται ιδιαίτερα από την ρευστότητα που επικρατεί στις θαλάσσιες ζώνες, των οποίων η σταθερότητα είναι προϋπόθεση ύπαρξης για την καθεμία από αυτές. Η πρώτη είναι το Ισραήλ. Παρά τη στρατιωτική της ισχύ και την οικονομική της ευρωστία, η χώρα αυτή δεν είναι παρά ένα κράτος 9.000.000 ατόμων με σημαντικές εσωτερικές αντιθέσεις και προβλήματα. Η γειτνίασή του με κράτη –περιφερειακές δυνάμεις– των 80-90.000.000 κατοίκων, όπως είναι η Τουρκία και η Αίγυπτος αρκεί από μόνη της για να δημιουργήσει ανασφάλειες πολύ περισσότερο όταν οι δύο αυτές χώρες βρίσκονται ακριβώς κατά μήκος του θαλάσσιου διαδρόμου που κρατά την σύνδεση του Ισραήλ με τον Δυτικό Κόσμο.
Η δεύτερη είναι η Κύπρος της οποίας η θέση, το μέγεθος αλλά και οι οικονομικές της προσδοκίες εξαρτώνται απόλυτα από την δυνατότητά της να διατηρήσει σταθερά ανοικτές τις γύρω της θαλάσσιες ζώνες και να εκμεταλλευτεί τον υποθαλάσσιο πλούτο τους. Η τρίτη είναι η Ελλάδα, για την οποία η θαλάσσια επικράτεια αποτελεί συστατικό στοιχείο της ύπαρξής της. Το Αιγαίο αποτελεί την “ενδοχώρα” των μεγάλων νησιών που βρίσκονται απέναντι από τις ακτές της Τουρκίας. Η Κρήτη αποτελεί από μόνη της ένα στρατηγικό σύστημα, ενώ οι δεσμοί με την Κύπρο δίνουν στον μεταξύ των δύο χωρών θαλάσσιο χώρο καθοριστική σημασία.
Πηγή: slpress.gr
Γιώργος Μαργαρίτης: Σχετικά με το Συντάκτη
Ο όρος “Γαλάζια Πατρίδα” έχει πλέον ενταχθεί στο τουρκικό διπλωματικό και πολιτικό λεξιλόγιο. Έχει μάλιστα προσδιοριστεί, αν όχι με γεωγραφική ακρίβεια, τουλάχιστον με το εύρος των θαλάσσιων ζωνών στις οποίες αναφέρεται. Οι συγκυριακές διπλωματικές μεταπτώσεις που συνοδεύουν ετούτο το “εύρος” δεν μειώνουν την ανατρεπτική –για την σταθερότητα της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου– σημασία του όρου.
Απέναντι από την τουρκική διπλωματική ορολογία περί “Γαλάζιας Πατρίδας” βρίσκονται δύο ζώνες στρατηγικής σημασίας. Οι ζώνες αυτές είναι επίσης γαλάζιες καθότι έχουν να κάνουν με την κυριαρχία θαλάσσιων εκτάσεων. Με κίνδυνο να υποπέσουμε στο αμάρτημα του νεολογισμού θα τις ονομάσουμε, για την οικονομία του λόγου, περιγραφικά, “γαλάζιες ενδοχώρες”.
Η πρώτη από αυτές αφορά το Ισραήλ, το κραταιό προπύργιο του δυτικού κόσμου στις ακτές της Παλαιστίνης, στο κατώφλι της Μέσης Ανατολής. Το κράτος αυτό ιδρύθηκε την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι σταθερές που είχε δημιουργήσει η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία στη Μέση Ανατολή κατέρρεαν, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες κρατικές οντότητες με συνεπακόλουθη ρευστότητα και αναταράξεις.
Από τη δημιουργία του κιόλας, το νέο κράτος, είδε να κλείνουν γύρω του οι δρόμοι της στεριάς και την επικοινωνία του με τον δυτικό κόσμο, μέρος του οποίου ήταν, να εξαρτάται από την κυριαρχία της θάλασσας. Καθώς το μικρό κράτος δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει ετούτη τη στρατηγική του ανάγκη, το έργο ανέλαβε η νέα “προστάτιδα” δύναμη του Δυτικού Κόσμου. Από το 1950 ειδικά, όταν δημιουργήθηκε ο 6ος Στόλος των ΗΠΑ στην Μεσόγειο, η απαραίτητη για την επιβίωση του Ισραήλ κυριαρχία στη θάλασσα εξασφαλιζόταν από τις ισχυρές ναυτικές δυνάμεις που οι Αμερικανοί διατηρούσαν έξω από τις ακτές του.
Οι καιροί, όμως, άλλαξαν και αυτό που αποτελούσε παράγοντα και εγγύηση σταθερότητας στις προηγούμενες δεκαετίες, προοδευτικά –και για πολύ καιρό ανεπαίσθητα– διαβρωνόταν και περιοριζόταν. Όταν –στη θέση της Βρετανίας– η αμερικανική ναυτική ισχύς ανέλαβε την διασφάλιση του μεσογειακού χώρου, η θέση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα ήταν απόλυτα κυρίαρχη.
Οι τύχες του 6ου Στόλου άλλαξαν
Η δύναμη αυτή αντιπροσώπευε σχεδόν το 30% της παγκόσμιας οικονομίας και η διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων που απορροφούσαν το ένα τρίτο των παγκόσμιων στρατιωτικών κονδυλίων ήταν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό και αντίστοιχο με τις δυνατότητές της. Όταν, στην δεύτερη ήδη δεκαετία του 21ου αιώνα, το οικονομικό μέγεθος των ΗΠΑ έχει πέσει κάτω από το ένα πέμπτο της παγκόσμιας οικονομίας τότε η διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων ανάλογων με εκείνων του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, γίνεται κάτι το αφύσικο και τελικά, αδιέξοδο.
Ετούτο το αδιέξοδο καταγράφεται και στις τύχες του “ιστορικού” 6ου Στόλου. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η δύναμή του αποτελούσε βασικό στήριγμα της νότιας και νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, καθώς οι δυνάμεις του υπερείχαν κατά πολύ από το σύνολο των υπόλοιπων στόλων –φιλικών ή εχθρικών– που έπλεαν στα νερά της Μεσογείου. Ο στόλος είχε σε μόνιμη βάση ένα τουλάχιστον αεροπλανοφόρο μαζί με το συγκρότημα συνοδείας του, πολύ συχνά είχε δύο. Μόνιμη ήταν η παρουσία πυρηνικών υποβρυχίων και μονάδων αμφιβίου πολέμου που του έδιναν τη δυνατότητα προβολής δύναμης βαθιά στην ενδοχώρα του όποιου αντιπάλου.
Η τελευταία ισχυρή εμφάνιση του 6ου Στόλου συνέπεσε με την εκστρατεία στο Ιράκ στα 2003, την τελευταία στρατηγικού μεγέθους εκστρατεία των ΗΠΑ και του Δυτικού Κόσμου. Τότε ο 6ος Στόλος ενισχύθηκε με δύο ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων, με 40 πλοία μάχης, 175 μαχητικά αεροσκάφη και 21.000 προσωπικό. Επρόκειτο, όμως, για το κύκνειο άσμα αυτής της μεγάλης ναυτικής δύναμης.
Από εκείνο τον καιρό ως σήμερα –16 χρόνια έχουν περάσει– η συρρίκνωση της ναυτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη Μεσόγειο υπήρξε εντυπωσιακή. Αποτυπώθηκε, μάλιστα, στην μεταφορά των επιτελικών αρμοδιοτήτων του στόλου της Μεσογείου στις αντίστοιχες διοικήσεις της Ευρώπης (USEUCOM) και της Αφρικής (USAFRICOM). Σήμερα ο όρος 6ος Στόλος χρησιμοποιείται ολοένα και πιο σπάνια.
Στρατηγικό κενό
Το αντίθετο θα ήταν υπερβολικό: ο “στόλος” αυτός διαθέτει μόνο ένα πλοίο σε μόνιμη βάση – το πλωτό στρατηγείο (COMMAND SHIP) USS Mount Whitney. Η ύπαρξή του βασίζεται στις περιοδικές επισκέψεις, διαβάσεις, αποσπάσεις, άλλων πολεμικών πλοίων, τα οποία όμως εντάσσονται στις επιχειρησιακές δομές (Ομάδες Επιχειρήσεων – Task Forces) του στόλου μόλις εισέλθουν στα νερά της Μεσογείου και απεντάσσονται μόλις εξέλθουν από αυτά. Πολύ σπάνια πλέον οι επισκέψεις αυτές περιλαμβάνουν αεροπλανοφόρο.
Το στρατηγικό κενό το οποίο δημιουργήθηκε δεν προκάλεσε άμεσες παρενέργειες ειδικά όσο ξετυλίγονταν, στις νότιες ακτές της Μεσογείου, οι σχεδιασμοί της “Αραβικής Άνοιξης” που απέβλεπαν στην εγκατάσταση φιλοδυτικών καθεστώτων σε μια σειρά από “επικίνδυνες” χώρες. Εξέλιξη που θα δημιουργούσε ένα νέο πλέγμα σταθερότητας στην περιοχή.
Η δια αντιπροσώπων, όμως, διευθέτηση πολιτικών και στρατιωτικών ζητημάτων έδειξε πολύ γρήγορα τις περιορισμένες της προοπτικές καθώς δημιούργησε πολύ περισσότερα προβλήματα από εκείνα που επέλυσε – αν δεχτούμε φυσικά ότι επέλυσε κανένα. Καθώς ετούτη η προοπτική ξεθώριαζε, η ύπαρξη στρατηγικού κενού έγινε πλήρως αντιληπτή. Ως εκ τούτου, οδήγησε σε επανεξέταση των όρων ισορροπίας και κυριαρχίας στο ευρύτερο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου.
Η πρώτη σημαντική επίπτωση της νέας κατάστασης είναι ότι έφερε νέους παράγοντες –παίκτες αν προτιμάτε– στο προσκήνιο. Δυνάμεις που είχαν για αρκετά χρόνια εξοβελιστεί από το συγκεκριμένο πεδίο ανταγωνισμών. Η Ρωσία βρήκε την ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο. Την ίδια στιγμή περιφερειακές δυνάμεις που οι συσχετισμοί ισχύος κρατούσαν προσδεδεμένες σε συνασπισμούς ισχυρότερων, βρήκαν την ευκαιρία να απογαλακτισθούν και να διαμορφώσουν μια ανεξάρτητη παρέμβαση στις ισορροπίες της περιοχής.
Κύπρος, Ελλάδα, Ισραήλ απειλούνται
Η Τουρκία είναι το κυριότερο παράδειγμα. Ευνοημένη μάλιστα από την αδυναμία της Αιγύπτου, που είναι καθηλωμένη μέσα σε εσωτερικά αδιέξοδα, να διεκδικήσει παρόμοιο ρόλο. Με την εμφάνιση των πρόσθετων αυτών παραγόντων το στρατηγικό κενό έγινε μια σύνθετη κατάσταση, όπου πλέον πολλοί συνδυασμοί είναι δυνατοί σε ένα ολοένα και πιο ασταθές σκηνικό.
Τρεις χώρες απειλούνται ιδιαίτερα από την ρευστότητα που επικρατεί στις θαλάσσιες ζώνες, των οποίων η σταθερότητα είναι προϋπόθεση ύπαρξης για την καθεμία από αυτές. Η πρώτη είναι το Ισραήλ. Παρά τη στρατιωτική της ισχύ και την οικονομική της ευρωστία, η χώρα αυτή δεν είναι παρά ένα κράτος 9.000.000 ατόμων με σημαντικές εσωτερικές αντιθέσεις και προβλήματα. Η γειτνίασή του με κράτη –περιφερειακές δυνάμεις– των 80-90.000.000 κατοίκων, όπως είναι η Τουρκία και η Αίγυπτος αρκεί από μόνη της για να δημιουργήσει ανασφάλειες πολύ περισσότερο όταν οι δύο αυτές χώρες βρίσκονται ακριβώς κατά μήκος του θαλάσσιου διαδρόμου που κρατά την σύνδεση του Ισραήλ με τον Δυτικό Κόσμο.
Η δεύτερη είναι η Κύπρος της οποίας η θέση, το μέγεθος αλλά και οι οικονομικές της προσδοκίες εξαρτώνται απόλυτα από την δυνατότητά της να διατηρήσει σταθερά ανοικτές τις γύρω της θαλάσσιες ζώνες και να εκμεταλλευτεί τον υποθαλάσσιο πλούτο τους. Η τρίτη είναι η Ελλάδα, για την οποία η θαλάσσια επικράτεια αποτελεί συστατικό στοιχείο της ύπαρξής της. Το Αιγαίο αποτελεί την “ενδοχώρα” των μεγάλων νησιών που βρίσκονται απέναντι από τις ακτές της Τουρκίας. Η Κρήτη αποτελεί από μόνη της ένα στρατηγικό σύστημα, ενώ οι δεσμοί με την Κύπρο δίνουν στον μεταξύ των δύο χωρών θαλάσσιο χώρο καθοριστική σημασία.
Πηγή: slpress.gr
Γιώργος Μαργαρίτης: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου