Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Μια (προσπάθεια) πολιτικής ανάλυσης του Sin Boy

Άρης Χατζηστεφάνου


«Δηλαδή, το κάναμε μπάτε σκύλοι αλέστε», έλεγε, με έκφραση αηδίας, η παρουσιάστρια κεντρικού δελτίο ειδήσεων, όταν πληροφορήθηκε ότι πολίτες με καταγωγή από την Αλβανία ζητούσαν την έκδοση AMKA.

Λίγες ημέρες αργότερα, ανάλογα ρατσιστικά συναισθήματα κυριάρχησαν σε αρκετά μέσα ενημέρωσης, όταν άνοιξε η συζήτηση για το δικαίωμα ψήφου των ομογενών και κατ’ επέκταση των μεταναστών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα.

Αυτή τη φορά, ο ρατσισμός δεν στρεφόταν εναντίων προσφύγων ή μεταναστών που βρέθηκαν εδώ και μερικούς μήνες στην Ελλάδα. Αφορούσε κατοίκους της χώρας μας, που έφτασαν στην Ελλάδα πριν από δεκαετίες, με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης (συμπτωματικά, με πρωθυπουργό και τότε έναν Μητσοτάκη) και συνεισφέρουν με την εργασία τους στην εθνική παραγωγή.

Η αναζωπύρωση του ρατσισμού, ακόμη και απέναντι σε ανθρώπους που έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία, γίνεται εμφανής σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας και φυσικά δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το καλλιτεχνικό στερέωμα. Όταν ο αλβανικής καταγωγής ράπερ Sin Boy τίναξε στον αέρα τα κοντέρ του YouTube με το τραγούδι του «Mama?» ο ρατσισμός ήταν διάχυτος σε αρκετά κείμενα που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Κάποιοι παρουσίαζαν τον κατά κόσμο Agustin Gega ή Θοδωρή Γκέκα σαν τον «Αλβανό fake ραπερ» και έκρυβαν τα ρατσιστικά τους σχόλια πίσω από μια δήθεν καλλιτεχνική κριτική.

Ομολογουμένως οι στίχοι των τραγουδιών του, η περσόνα που παρουσίαζε και ο θόρυβος που ξεσήκωσε με ορισμένες δηλώσεις του, βοηθούσαν του επίδοξους «μουσικοκριτικούς» να ρίξουν την χολή τους.

Ο Sin Boy παρουσιάστηκε ως ο «καλλιτέχνης του τίποτα», ένας «αποτυχημένος ράπερ» που αγνοεί τους βασικούς κανόνες στιχουργικής της hip hop σκηνής και εντυπωσιάζει μόνο τα 12χρονα.

Αυτό που ελάχιστοι παρατήρησαν είναι, ότι, η κριτική που δέχεται, είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τα σχόλια που αντιμετώπιζαν οι μαύροι καλλιτέχνες στις ΗΠΑ, που εκπροσωπούν το ίδιο μουσικό είδος. Όλοι παρουσιάζονται σαν εκπρόσωποι μιας «νωχελικής» γενιάς, που βαριέται ακόμη και να ανοίξει το στόμα της και αντί για αιτήματα έχει μόνο καταναλωτικές ανάγκες.


Το μωρό μου θέλει να πάρει καινούρια τσάντα
Louis V και Gucci, δεν παίζουμε με Prada


Tο μουρμουρητό της mumble rap


Αν και ο Sin Boy αρνείται σχεδόν κάθε κατηγοριοποίηση, το είδος της ραπ που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια προσομοιάζει περισσότερο στην λεγόμενη mumble (μουρμουρητό) rap - μια υποκατηγορία της hip hop σκηνής που άρχισε να διαδίδεται από τη δεκαετία του 2010 στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Soundcloud. Για την ιστορία, ο όρος mumble rap, τον οποίο δημιούργησε ο ράπερ Wiz Khalifa, θεωρείται υποτιμητικός από ορισμένους καλλιτέχνες, που προτιμούν να την ονομάζουν SoundCloud rap ή την συνδέουν με την Emo rap.

Αν και τον τίτλο του πρώτου mumble ράπερ διεκδικεί με αξιώσεις ο Chief Keef από το Σικάγο (ο οποίος από το 2012 αλλοίωνε το τέλος κάθε στίχου με ένα μουρμουρητό), η mumble rap θα ενηλικιωθεί στην Ατλάντα της Τζόρτζια. Μακριά από τις παραδοσιακές μητροπόλεις της hip hop, το νέο είδος θα πατήσει πάνω στο κύμα της λεγόμενης «δημοκρατικοποίησης της Hip Hop», όταν οι νέες τεχνολογίες επέτρεψαν σε νέους καλλιτέχνες να δημιουργούν και να διανέμουν τα δικά τους κομμάτια με μοναδικά εργαλεία ένα υπολογιστή, ένα μικρόφωνο και μια σύνδεση στο ίντερνετ.

Σε αυτή τη φάση, πρωτοπόροι της mumble rap όπως ο Thug, o Future και ο Migos αμφισβήτησαν του άγραφους κανόνες της στιχουργικής τής hip hop και παρουσίασαν τραγούδια, τα οποία ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά ακατάληπτα – είτε λόγω της ταχύτητας ή λόγω της εκφοράς.

Η mumble rap θα εκφράσει από την πρώτη στιγμή την κουλτούρα της μικροπαραβατικότητας και των ναρκωτικών που συναντά κανείς και στην trap, μια ακόμη κατηγορία της hip hop που πήρε το όνομά της από το εμπόριο του κρακ - της «κοκαΐνης των φτωχών».

Ενώ, όμως, οι περισσότεροι επικριτές συνέδεσαν το μουρμουρητό και τους αργόσυρτους ρυθμούς μόνο με τη χρήση ναρκωτικών από τους mumble ράπερς, αρκετοί γλωσσολόγοι και ανθρωπολόγοι άρχισαν να διακρίνουν βαθύτερα χαρακτηριστικά στη νέα μουσική σκηνή. Ερευνητές, όπως ο Ντέλον Άλεν Όμροου, από το πανεπιστήμιο του Γιορκ, επιχείρησαν να αναλύσουν το φαινόμενο καταφεύγοντας στις θεωρίες του μεγάλου σοβιετικού γλωσσολόγου, Βαλεντίν Βολόσινοφ, και συγκεκριμένα στο βιβλίο του Μαρξισμός και Φιλοσοφία της Γλώσσας (Εκδόσεις Παπαζήσης). Για τον Βολόσινοφ, η γλώσσα είναι το πεδίο της συμβολικής σύγκρουσης διαφορετικών κοινωνικών ομάδων – υπό μια έννοια είναι ένα ακόμη όπλο αλλά και ένα πεδίο μάχης στον πόλεμο των τάξεων.


Μες στο σπίτι δε βγάζω τα chains
Για να θυμάμαι πως κάποτε δεν ήμασταν okay
Απ' τον πάτο περάσαμε τη μεσαία τάξη


Για τον Όμρου, το μουρμουρητό της mumble rap και η παραβίαση όλων των κανόνων που καθόριζαν την «ορθόδοξη» ραπ προηγούμενων δεκαετιών είναι ένας νέος τρόπος αντίστασης στον θεσμικό ρατσισμό της αμερικανικής κοινωνίας. Ο ίδιος, μάλιστα, ανατρέχει και στις θεωρίες μεγάλων πολιτικών φιλοσόφων, όπως ο Φραντς Φανόν και ο Σαπίρ Γουρφ, που υποστήριζαν ότι όποιος αντιστέκεται στην καταπίεση, χρησιμοποιεί πάντα διαφορετικά σύμβολα από αυτά του καταπιεστή, προσελκύει την προσοχή χρησιμοποιώντας διαφορετική γλώσσα και διαφορετικούς ήχους.

Για να συνδέσει τις θεωρίες του Βολόσινοφ με τη mumble rap, ο Όμροου περιγράφει την αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο διαφορετικές «γλώσσες» ή για την ακρίβεια ανάμεσα σε αυτό που οι γλωσσολόγοι αποκαλούν κοινωνιόλεκτους: από τη μια έχουμε την Καθομιλουμένη Αγγλική των Αφροαμερικανών (African American vernacular English - AAVE), δηλαδή τα αγγλικά που συναντάμε κυρίως στα γκέτο των μαύρων της Αμερικής και από την άλλη τα «επίσημα» αγγλικά των λευκών κυρίαρχων τάξεων (Mainstream American English - MAE).

Χωρίς συχνά να το καταλαβαίνουν, οι λευκοί αντιμετωπίζουν υποτιμητικά τη γλώσσα των μαύρων. Ο ρατσισμός που εκφράζουν οι ομιλητές της ΜΑΕ απέναντι στην AAVE είναι μια αντανάκλαση της ιδεολογίας της λευκής ανωτερότητας που έχει τις ρίζες της στα χρόνια του δουλοκτητικού συστήματος των ΗΠΑ.

Η ραπ εξέφραζε πάντα μια προσπάθεια διαφοροποίησης από τη γλώσσα των κυρίαρχων τάξεων με χαρακτηριστικό παράδειγμα το άλμπουμ Country Grammar του Αμερικανού ράπερ Nelly, o οποίος έφτασε να πλάθει δικές του λέξεις. Και η Mumble rap, σύμφωνα πάντα με τον Όμροου, είναι μια από τις πολλές μορφές αντίστασης της γλώσσας των μαύρων.


Θέλουν να σε βλέπουν να πεινάς
Δε θέλουν να σε βλέπουν να νικάς
Η μάνα μου μού είπε «γιε μου μη σταματάς
Τους κάνεις ευτυχισμένους άμα πονάς»


To ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει, είναι εάν ο Sin Boy εκφράζει, έστω και ασυνείδητα, κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής mumble rap ή εάν απλώς «παπαγαλίζει» (για την ακρίβεια μουρμουρίζει) ένα μουσικό ρεύμα που δημιουργήθηκε για να εκφράσει εντελώς διαφορετικές συνθήκες.

Φαινομενικά, η γλώσσα που χρησιμοποιεί στα τραγούδια του δεν παραπέμπουν στις διαφορές μεταξύ της AAVE και της ΜΑΜ. Η «μαμά» (τα αυτοκίνητα που δεν είναι «πειραγμένα» αλλά στην εργοστασιακή του έκδοση) και οι «τσέοι» (αστυνομικοί) δεν εκφράζουν μια φυλετική, αλλά μια ταξική διαφοροποίηση. Η γλώσσα του δεν είναι αυτή των μαύρων (ή των Αλβανών μεταναστών στη συγκεκριμένη περίπτωση), αλλά μια κοινωνιόλεκτος των φτωχογειτονιών της Αθήνας και άλλων μεγάλων πόλεων.

Υπό αυτή την έννοια όμως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Sin Boy είναι πολύ καλύτερα ενταγμένος στην ελληνική κοινωνία σε σχέση με τους μαύρους πολίτες των ΗΠΑ, που ζουν και πεθαίνουν σε κάποιο γκέτο. Η ελληνική κοινωνία όμως αρνείται συστηματικά να του αναγνωρίσει αυτή την ένταξη. Τα γκέτο, είναι εδώ ακόμη και αν οι κάτοικοί τους δεν έχουν αναγκαστικά διαφορετικό χρώμα δέρματος.

Σε συνεντεύξεις του, ο Sin Boy έχει καταγγείλει τον υφέρποντα ή εξόφθαλμο ρατσισμό, τον οποίο βίωνε στα μαθητικά του χρόνια αλλά και στις επαφές του με την αστυνομία, πριν γνωρίσει την επιτυχία. Παρεμπιπτόντως, και αυτή η μετάλλαξη, από το περιθώριο στην κορυφή των social media, ακολουθεί τα βήματα των καλλιτεχνών της σύγχρονης Hip Hop. Οι αστέρες της Mumble Rap δεν αμφισβητούν συνήθως του σύστημα που τους καταπίεζε, αλλά, αντίθετα, υιοθετούν τα πιο ακραία σύμβολά του (πολυτελή αυτοκίνητα, χρυσές αλυσίδες, επίδειξη πλούτου κτλ).

Πού βρίσκεται, λοιπόν, ο Sin Boy σε όλη αυτή την ιστορία;


Μπορεί να μην ανήκει σε κάποια φυλετική μειονότητα, όπως οι πρώτοι δημιουργοί της Mumble Rap στις ΗΠΑ, αλλά μεγάλωσε σαν μετανάστης και βίωσε τον ίδιο αποκλεισμό με τους Αμερικανούς καλλιτέχνες που αποτέλεσαν το πρότυπό του. Μετά την επιτυχία, άρχισε να δέχεται ταυτόχρονα μια διπλή κριτική: το συντηρητικό ακροατήριο τον αντιμετωπίζει σαν απόδειξη κοινωνικής παρακμής και ενοχλείται από την ακατάληπτη εκφορά του λόγου του. Παράλληλα, ένα πιο προοδευτικό (ας το ονομάσουμε αριστερό) ακροατήριο τον απορρίπτει σαν απολίτικο καλλιτέχνη που δεν κατακρίνει στα τραγούδια του την κοινωνική αδικία και τον ρατσισμό που έζησε στις γειτονιές που μεγάλωσε.

Και οι δυο κριτικές όμως είναι άδικες. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να τονίσουμε ότι κανείς δεν παραπονέθηκε ότι δεν ακούει καθαρά τους στίχους ορισμένων κομματιών της Χέβι Μέταλ ή της Πανκ (θα τολμήσω να πω ακόμη και της όπερας), όπου η φωνή συχνά μετατρέπεται σε ένα ακόμη μουσικό όργανο.

Στη δεύτερη περίπτωση, είμαστε μάρτυρες μιας αριστερής αυθάδειας. Απαιτούμε από έναν καλλιτέχνη που ξεκίνησε από το υπόγειο της ελληνικής κοινωνίας να κατακρίνει συνεχώς και σε κάθε του στίχο τις συνθήκες που βίωσε – και τις οποίες παρεμπιπτόντως οι περισσότεροι δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε.

Κι όμως, τα τραγούδια του Sin Boy, αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα για την ελληνική κοινωνία από όσα οι δημιουργίες μιας καραβιάς καλλιτεχνών του «έντεχνου» οι οποίοι αποκτούν «αξιωματικά» τον τίτλο του προοδευτικού και αντικομφορμιστή απλώς επειδή βρίσκονται τη σωστή στιγμή στο κατάλληλο φεστιβάλ.

Τα κάνει όλα αυτά ο Sin Boy συνειδητά με τους στίχους των τραγουδιών του;

Ποιος ξέρει; Σάμπως καταλαβαίνουμε και τι λέει;

Πηγή: sputniknews.gr



Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου